—Εντάξει, εντάξει, είπε ο κύριος Παραβιτσίνι που ήθελε να καταπραΰνει τα πνεύματα. Καταλαβαίνω πως αισθάνεστε. Τα πέρασα κι εγώ όταν ήμουν νεώτερος. Αλλά αυτό που με έκανε να σας ενοχλήσω είναι ότι αυτός ο αστυφύλακας επιμένει να συγκεντρωθούμε όλοι στο σαλόνι. Πιστεύει ότι του ήρθε μια έξυπνη ιδέα!
Ο κύριος Παραβιτσίνι ψευτοχαμογέλασε.
—Αν η αστυνομία έχει κάποιο στοιχείο, ναι, βέβαια, το ακούει κανείς με ενδιαφέρον. Αλλά μια ιδέα; Πολύ αμφιβάλλω. Αναμφίβολα ο αρχιφύλακας Τρόττερ είναι ένας επίμονος και δραστήριος, αστυνομικός, αλλά δε νομίζω ότι είναι ιδιαίτερα προικισμένος με ευφυΐα!
—Πήγαινε εσύ, Τζάιλς, είπε η Μόλλυ, εγώ πρέπει να μαγειρέψω. Ο αρχιφύλακας μπορεί να κάνει τη δουλειά του και χωρίς εμένα.
—Μια και μιλάμε για μαγείρεμα, είπε ο κύριος Παραβιτσίνι πλησιάζοντας τη Μόλλυ, μήπως έχετε δοκιμάσει ποτέ συκωτάκια κοτόπουλου, σερβιρισμένα επάνω σε φρυγανιά, με μια χοντρή στρώση από φουά-γκρα και μια ψιλή φέτα μπέικον, πασαλειμμένο με γαλλική μουστάρδα ντιζόν;
—Δεν είναι εύκολο να βρεθεί φουά-γκρα στις μέρες μας, είπε ο Τζάιλς. Λοιπόν, πηγαίνουμε, κύριε Παραβιτσίνι;
—Να μείνω να σας βοηθήσω, αγαπητή μου κυρία;
—Θα έρθετε μαζί μου στο σαλόνι, Παραβιτσίνι, είπε νευριασμένος ο Τζάιλς.
Ο κύριος Παραβιτσίνι χασκογέλασε.
—Ο σύζυγός σας φοβάται για σας, είπε. Πολύ φυσικό. Δεν του αρέσει η ιδέα να σας αφήσει μόνη μαζί μου. Φοβάται τις σαδιστικές μου τάσεις και όχι τις άνομες. Υποχωρώ προ της δυνάμεως.
Υποκλίθηκε ευγενικά μπροστά και έστειλε ένα φιλί με τις άκρες των δακτύλων του.
—Ω, κύριε Παραβιτσίνι, έκανε η Μόλλυ στεναχωρημένα. Είμαι βέβαιη ότι…
Ο κύριος Παραβιτσίνι κούνησε το κεφάλι του με κατανόηση. Γύρισε μετά προς τον Τζάιλς και είπε:
—Είστε σοφός, νεαρέ. Μην αφήνετε τίποτα στην τύχη. Μπορώ να αποδείξω σε εσάς ή στον επιθεωρητή μας, ότι δεν είμαι εγώ ο μανιακός δολοφόνος; Σας το βεβαιώνω επίσημα. Θα με πιστέψετε; Ασφαλώς όχι. Η άρνηση είναι κάτι που δύσκολα μπορεί κανείς, να αποδείξει.
Άρχισε να μουρμουρίζει χαρωπά.
Η Μόλλυ τινάχτηκε.
—Σας παρακαλώ, κύριε Παραβιτσίνι, πάψτε. Όχι, αυτό το φριχτό σκοπό!
