Άγκαθα Κρίστι
Παρασκευή, ώρα 9 ½
—Και πρώτα απ’ όλα, είπε ο γιατρός Μέυνελ, με τη γνωστή άνεση που έχουν οι γιατροί, πρέπει ν’ αποφεύγετε τις στενοχώριες και τις συγκινήσεις.
Η κυρία Χάρτερ, όπως συμβαίνει πάντα με τους ανθρώπους που ακούνε αυτά τα παρηγορητικά, μα χωρίς καμία ουσία λόγια, είχε πάρει μιαν έκφραση που έδειχνε περισσότερη αμφιβολία, παρά ανακούφιση.
—Υπάρχει κάποια μικρή αδυναμία στην καρδιά, συνέχισε ο γιατρός με ευφράδεια, άλλα όχι κάτι τόσο σπουδαίο που να μας φοβίζει. Μπορώ να σας διαβεβαιώσω γι’ αυτό.
Κοίταξε την κυρία Χάρτερ χαμογελώντας και πρόσθεσε.
—Πάντως, δε νομίζω πως θα κάνατε άσχημα να τοποθετούσατε ασανσέρ. Ε; Τι λέτε γι’ αυτό;
Η κυρία Χάρτερ είχε πάρει ένα ύφος, που έδειχνε όλη της τη στενοχώρια.
Ο γιατρός Μέυνελ, αντιθέτως, έδειχνε πως ήταν ευχαριστημένος απ’ τον εαυτό του. Ο λόγος που προτιμούσε να παρακολουθεί πλούσιους ασθενείς κι όχι φτωχούς, ήταν ότι στους πρώτους μπορούσε ν’ αναπτύξει τη φαντασία του, προτείνοντας τις πιο απίθανες θεραπείες για τις ασθένειές τους.
—Ναι, βέβαια, το ασανσέρ, επανέλαβε, δοκιμάζοντας να σκεφθεί κάτι περισσότερο εντυπωσιακό, αλλά χωρίς και να το επιτύχει. Έτσι θα κατορθώσουμε να αποφύγουμε όλη την μυϊκή κόπωση, που δημιουργείται απ’ την προσπάθεια που καταβάλετε για ν’ ανεβοκατεβαίνετε όλα εκείνα τα αμέτρητα σκαλιά. Αυτό δε μας απαγορεύει βέβαια να εξασκούμεθα καθημερινώς. Αντιθέτως ενδείκνυται να κάνετε τη βόλτα σας στον κήπο ή στην έξοχη, υπό την προϋπόθεση βέβαια πως ο καιρός θα είναι καλός κι ότι δεν πρόκειται να επιδοθείτε σε αναρριχήσεις. Προσέξτε με, δεν θέλω να σας φοβίσω, γιατί, όπως σας τόνισα ήδη, δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος για να το κάνω, άλλα απαγορεύεται να σκαρφαλώνετε στα υψώματα, γιατί αυτό θα σας δημιουργήσει ένταση. Κυρίως, όμως δεν πρέπει να παραμελήσετε τις πνευματικές ενασχολήσεις. Κυρία Χάρτερ, μην παίζετε με την υγεία σας, πρόσθεσε σοβαρά, προσπαθώντας να διατηρήσει κάποια προσποιητή ευθυμία.
Στον ανιψιό της κυρίας Χάρτερ, τον Τσαρλς Ρίτζγουεη ο γιατρός ήταν πιο σαφής.
—Δεν θέλω να παρεξηγήσετε το νόημα των λόγων μου, είπε. Η θεία σας μπορεί να ζήσει πολλά χρόνια ακόμη. Αλλά συγχρόνως δεν αποκλείεται κάποια ζωηρή συγκίνηση ή και η υπερβολική κόπωση ακόμη, να την φέρουν στο τέλος της και μάλιστα απροσδόκητα…
Χτύπησε τα δάχτυλά του, δείχνοντας χαρακτηριστικά τις συνέπειες των συγκινήσεων.
