—Ευχαριστώ, κυρία Νταίηβις, είπε.
Έμοιαζε ιδιαίτερα ικανοποιημένος με τον εαυτό του και οι κινήσεις του έδειχναν ζωντάνια και αυτοπεποίθηση.
Η Μόλλυ σήκωσε τα χέρια της από το πιάνο.
—Βρήκατε αυτό που γυρεύατε; ρώτησε.
—Βεβαίως. Βρήκα ακριβώς αυτό που ήθελα.
Η φωνή του έδειχνε θρίαμβο.
—Τι; Ποιον;
—Δεν ξέρετε, κυρία Νταίηβις; Ελάτε τώρα, δεν είναι τόσο δύσκολο. Μεταξύ μας τώρα, είστε, θα μπορούσα να πω, απερίσκεπτη! Με αφήνατε να ψάχνω για το τρίτο θύμα. Το αποτέλεσμα ήταν ότι βρεθήκατε εσείς σε τρομερό κίνδυνο!
—Εγώ; Δεν καταλαβαίνω τι λέτε!
—Θέλω να πω ότι δεν μου φερθήκατε τίμια, κυρία Νταίηβις. Μου φερθήκατε, ακριβώς όπως η κυρία Μπόυλ.
—Δεν καταλαβαίνω.
—Ναι, ναι, καταλαβαίνετε! Όταν ανέφερα για πρώτη φορά την υπόθεση του αγροκτήματος Λόνγκριτζ, εσείς τα ξέρατε όλα! Ω, ναι τα ξέρατε! Αναστατωθήκατε! Και ήσασταν εσείς που βεβαιώσατε ότι η κυρία Μπόυλ ήταν ο αξιωματικός στρατωνισμού στην περιοχή. Και οι δυο σας ξέρατε! Κι έτσι όταν άρχισα να σκαλίζω για να βρω ποιο θα ήταν το τρίτο θύμα, αμέσως κατέληξα σε σας. Δείχνατε ότι γνωρίζατε την υπόθεση από πρώτο χέρι. Εμείς οι αστυνομικοί δεν είμαστε και τόσο ηλίθιοι όσο δείχνουμε, ξέρετε…
Η Μόλλυ είπε με σπασμένη φωνή:
—Δεν καταλαβαίνετε. Δεν ήθελα απλώς να θυμάμαι.
—Αυτό μπορώ να το καταλάβω, της είπε με πιο γαλήνιο τόνο. Το πατρικό σας όνομα ήταν Γουεινράϊτ, έτσι δεν είναι;
—Ναι.
—Και είσαστε λίγο μεγαλύτερη από όσο θέλετε να δείχνετε. Το 1940, όταν συνέβη εκείνη η ιστορία, ήσασταν δασκάλα στο Άμπιβεηλ, έτσι;
-Όχι!
—Κι όμως, ήσασταν, κυρία Νταίηβις.
—Δεν ήμουν σας λέω.
—Το αγόρι που πέθανε, είπε ο αρχιφύλακας, κατάφερε να σας στείλει ένα γράμμα. Έκλεψε το γραμματόσημο. Στο γράμμα του ζητούσε βοήθεια από την καλή του δασκάλα. Είναι δουλειά της δασκάλας να μαθαίνει γιατί οι μαθητές απουσιάζουν από το σχολείο. Δεν ενδιαφερθήκατε, αδιαφορήσατε για το γράμμα ενός κακόμοιρου παιδιού.
—Στοπ, φώναξε η Μόλλυ με πυρωμένα μάγουλα. Πρόκειται για την αδελφή μου. Αυτή ήταν δασκάλα. Και δεν αδιαφόρησε όπως λέτε για το γράμμα του παιδιού. Ήταν άρρωστη· είχε πνευμονία. Δεν βρήκε το γράμμα παρά μετά το θάνατο του παιδιού. Συγχύστηκε τρομερά, ήταν ευαίσθητος άνθρωπος. Όμως, δεν ήταν δικό της το λάθος. Επειδή το πήρε τόσο κατάκαρδα είναι και ο λόγος που δεν θέλω να μου θυμίζουν αυτή την ιστορία. Ήταν ένας εφιάλτης για μένα από τότε!
Σκέπασε με τα χέρια της το πρόσωπό της. Όταν τα τράβηξε, είδε ότι ο Τρόττερ την κοιτούσε ειρωνικά.
—Ώστε ήταν αδελφή σου! είπε με γλυκιά φωνή. Λοιπόν, όπως και να έχει το πράγμα…
Ένα αδιόρατο χαμόγελο πλανήθηκε στο πρόσωπό του.
—Δεν πειράζει και πολύ, ξέρεις… Πειράζει; Η αδελφή σου… ο αδελφός μου!
Έβγαλε κάτι από την τσέπη του.
Τώρα το χαμόγελό του ήταν ευτυχισμένο.
Η Μόλλυ κοίταξε αυτό που βαστούσε.
—Πάντα νόμιζα, είπε μηχανικά, πως οι αστυνομικοί δεν κρατούν μαζί τους πιστόλι.
—Οι αστυνομικοί ασφαλώς όχι, είπε αυτός. Αλλά βλέπετε, εγώ δεν είμαι αστυνομικός. Είμαι ο Τζιμ. Ο αδελφός του Τζώρτζη. Πιστέψατε ότι είμαι αστυνομικός επειδή τηλεφώνησα απ’ την τηλεφωνική καμπίνα στο χωριό και σας είπα ότι έρχεται ο αρχιφύλακας Τρόττερ. Αμέσως μετά, μόλις έφθασα εδώ, έκοψα το καλώδιο του τηλεφώνου κι έτσι δεν ήταν πια δυνατόν να επικοινωνήσετε με το τμήμα.
Η Μόλλυ τον κοίταζε σα χαμένη. Το περίστροφο τη σημάδευε τώρα.
—Μην κινείστε, κυρία Νταίηβις, και μην τολμήσετε να φωνάξετε γιατί θα τραβήξω τη σκανδάλη.
Εξακολουθούσε να χαμογελά. Η Μόλλυ σκέφτηκε με τρόμο, πως αυτό ήταν χαμόγελο παιδιού. Κι η φωνή του ακόμα, γινόταν φωνή ενός μικρού παιδιού.
—Τι με κοιτάτε έτσι; ρώτησε με ολοφάνερο σαρκασμό. Είμαι ο αδελφός του Τζώρτζη. Ο κακομοίρης ο Τζώρτζη, πέθανε στο Λόνγκριτζ. Αυτή η παλιογυναίκα μας έστειλε εκεί και η γυναίκα του αγρότη ήταν σκληρή με μας κι εσύ δε μας βοήθησες… τρία τυφλά ποντικάκια! Και τότε είπα πως μια μέρα θα σας σκοτώσω όλους άμα μεγαλώσω. Το εννοούσα. Από τότε το σκέφτομαι.
Συνοφρυώθηκε και συνέχισε;
—Πόσο με ταλαιπώρησαν στο στρατό. Εκείνος ο γιατρός δε σταμάταγε να ρωτάει… έπρεπε να ξεφύγω. Φοβήθηκα ότι θα με εμπόδιζαν να κάνω αυτό που θέλω. Αλλά τώρα μεγάλωσα πια! Είμαι μεγάλος κι οι μεγάλοι μπορούν να κάνουν ότι θέλουν.
Η Μόλλυ προσπάθησε να κρατήσει την ψυχραιμία της.
Μίλα του, σκέφτηκε. Προσπάθησε να τον κρατήσεις απασχολημένο.
—Δε θα μπορέσεις να ξεφύγεις, Τζιμ, είπε.
Το πρόσωπο του συννέφιασε.
—Κάποιος έκρυψε τα σκι μου και δε μπόρεσα να βρω που τα καταχώνιασε.