Ο Τζάιλς κατέβαινε εκείνη τη στιγμή τις σκάλες και η Μόλλυ είπε:
—Ελάτε μαζί μου τώρα, να σας δείξω το δωμάτιό σας, κύριε Ρεν.
Όταν λίγο αργότερα κατέβηκε πάλι, ο Τζάιλς τη ρώτησε.
—Λοιπόν, του άρεσαν τα έπιπλα από βαλανιδιά;
—Ήθελε πολύ ένα μεγάλο ξύλινο κρεβάτι κι έτσι αναγκάσθηκα να του δώσω το ροζ δωμάτιο.
Ο Τζάιλς στραβομουτσούνιασε και μουρμούρισε κάτι που τελείωνε με τη λέξη “λεχρίτης”.
—Άκουσε, Τζάιλς, έκανε η Μόλλυ που είχε αρχίσει να χάνει την υπομονή της. Δεν κάνουμε κάποιο πάρτι για τους φίλους μας. Έχουμε επιχείρηση. Είτε σ’ αρέσει ο Κρίστοφερ Ρεν, είτε όχι…
—Όχι, δεν μ’ αρέσει, τη διέκοψε ο Τζάιλς.
—…δεν έχει σημασία, αποτελείωσε τη φράση της η Μόλλυ. Πληρώνει επτά λίρες τη βδομάδα και αυτό μας ενδιαφέρει. Κατάλαβες;
—Αν πληρώσει, μάλιστα.
—Συμφώνησε να πληρώσει. Έχουμε το γράμμα του.
—Μετέφερες τη βαλίτσα του στο ροζ δωμάτιο;
—Τη μετέφερε ο ίδιος, φυσικά.
—Πολύ ευγενικό από μέρους του, είπε ειρωνικά ο Τζάιλς. Αλλά κι αν ακόμα τη μετέφερες μόνη σου, δε θα σε κούραζε. Αποκλείεται, δηλαδή να ήταν γεμάτη με πέτρες. Είναι τόσο ελαφριά που μου φαίνεται πως δεν έχει τίποτα μέσα.
—Σςς, έρχεται, έκανε η Μόλλυ κοιτάζοντας την πόρτα.
Ο Κρίστοφερ Ρεν μπήκε στη βιβλιοθήκη που ήταν, όπως τουλάχιστον νόμιζε η Μόλλυ, πραγματικά κομψή, με τις μεγάλες καρέκλες και τα αναμμένα κούτσουρα στο τζάκι. Το δείπνο θα ήταν έτοιμο σε μισή ώρα, όπως του είπε. Του εξήγησε ότι δεν υπήρχαν προς το παρόν άλλοι νοικάρηδες κι ότι στο σπίτι υπήρχαν μόνο οι τρεις τους. Τότε, ρώτησε ο κύριος Ρεν, πώς θα της φαινόταν αν ερχόταν στην κουζίνα και τη βοηθούσε;
—Μπορώ να σας φτιάξω ομελέτα, αν θέλετε.
Τελικά κατόρθωσε να παραμείνει στην κουζίνα και βοήθησε στο πλύσιμο.
Οπωσδήποτε όμως, αυτό δεν ήταν καθόλου σωστό ξεκίνημα για μια συμβατική πανσιόν και στον Τζάιλς δεν άρεσε καθόλου. «Όλα πάντως θα αλλάξουν από αύριο», συλλογίστηκε η Μόλλυ, την ώρα που έπεφτε να κοιμηθεί.
Το πρωί ο ουρανός ήταν ακόμα πιο σκοτεινός και χιόνιζε. Ο Τζάιλς ήταν μουτρωμένος και της Μόλλυ η καρδιά ήταν βαριά. Ο καιρός έκανε τα πράγματα ακόμα πιο δύσκολα.
