—Η κυρία Μπόυλ θα το καταλάβει οπωσδήποτε, είπε η Μόλλυ. Είναι ο τύπος της γυναίκας που δεν της ξεφεύγει τίποτα.
—Πώς το ξέρεις; Δε νομίζω να την έχεις δει ποτέ σου;
Η Μόλλυ δεν απάντησε. Του γύρισε την πλάτη, άπλωσε μια εφημερίδα στο τραπέζι κι άρχισε να ξύνει ένα χοντρό κομμάτι τυρί.
—Τι είναι αυτό; ρώτησε ο Τζάιλς.
—Θα κάνω ένα σουφλέ, τον πληροφόρησε. Ψίχουλα ψωμιού, με πουρέ πατάτας και λίγο τυρί, μια σταλιά μόλις, έτσι για το όνομα.
—Είσαι σπουδαία μαγείρισσα, Μόλλυ, είπε ο Τζάιλς με θαυμασμό.
—Όχι, δεν είμαι, αλλά μπορώ να κάνω το κάθε πράγμα με τη σειρά του. Για να τους κάνεις να γλύφουν τα δάχτυλά τους, χρειάζεται αρκετά μεγάλη πείρα. Το πρόγευμα, όμως, θα είναι το πιο δύσκολο.
—Γιατί;
—Γιατί όλα γίνονται την ίδια ώρα. Αυγά και μπέικον και ζεστό γάλα και καφές και φρυγανιές. Το γάλα βράζει και χύνεται ή η φρυγανιά καίγεται ή το μπέικον ξεραίνεται ή τα αυγά γίνονται πολύ σφιχτά. Πρέπει να είσαι γάτα για να τα προλαβαίνεις όλα και να μη σου ξεφεύγει τίποτα…
—Αύριο το πρωί, θα πρέπει να έρθω απαρατήρητος και να παρακολουθήσω αυτή την προσωποποίηση της γάτας.
—Η τσαγιέρα βράζει, είπε η Μόλλυ. Τι λες, να πάρουμε το δίσκο στη βιβλιοθήκη και να ακούσουμε ραδιόφωνο; Πλησιάζει η ώρα για τα νέα.
—Μου φαίνεται πως πρόκειται να περνάμε όλη την ώρα μας στην κουζίνα και γι’ αυτό θα έπρεπε να έχουμε κι ένα δεύτερο ραδιόφωνο εδώ μέσα.
—Αλήθεια, έχεις δίκιο. Πόσο μ’ αρέσουν οι κουζίνες, είπε η Μόλλυ. Εγώ τρελαίνομαι μ’ αυτή την κουζίνα. Μου φαίνεται πως είναι το καλύτερο δωμάτιο του σπιτιού. Μ’ αρέσει το ντουλάπι με τα πιατικά κι ακόμα μ’ αρέσει το συναίσθημα που σου δίνει η ταξινόμηση μιας πελώριας κουζίνας – αν, εξυπακούεται, είμαι ευχαριστημένη που δεν θα έχω να μαγειρεύω πάνω της.
—Μου φαίνεται όμως, ότι τα καύσιμα ενός χρόνου θα χάνονταν μέσα σε μια μέρα, είπε ο Τζάιλς.
—Περίπου, συμφώνησε η Μόλλυ. Αλλά σκέψου και τα μεγάλα κομμάτια κρέας που ψήθηκαν μέσα εδώ, μοσχαρίσια φιλέτα και παϊδάκια. Πελώρια χάλκινα σκεύη με σπιτική φράουλα και οκάδες ζάχαρη. Τι έκτακτη, τι άνετη εποχή που ήταν η Βικτοριανή. Κοίτα τα έπιπλα επάνω, μεγάλα και στέρεα, γεμάτα σκαλίσματα, με αρκετό χώρο για τα ρούχα που συνήθιζαν να φοράνε τότε και κάθε συρτάρι να μπαινοβγαίνει με ευκολία. Θυμάσαι το μοντέρνο μικρό διαμέρισμα που νοικιάζαμε; Το κάθε τι μέσα εκεί ήταν φτιαγμένο να γλιστράει, μόνο που κανένα δεν γλιστρούσε, τα πάντα ήταν κολλημένα. Και οι πόρτες όταν τις έσπρωχνες να κλείσουν, δεν έκλειναν και όταν έκλειναν δε μπορούσαν ν’ ανοίξουν πάλι.
