Выбрать главу

—Φοβερό πράγμα, είπε. Ο αγγλικός χειμώνας στο φόρτε του. Θαρρείς και ζεις σε κάποιο απόσπασμα απ’ τον Ντίκενς, ο Σκρουτζ κι ο μικρός Τιμ. Νομίζω πως χρειάζεται να είναι κανείς φοβερά αισιόδοξος, για να τα αντέξει όλα αυτά. Τι λέτε και σεις; Και το ταξίδι μου απ’ την Ουαλία ήταν φριχτό… Είστε η κυρία Νταίηβις; Χαίρομαι!

Το χέρι της Μόλλυ πιάστηκε σε μια κοκαλιάρικη δαγκάνα.

—Α! Δεν είστε καθόλου όπως σας είχα φαντασθεί. Σας έβλεπα, ξέρετε, κάπως σαν… κάπως σαν τη χήρα κάποιου στρατηγού από την Ινδία. Βλοσυρή και αγέρωχη… βικτοριανή, θα έλεγα. Πανέμορφα… Μήπως έχετε τίποτα κέρινα λουλούδια; Ή παραδείσια πουλιά; Α, είναι φανερό πως πρόκειται να τ’ αγαπήσω αυτό το μέρος. Φοβόμουν ξέρετε πως θα ήταν παλιομοδίτικο και πολύ «καθώς πρέπει». Βρίσκω όμως ένα εξαιρετικό, πραγματικά γνήσιο Βικτοριανό κτίσμα, ανώτερο από κάθε πρόβλεψη. Αλήθεια, πέστε μου, έχετε κανέναν από κείνους τους ωραίους μπουφέδες τους φτιαγμένους από σκούρο μαόνι, με τα μεγάλα σκαλιστά φρούτα;

—Μάλιστα, έχουμε, ψέλλισε η Μόλλυ με κομμένη ανάσα απ’ τον ακατάσχετο χείμαρρο των λέξεων.

—Όχι! έκανε κατάπληκτος ο κύριος Ρεν. Αλήθεια; Μπορώ να το δω; Αμέσως; Τώρα δα;

Η βιασύνη του ήταν σχεδόν ανησυχητική. Είχε ήδη ανοίξει την πόρτα της τραπεζαρίας και άναψε το φως. Η Μόλλυ τον ακολούθησε καρτερικά, νιώθοντας την έντονη αποδοκιμασία που είχε ζωγραφιστεί στο πρόσωπο του Τζάιλς.

Ο κύριος Ρεν στο μεταξύ χάιδευε απαλά με τα κοκαλιάρικα δάχτυλά του το πλούσιο σκάλισμα του ογκώδους μπουφέ, βγάζοντας επιφωνήματα θαυμασμού, σαν παπαγάλος.

—Δεν υπάρχει κανένα μεγάλο τραπέζι από μαόνι; Τι είναι αυτά τα μικρά, σκορπισμένα τραπεζάκια;

—Νομίζαμε πως οι άνθρωποι θα το προτιμούσαν έτσι, δικαιολογήθηκε η Μόλλυ.

—Ω, αγαπητή μου κυρία, έχετε δίκιο, το αναγνωρίζω. Με συγχωρείτε, παρασύρθηκα απ’ τα συναισθήματα μου για το πνεύμα της εποχής. Ασφαλώς, αν είχατε το τραπέζι, τότε θα έπρεπε να έχετε και την κατάλληλη οικογένεια γύρω απ’ αυτό. Αυστηρός, συμπαθητικός μέσα στην απόκοσμη σοβαρότητά του, ο πατέρας, με γενειάδα, γόνιμη και κουρασμένη η μητέρα, έντεκα παιδιά, μια βλοσυρή γκουβερνάντα κι άλλο ένα πρόσωπο που το αποκαλούν ”η καημένη η Ενριέττα” – η απαραίτητη φτωχή συγγενής, που εκτελεί τώρα καθήκοντα γενικού βοηθού και είναι πολύ ευγνώμων γιατί έχει μια στέγη για να κουρνιάζει. Κοιτάξτε τη σχάρα εκεί στο τζάκι. Σκεφτείτε τις φλόγες να πετάνε απ’ το τζάκι και να ζεσταίνουν την πλάτη της φτωχής Ενριέττας.