Η κυρία Μπόυλ έφθασε με το τοπικό ταξί, που είχε αλυσίδες στις ρόδες και ο σοφέρ, λες και ήταν βαλτός, έφερε τις πιο απαισιόδοξες ειδήσεις σχετικά με την κατάσταση των δρόμων και την κυκλοφορία.
—Πριν σκοτεινιάσει, θα έχουμε πάγους, προφήτεψε.
Η κυρία Μπόυλ δεν χαροποίησε καθόλου την ατμόσφαιρα. Ήταν μια μεγαλόσωμη απωθητική γυναίκα, με δυνατή φωνή και αυταρχικούς τρόπους. Η φυσική της επιθετικότητα είχε ενταθεί απ’ τη στρατιωτική καριέρα, που της είχε επιτρέψει να διακριθεί κατά τη διάρκεια του πολέμου.
—Αν δεν είχα πιστέψει πως πρόκειται για μια ενεργή επιχείρηση, πιστέψτε με, πως ποτέ δεν θα είχα έρθει, είπε ξεφυσώντας. Φανταζόμουν πως ήταν ένας καλά οργανωμένος ξενώνας, με επαγγελματισμό.
—Δεν είστε υποχρεωμένη να παραμείνετε, κυρία Μπόυλ, αν δεν είστε ευχαριστημένη, είπε ο Τζάιλς.
—Όχι, και βέβαια δεν είμαι υποχρεωμένη και δεν νομίζω ότι τελικά θα παραμείνω.
—Μήπως θέλετε να καλέσουμε ένα ταξί; επέμεινε ο Τζάιλς. Οι δρόμοι δεν έχουν αποκλειστεί ακόμη. Αν υπάρχει καμιά παρανόηση, νομίζω είναι καλύτερα να πάτε κάπου αλλού.
Και πρόσθεσε με πείσμα:
—Άλλωστε, έχουμε τόσες πολλές προσφορές για τα δωμάτια, που είναι εύκολο να βρούμε αμέσως, μια νέα κράτηση το δωμάτιό σας. Όσο γι’ αυτό μη στεναχωριέστε καθόλου. Επιπλέον, στο μέλλον σκοπεύουμε να αυξήσουμε τις τιμές των δωματίων.
Η κυρία Μπόυλ του έριξε μια κοφτερή ματιά.
—Ασφαλώς, δεν πρόκειται να φύγω πριν δοκιμάσω αυτό το μέρος, Ίσως η κυρία Νταίηβις θα είχε την καλοσύνη να μου φέρει μια μεγαλύτερη πετσέτα του μπάνιου. Δεν είμαι, βλέπετε, συνηθισμένη να χρησιμοποιώ μαντιλάκι της τσέπης για να σκουπίζομαι.
Ο Τζάιλς έστειλε ένα χαμόγελο στη Μόλλυ πίσω απ’ την πλάτη της κυρίας Μπόυλ.
—Αγάπη μου, ήσουν υπέροχος με τον τρόπο που την αντιμετώπισες, παραδέχτηκε η Μόλλυ.
—Οι φωνακλάδες πάντα το βουλώνουν όταν τους δώσεις το γιατρικό τους, είπε ο Τζάιλς με περισπούδαστο ύφος.
—Αναρωτιέμαι, έκανε η Μόλλυ, πως θα τα πάει με τον Κρίστοφερ Ρεν.
—Δεν πρόκειται να τα πάνε καθόλου καλά, τη βεβαίωσε ο Τζάιλς.
Και πράγματι, το ίδιο κιόλας απόγευμα, η κυρία Μπόυλ είπε στη Μόλλυ αποδοκιμαστικά:
—Αυτός ο νέος είναι τρομερά αλλόκοτος!
Ο διανομέας του ψωμιού, που έφθασε λίγο αργότερα, έμοιαζε με αρκτικό εξερευνητή. Άφησε το ψωμί λέγοντας, πως η επομένη επίσκεψή του, μετά από δύο μέρες, μπορούσε και να μην πραγματοποιηθεί.