—Η θεία σας επιβάλλεται να κάνει μια πολύ ήρεμη ζωή. Όχι υπερβολές. Όχι κούραση. Δεν πρέπει όμως να αφεθεί να μελαγχολήσει. Να διατηρεί πάντα το κέφι της αμείωτο και να απασχολεί το μυαλό της με ευχάριστες δραστηριότητες.
—Ευχάριστες δραστηριότητες, επανέλαβε ο Τσαρλς Ρίτζγουεη σκεφτικά.
Ο Τσαρλς ήταν ένας έξυπνος νέος, που πίστευε πως πρέπει να αξιοποιούμε τις κλίσεις μας, όταν μας δίνετε η ευκαιρία.
Εκείνο το ίδιο απόγευμα, πρότεινε να αποκτήσουν ένα ραδιόφωνο.
Η θεία του, που ήταν ακόμη ταραγμένη απ’ τα λόγια του γιατρού κι απ’ αυτή την ιστορία με το ασανσέρ, ενοχλήθηκε ακόμα περισσότερο και δεν είχε σκοπό να υποχωρήσει.
—Δε νομίζω πως θα μ’ αρέσει να έχω μέσ’ το σπίτι μου ένα ραδιόφωνο, είπε η κυρία Χάρτερ, με ύφος αξιολύπητο. Τα κύματα, ξέρεις, τα ραδιοκύματα, θα μπορούσαν να με επηρεάσουν.
Ο Τσαρλς τότε με περισπούδαστο ύφος αλλά ευγενικά, βάλθηκε να της αποδείξει πόσο αβάσιμη ήταν η ιδέα της.
Η κυρία Χάρτερ, ωστόσο, που είχε ελάχιστες γνώσεις γύρω απ’ αυτά τα πράγματα, αλλά που ήξερε να επιμένει με πείσμα στη γνώμη της, έμεινε ακλόνητη και αμετάπειστη.
—Όλος αυτός ο ηλεκτρισμός, μουρμούρισε δειλά. Μπορείς να λες ότι θέλεις, Τσαρλς, αλλά πολλοί άνθρωποι επηρεάζονται απ’ τον ηλεκτρισμό. Εγώ, π.χ., έχω πάντα ένα φοβερό πονοκέφαλο πριν από μια θύελλα. Το ξέρω καλά αυτό που σου λέω, γιατί το έχω παρατηρήσει πολλές φορές.
Κούνησε το κεφάλι της θριαμβευτικά, που είχε κατορθώσει να φέρει ένα τόσο γερό επιχείρημα, αλλά ο Τσαρλς δεν φάνηκε διατεθειμένος να δεχθεί αδιαμαρτύρητα μια τέτοια κατηγορία.
Ήταν υπομονετικός νέος, αλλά δεν ήξερε τι θα πει ανακωχή ή υποχώρηση. Ήταν μεθοδικός και πεισματάρης.
—Αγαπητή μου θεία Μαίρη, είπε παρακλητικά, άφησε με να σου ξεκαθαρίσω αυτό το ζήτημα.
Ήταν σχεδόν αυθεντία, πάνω στο θέμα. Ήξερε ότι αφορούσε τη συσκευή του ραδιοφώνου, απ’ το σασί μέχρι και την τελευταία λυχνία, της μίλησε για τα ερτζιανά κύματα και για το ρόλο που έπαιζε η γείωση και όση ώρα μιλούσε, σ’ ένα τόνο βαθύ και πειστικό, είχε ζεσταθεί κι ο ίδιος, είχε ανάψει και κουνούσε τα χέρια του εκφραστικά.
Η κυρία Χάρτερ, που είχε αρχίσει να βουλιάζει μισοζαλισμένη μέσα στον ακατάσχετο αυτό χείμαρρο των λέξεων και μάλιστα μη καταλαβαίνοντας τίποτα, παρά την αξιέπαινη προσπάθεια που έκανε, αναγκάσθηκε τελικά να υποχωρήσει, περισσότερο για να απαλλαγεί απ’ τον ανιψιό της, παρά γιατί την είχε μεταπείσει: