—Φυσικά, Τσαρλς, μουρμούρισε η καημένη Αν πραγματικά νομίζεις…
—Καλή μου θεία Μαίρη, είπε ο Τσαρλς με ασυγκράτητο ενθουσιασμό, το ήξερα εγώ πως θα δεχόσουν… Το ήξερα πως καταλαβαίνεις όταν σου εξηγώ… Άλλωστε είναι περισσότερο για σένα. Για να σου κρατάει συντροφιά, να μην πλήττεις, να έχεις έναν σύντροφο που να σε διασκεδάζει.
Το ασανσέρ που είχε συστήσει ο γιατρός Μέυνελ τοποθετήθηκε σε λίγο καιρό δημιουργώντας μεγάλη σύγχυση στην καημένη την κυρία Χάρτερ, γιατί όπως οι περισσότερες γηραιές κυρίες, έτρεφε κι αυτή έντονο φόβο για τους ξένους που έμπαιναν στο σπίτι της. Τους υποπτευόταν όλους μαζί και τον καθένα χωριστά, πως εποφθαλμιούσαν να της αρπάξουν όλα της τα παλιά ασημικά.
Μετά το ασανσέρ, ήρθε και το ραδιόφωνο. Η κυρία Χάρτερ το κοίταξε περιφρονητικά. Γι’ αυτήν δεν ήταν τίποτε άλλο από ένα άχαρο κουτί με κουμπιά που προεξείχαν.
Ο Τσαρλς όμως βάλθηκε αμέσως να την εξοικειώσει μαζί του. Ο ίδιος βρισκόταν στο στοιχείο του, γυρίζοντας και ξαναγυρίζοντας τα διάφορα κουμπιά, εξηγώντας της τη λειτουργία τους.
Η κυρία Χάρτερ, καθισμένη στην σκαλιστή πολυθρόνα της, τον άκουγε υπομονετικά και με ευγένεια, αλλά κατά βάθος σκεπτόταν πως όλα αυτά τα μοντέρνα πράγματα, αποτελούσαν μεγάλη ενόχληση.
—Ακούστε, θεία Μαίρη, πιάσαμε Βερολίνο! Μα, δεν είναι υπέροχο; Ακούτε τον εκφωνητή;
—Δεν ακούω τίποτα άλλο από βουητά και μουγκρίσματα, απάντησε η κυρία Χάρτερ.
Ο Τσαρλς συνέχισε να γυρίζει το κουμπί.
—Βρυξέλλες, ξεφώνισε με ενθουσιασμό.
—Αλήθεια; έκανε η κυρία Χάρτερ αδιάφορα.
Ο Τσαρλς έστρεψε πάλι το κουμπί και το δωμάτιο πλημμύρισε ένα απόκοσμο βουητό.
—Και τώρα φαίνεται πως πιάσαμε το σταθμό του μαντρόσκυλου, είπε η κυρία Χάρτερ, που διέθετε κρυφά δείγματα ενός ανεπαίσθητου χιούμορ.
—Χα, χα, γέλασε, ο Τσαρλς. Το λέτε το αστειάκι σας, θεία, ε; Πετυχημένο όμως. Α, όλα κι όλα…
Η κυρία Χάρτερ δεν μπόρεσε να μην του χαμογελάσει. Τον λάτρευε τον ανιψιό της. Για κάμποσα χρόνια είχε ζήσει μαζί της κάποια άλλη ανιψιά της, η Μύριαμ Χάρτερ. Είχε σκοπό να την καταστήσει γενική κληρονόμο της, αλλά η Μύριαμ δεν βοήθησε καθόλου την κατάσταση. Ήταν ανυπόμονη και έδειχνε φανερά πως η συντροφιά της θείας της τής ήταν κουραστική και ανυπόφορη. Διαρκώς γύριζε έξω και «νυχτοπερπατούσε» όπως έλεγε η κυρία Χάρτερ. Στο τέλος έμπλεξε με κάποιο νεαρό που δεν άρεσε καθόλου στη θεία της κι έτσι αναγκάσθηκε να την στείλει πίσω στη μητέρα της, μαζί με ένα λακωνικό σημείωμα, λες κι επρόκειτο για κάποιο αντικείμενο προς επιστροφή. Αργότερα η Μύριαμ είχε παντρευτεί το νεαρό και η θεία κατέληξε να της στέλνει κανένα μαντηλάκι ή ένα κεντητό τραπεζομάντιλο για τα Χριστούγεννα.