—Θα πάρω τις βαλίτσες σας επάνω, είπε δυνατά ο Τζάιλς.

Στράφηκε στη γυναίκα του.

—Το ανατολικό δωμάτιο; ρώτησε.

—Ναι, είπε η Μόλλυ.

Ο κύριος Ρεν ξαναβγήκε στο χολ, καθώς ο Τζάιλς ανέβαινε τις σκάλες.

—Έχει μεγάλο ξύλινο κρεβάτι με μικρά εμπριμέ τριανταφυλλάκια; ρώτησε.

—Όχι, δεν έχει, απάντησε ο Τζάιλς φουρκισμένος κι εξαφανίσθηκε πίσω απ’ τη στροφή της σκάλας.

—Νομίζω πως δε θα με συμπαθήσει ο σύζυγός σας, παρατήρησε ο κύριος Ρεν. Που υπηρέτησε; Στο ναυτικό;

—Μάλιστα.

—Το φαντάστηκα. Είναι λιγότερο ανεκτικοί απ’ τους άλλους του στρατού και της αεροπορίας. Έχετε πολύ καιρό παντρεμένοι; Είσαστε πολύ ερωτευμένη μαζί του;

—Ίσως θα θέλατε ν’ ανέβουμε επάνω να δείτε το δωμάτιό σας, είπε η Μόλλυ.

—Ναι, ασφαλώς, ήταν αδιακρισία μου. Αλλά πραγματικά θα ήθελα να ξέρω, θέλω να πω, ότι είναι ενδιαφέρον να ξέρεις για τη ζωή των ανθρώπων με τους οποίους έρχεσαι σε καθημερινή επαφή. Δηλαδή, τι σκέφτονται και τι αισθάνονται κι όχι μόνο ποιοι είναι και τι κάνουν.

—Υποθέτω, είπε η Μόλλυ με σοβαρή φωνή, πως είσθε ο κύριος Ρεν, έτσι δεν είναι;

Ο νέος σταμάτησε απότομα, χούφτωσε τα μαλλιά του και με τα δυο χέρια και τα τράβηξε.

—Μα τι φοβερό, ξεφώνισε, τι φοβερό! Ποτέ δεν βάζω τα πράγματα στη σειρά τους. Ναι, είμαι ο Κρίστοφερ Ρεν και μη γελάσετε γι’ αυτό που θα σας πω. Οι γονείς μου ήταν ένα ρομαντικό ζευγάρι. Έλπιζαν να γίνω αρχιτέκτονας. Έτσι το νόμισαν τρομερά πρωτότυπο και σπουδαίο να με βαφτίσουν Κρίστοφερ, όπως τον διάσημο αρχιτέκτονα. Καταλαβαίνετε γιατί, ε;

—Και είστε αρχιτέκτων; ρώτησε η Μόλλυ, μη μπορώντας να συγκρατήσει ένα χαμόγελο.

—Ναι, είμαι, είπε ο κύριος Ρεν με κάποιο δισταγμό. Ή τουλάχιστον, σχεδόν είμαι. Λέω σχεδόν, γιατί, βλέπετε, δεν έχω ακόμα τελειώσει τις σπουδές μου. Πάντως, είμαι πραγματικά ένα αξιοσημείωτο παράδειγμα οραματισμού, υπό εκτέλεση. Βέβαια το όνομά μου αποτελεί μειονέκτημα. Δεν θα γίνω ποτέ τόσο σπουδαίος όσο ο Κρίστοφερ Ρεν, αν και οι Προκατασκευασμένες Φωλιές του Κρις Ρεν, μπορεί ν’ αποκτήσουν κάποτε φήμη.