Γέλασε με πείσμα.
—Τολμώ όμως, να πω πως δεν ανησυχώ. Το περίστροφο είναι του άντρα σου. Το πήρα από το συρτάρι του. Πιστεύουν ότι είμαι αστυνομικός και έτσι δεν θα δυσκολευθώ να τους πείσω ότι αυτός σε πυροβόλησε. Όπως και να ’χει, δεν με νοιάζει και πολύ. Ήταν τόσο αστεία όλα αυτά. Τόσο διασκεδαστικά. Υποκρινόμουν! Αυτή η γυναίκα στο Λονδίνο, να έβλεπες πως έγινε η μούρη της όταν με αναγνώρισε. Κι αυτή η ηλίθια, η Μπόυλ, σήμερα το πρωί…
Κούνησε το κεφάλι του με ικανοποίηση.
Στάθηκε αίφνης κι αφουγκράστηκε.
Ξεκάθαρα μ’ ένα απόκοσμο εφέ ακούστηκε ένα σφύριγμα.
Κάποιος σφύριζε τα “τρία τυφλά ποντικάκια”.
Ο Τρόττερ σάστισε και το πιστόλι κινήθηκε στο χέρι του.
—Κάτω, κυρία Νταίηβις! φώναξε κάποιος.
Η Μόλλυ έπεσε στο πάτωμα, καθώς ο ταγματάρχης Μέτκαλφ τινάχθηκε από την κρυψώνα του πίσω απ’ την πλάτη του καναπέ και όρμησε πάνω στον Τρόττερ.
Το περίστροφο εκπυρσοκρότησε μα η σφαίρα πήγε και καρφώθηκε σε μια αδιάφορη ελαιογραφία που ήταν η αγαπημένη της μακαρίτισσας της μις Έμορυ.
Μια στιγμή αργότερα, επικράτησε πραγματικό πανδαιμόνιο. Ο Τζάιλς όρμησε μέσα, ακολουθούμενος από τον Κρίστοφερ και τον κύριο Παραβιτσίνι.
Ο ταγματάρχης κρατώντας το χέρι του Τρόττερ πίσω στην πλάτη του σε λαβή, άρχισε να μιλάει γρήγορα.
—Μπήκα μέσα την ώρα που παίζατε – χώθηκα πίσω απ’ τον καναπέ – εκεί βρίσκομαι απ’ την αρχή – το ήξερα πως δεν ήταν αστυνομικός. Εγώ είμαι αστυνομικός. Επιθεωρητής Τάννερ. Συνεννοήθηκα με τον Μέτκαλφ να πάρω τη θέση του. Η Σκότλαντ Γυαρντ θεώρησε πως θα ήταν φρόνιμο να υπάρχει κάποιος εδώ.
Ξέσφιξε το χέρι του νέου και του μίλησε μαλακά.
—Και τώρα, παιδί μου, θέλω να έλθεις μαζί μου. Δεν πρόκειται να σε πειράξει κανείς, μη φοβάσαι. Όλα θα πάνε καλά. Θα σε φροντίσουμε…
Ο γεροδεμένος νέος με το ηλιοκαμένο πρόσωπο και τα αδρά χαρακτηριστικά, ρώτησε με μια γλυκιά, παιδική φωνή:
—Δεν θα θυμώσει μαζί μου ο Τζώρτζη;
—Όχι, δεν θα θυμώσει, είπε ο επιθεωρητής.
Και καθώς ο Τζάιλς περνούσε πλάι του, του ψιθύρισε:
—Είναι τελείως ανισόρροπος, ο δυστυχής.
Βγήκαν μαζί έξω.
Ο κύριος Παραβιτσίνι έπιασε τον Κρίστοφερ Ρεν από το μπράτσο και τον τράβηξε.
—Και εσύ, φίλε μου, έλα μαζί μου.
Ο Τζάιλς κι η Μόλλυ έμειναν μόνοι, κοπάζοντας ο ένας τον άλλον κατάματα. Ξαφνικά ρίχτηκαν κι οι δυο, ο ένας στην αγκαλιά του αλλού.
—Αγάπη μου, ρώτησε ο Τζάιλς, δεν σε πείραξε:
—Όχι, όχι, είμαι εντάξει, Τζάιλς. Μόνο που είμαι μπλεγμένη. Πίστεψα, φαντάσου, πως… Αλλά γιατί πήγες στο Λονδίνο:
—Αγάπη μου, ήθελα να σου πάρω ένα δώρο για την επέτειο των γάμων μας και δεν ήθελα να το μάθεις!
—Τι απίστευτο! Κι εγώ γι’ αυτό κατέβηκα στο Λονδίνο.
—Γλύκα μου, θέλω να με συγχωρήσεις για τα λόγια που σου είπα. Ζήλεψα αυτόν τον ανόητο μαντράχαλο!
Η πόρτα άνοιξε και ο κύριος Παραβιτσίνι έκανε την εμφάνισή του. Έλαμπε σαν πυροτέχνημα.
—Συγνώμη για τη διακοπή, είπε γελώντας. Σας συγχαίρω πάντως για την υπέροχη σκηνή της συμφιλίωσης! Και τώρα φεύγω. Λυπάμαι που πρέπει να σας πω αντίο. Ένα τζιπ της αστυνομίας έρχεται σε λίγο. Θα με πάρουν μαζί τους.
Έσκυψε και ψιθύρισε στο αυτί της Μόλλυ:
—Ίσως συναντήσω κάποιες δυσκολίες στο εγγύς μέλλον… αλλά έχω τα μέσα να το κανονίσω, εάν λάβετε ένα πακέτο… με μια χήνα ή μια πάπια, λίγο φουά-γκρα, ζαμπόν… κάλτσες νάιλον, απ’ όλα, ε; Θα είναι οι ευχαριστίες μου σε μια πολύ χαριτωμένη κυρία. Α, μην το ξεχάσω, κύριε Νταίηβις, τα χρήματα της διαμονής μου είναι στο χολ.
Φίλησε το χέρι της Μόλλυ και προχώρησε προς την πόρτα.
—Νάιλον κάλτσες; μουρμούρισε η Μόλλυ. Φουά-γκρα; Ποιος είναι τέλος πάντων αυτός ο Παραβιτσίνι; Ο Άγιος Βασίλης;
—Όχι δα! Απλώς ένας μαυραγορίτης, είπε ο Τζάιλς γελώντας.
Ο Κρίστοφερ Ρεν ξεπρόβαλε στην πόρτα.
—Χρυσά μου, είπε. Ελπίζω να μην σας ενοχλώ, αλλά απ’ την κουζίνα έρχεται μυρωδιά καμένου φαγητού. Να κάνω κάτι γι αυτό;
Η Μόλλυ άφησε ένα ξεφωνητό ορμώντας προς την πόρτα.
—Θεέ μου! Η πίτα μου!