—Τα «Τρία τυφλά ποντικάκια», αυτό ήταν; Τι έχω πάθει! Αυτός ο σκοπός γυρίζει συνεχώς μέσα στο μυαλό μου. Τώρα που το σκέφτομαι, βρίσκω αυτό το τραγούδι αποκρουστικό. Δεν είναι κανένα ευχάριστο τραγουδάκι, αλλά τα παιδιά αγαπούν τα άγρια πράγματα. Δεν το έχετε παρατηρήσει; Αυτός ο σκοπός είναι καθαρά αγγλικός. Είναι η σκληρή, βουκολική εγγλέζικη φύση! «με σκαλιστό μαχαίρι, την ουρά τους έχει κόψει σε χίλια μέρη!» Τα παιδιά τρελαίνονται για κάτι τέτοια. Θα μπορούσα να σας πω πράγματα για τα παιδιά…
—Όχι σας παρακαλώ, έκανε η Μόλλυ αδύναμα. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί είστε τόσο σκληρός.
Ο τόνος της άρχισε ν’ ανεβαίνει κι έγινε σχεδόν υστερικός.
—Γελάτε και καγχάζετε. Σα μια γάτα που παίζει με τα ποντίκια… που παίζει μέχρι να…
Άρχισε κι εκείνη να γελά.
—Ηρέμησε, Μόλλυ, έκανε καθησυχαστικά ο Τζάιλς. Σύνελθε! Έλα, θα πάμε όλοι μαζί στο σαλόνι. Ο αρχιφύλακας θα ανυπομονεί πλέον. Άσε το μαγείρεμα. Ο φόνος είναι πιο σημαντικός απ’ το φαγητό.
—Δεν είμαι βέβαιος ότι συμφωνώ μαζί σας, είπε ο κύριος Παραβιτσίνι, όπως τους ακολουθούσε με τα μικρά, πηδηχτά του βήματα. Οι μελλοθάνατοι τρώνε πάντα καλά, πριν τους εκτελέσουν! Έτσι έχω ακούσει να λένε.
Ο Κρίστοφερ Ρεν τους συνάντησε στο χολ, και εισέπραξε το σκυθρωπό βλέμμα του Τζάιλς. Έριξε στη Μόλλυ μια ανήσυχη ματιά, άλλα εκείνη, με το κεφάλι ψηλά, περπάτησε κοιτάζοντας κατευθείαν μπροστά της. Περπατούσαν όλοι μαζί, σαν σε πομπή, πηγαίνοντας στο σαλόνι. Τελευταίος πήγαινε ο κύριος Παραβιτσίνι με τα γατίσια βήματά του.
Ο αρχιφύλακας και ο ταγματάρχης, περίμεναν στο σαλόνι. Ο ταγματάρχης έδειχνε συνοφρυωμένος. Ο αρχιφύλακας ήταν αναψοκοκκινισμένος και ζωηρός.
—Εντάξει, είπε μόλις τους είδε. Σας ήθελα όλους μαζί. Θέλω να κάνω ένα πείραμα και χρειάζομαι τη συνεργασία σας.
—Θα κρατήσει πολύ; ρώτησε η Μόλλυ. Έχω αρκετή δουλειά στην κουζίνα. Ξέρετε, πρέπει κάποτε και να φάμε.
—Ναι, σωστά, έκανε ο αρχιφύλακας. Το καταλαβαίνω αυτό, κυρία Νταίηβις, αλλά θα πρέπει να με συγχωρήσετε γι’ αυτό που θα σας πω. Υπάρχουν σπουδαιότερα πράγματα από το φαγητό. Η κυρία Μπόυλ, λόγου χάρη, δεν χρειάζεται πια φαγητό!
—Αληθινά, κύριε αρχιφύλακα, παρατήρησε ο ταγματάρχης, αυτός είναι ένας εξαιρετικά άγαρμπος τρόπος για να βάζει κανείς τα πράγματα στη θέση τους.
—Λυπάμαι, Ταγματάρχα, αλλά χρειάζομαι τη συνεργασία όλων σας, σ’ αυτό το πείραμα που σκοπεύω να κάνω.
—Βρήκατε τα σκι σας; ρώτησε η Μόλλυ.
Ο αρχιφύλακας κοκκίνισε κι άλλο.
—Όχι, δεν τα βρήκα, κυρία Νταίηβις. Μα μπορώ να πω, πιστέψτε με, ότι έχω βάσιμες υποψίες για το ποιος τα πήρε και γιατί. Δεν θέλω να πω τίποτα περισσότερο για την ώρα.