—Ναι, αυτό είναι το χειρότερο.
—Λοιπόν, ας ακούσουμε τώρα τα νέα, είπε η Μόλλυ και γύρισε το κουμπί του ραδιοφώνου.
Τα νέα αποτελούσαν, επί το πλείστον, βλοσυρές παρατηρήσεις για τον καιρό, οι συνηθισμένες πολιτικές επισκοπήσεις, διάφορες επερωτήσεις στη βουλή και ένας φόνος στην οδό Κάλβερ, στο Πάντινγκτον.
—Ουφ, έκανε η Μόλλυ απελπισμένη και το έκλεισε. Δεν ακούς ποτέ τίποτα ευχάριστο, όλα είναι άθλια και μίζερα. Δεν πρόκειται να ξανακούσω εκκλήσεις για οικονομία στα καύσιμα. Τι περιμένουν επιτέλους αυτοί οι άνθρωποι; Να καθίσεις και να παγώσεις; Δεν είμαστε καλά. Νομίζω, Τζάιλς, πως δεν έπρεπε να ξεκινήσουμε την πανσιόν το χειμώνα. Έπρεπε να περιμέναμε μέχρι την άνοιξη.
Και πρόσθεσε αλλάζοντας τόνο φωνής.
—Αναρωτιέμαι τι είδους γυναίκα να ήταν, αυτή που δολοφονήθηκε;
—Η κυρία Λάιον;
—Αυτό ήταν το όνομά της; Αναρωτιέμαι ποιος θέλησε να τη δολοφονήσει και γιατί;
—Ίσως να φύλαγε κανένα θησαυρό κάτω απ’ τα σανίδια του πατώματος.
—Όταν λένε ότι η αστυνομία θέλει να ανακρίνει κάποιον άνδρα που είδαν στην περιοχή, αυτό σημαίνει πως είναι ο δολοφόνος;
—Συνήθως, ναι. Αυτός είναι ένας κάπως ευγενικός τρόπος για να το πεις.
Το διαπεραστικό χτύπημα του κουδουνιού τους έκανε ν’ αναπηδήσουν.
—Είναι η μπροστινή πόρτα, είπε ο Τζάιλς.
Και πρόσθεσε για να πειράξει τη Μόλλυ:
—Μπαίνει ο φονιάς!
—Αυτό θα έμοιαζε με κινηματογραφικό έργο. Έλα, Τζάιλς, κουνήσου. Θα είναι ο κύριος Ρεν. Τώρα θα δούμε ποιος είχε δίκιο, εσύ ή εγώ;
Ο κύριος Ρεν μπήκε ορμητικά μαζί μ’ ένα κύμα χιονιού. Η Μόλλυ, ακουμπισμένη στην πόρτα της βιβλιοθήκης, μπορούσε να δει, μόνο μια γκρίζα σιλουέτα μπρος απ’ το άσπρο φόντο του χιονιού απ’ έξω.
Πόσο πολύ μοιάζουν οι άνδρες στο ντύσιμό τους, σκέφτηκε η Μόλλυ. Σκούρο παλτό, γκρι καπέλο και γύρω απ’ το λαιμό ένα κασκόλ.
Ο Τζάιλς έκλεισε αμέσως την πόρτα απομονώνοντας τα στοιχεία της φύσης, ενώ ο κύριος Ρεν, τράβηξε το κασκόλ του να ελευθερώσει το λαιμό του, άφησε τη βαλίτσα που κρατούσε με το άλλο του χέρι στο πάτωμα και συγχρόνως έβγαλε το καπέλο του, χωρίς να σταματήσει να μιλάει. Είχε μια τσιριχτή, σχεδόν ενοχλητική φωνή. Όταν στάθηκε στο φως, η Μόλλυ πρόσεξε πως ήταν ένας σχετικά νέος άνδρας, με ηλιοκαμένο πρόσωπο, σκούρα μαλλιά και με χλωμά, ανήσυχα μάτια.