Στο τέλος, η κυρία Χάρτερ απογοητευμένη απ’ τις ανιψιές της, αναγκάσθηκε να στραφεί προς τους ανιψιούς της. Ο Τσαρλς, απ’ την πρώτη στιγμή, έδειξε την μεγάλη του αξία. Ήταν πάντοτε ευχάριστος στη θεία του και άκουγε με ανυπόκριτο ενδιαφέρον τις διηγήσεις της απ’ την πρώτη νεότητα της. Σ’ αυτό παρουσίαζε μεγάλη αντίθεση με την Μύριαμ, που βαριόταν να ακούει τις εκμυστηρεύσεις της θείας της και το χειρότερο, δεν παρέλειπε να το δείχνει. Ο Τσαρλς δεν βαριόταν ποτέ. Ήταν πάντα εύθυμος, καλοδιάθετος και διασκεδαστικός. Δεν παρέλειπε μάλιστα να επαναλαμβάνει δυο τρεις φορές την ήμερα πως η θεία του ήταν πράγματι ένας ανεκτίμητος θησαυρός.
Ικανοποιημένη περισσότερο απ’ ότι θα μπορούσε να ελπίσει η κυρία Χάρτερ έγραψε στο δικηγόρο της, δίνοντας οδηγίες, για να συντάξει μια καινούργια διαθήκη. Η διαθήκη έφθασε σε λίγο, ακριβώς όπως την είχε ζητήσει. Την διάβασε, την επιδοκίμασε και την υπέγραψε χωρίς δεύτερη κουβέντα.
Και τώρα ακόμα και μ’ αυτή την υπόθεση του ραδιοφώνου, ο Τσαρλς είχε κερδίσει νέο δαφνοστέφανο.
Η κυρία Χάρτερ, που καταπολέμησε στην αρχή αυτή την ιδέα, φάνηκε υπομονετική και στο τέλος έδειξε ενθουσιασμένη. Όταν μάλιστα ο Τσαρλς έλλειπε απ’ το σπίτι, καθόταν κοντά στο ραδιόφωνο και τότε έδειχνε πόσο διασκέδαζε μαζί του. Όταν ήταν κι ο Τσαρλς στο σπίτι, δεν το άφηνε σε ησυχία. Η κυρία Χάρτερ καθόταν αναπαυτικά στην πολυθρόνα της και άκουγε κάποια συμφωνία, μια ομιλία για την Λουκρητία Βοργία, ή τη ζωή στη φύση, ευτυχισμένη και γαλήνια. Αυτό δεν συνέβαινε όμως όταν ο Τσαρλς έμενε στο σπίτι, Η αρμονία και η γαλήνη διαλύονταν από ραδιοφωνικά παράσιτα και συριγμούς, γιατί ο Τσαρλς προτιμούσε τους ξένους σταθμούς και αλάλαζε με πραγματικό μένος, όταν τύχαινε να πιάσει τη συχνότητα κάποιου απ’ αυτούς. Τα βράδια που έβγαινε με τους φίλους του έξω για να διασκεδάσουν, τότε η κυρία Χάρτερ διασκέδαζε πραγματικά. Άνοιγε το ραδιόφωνο, καθόταν στη σκαλιστή πολυθρόνα της και απολάμβανε το βραδινό πρόγραμμα.