Выбрать главу

—Όλοι θα φύγουμε αργά ή γρήγορα, είπε πρακτικά η κυρία Χάρτερ. Έμενα που με βλέπεις τα έχω τα χρονάκια μου. Είμαι πάνω από εβδομήντα. Έλα τώρα, πάψε να γίνεσαι ανόητη κι αν θέλεις τόσο πολύ να κλάψεις, τότε κάνε μου τη χάρη να πας να κλάψεις κάπου άλλου, με την ησυχία σου.

Η Ελίζαμπεθ γύρισε και βγήκε, τραβώντας δυνατά τη μύτη της.

Η κυρία Χάρτερ την κοίταζε που έκλεινε την πόρτα και το βλέμμα της έδειχνε όλη την συμπάθεια που έτρεφε για την Ελίζαμπεθ.

—Ανόητη χαζούλα, συλλογίστηκε, μα έντιμη και πιστή. Αλήθεια, να θυμηθώ, πόσα της έχω αφήσει; Πενήντα λίρες ή εκατό; Εκατό έπρεπε να της αφήσω. Την έχω κοντά μου τόσα χρόνια.

Αυτή η λεπτομέρεια την στενοχώρησε και την επομένη έγραψε ένα γράμμα στο δικηγόρο της, ρωτώντας τον αν μπορούσε να της στείλει τη διαθήκη της, για να της ρίξει μια τελευταία ματιά. Ήταν ακριβώς την ίδια μέρα που ο Τσαρλς την ξάφνιασε μ’ αυτό που είπε στο τραπέζι.

—Α, μια και το θυμήθηκα, θεία Μαίρη, είχε πει, ποιος είναι αυτός ο αστείος ανθρωπάκος που το πορτραίτο του βρίσκεται σ’ εκείνο το κλειστό δωμάτιο; Επάνω απ’ το τζάκι. Ο νεαρός με το καστόρινο και τις γελοίες φαβορίτες.

Η κυρία Χάρτερ τον κοίταξε αυστηρά.

—Αυτός που λες, Τσαρλς, είπε, είναι ο θείος σου ο Πάτρικ σε νεαρή ηλικία.

—Ω, με συγχωρείς θεία Μαίρη, δεν ήξερα… Δεν έπρεπε να φανώ αγενής. Είμαι ασυγχώρητος…

Η θεία του δέχθηκε τη συγνώμη του μ’ ένα αξιοπρεπές κούνημα του κεφαλιού.

—Αναρωτιόμουνα μόνο, ποιος θα μπορούσε να είναι… Καταλαβαίνετε, βέβαια, τι θέλω να πω…

Σταμάτησε, αφήνοντας τη φράση του μισοτελειωμένη και την ανάγκασε να δείξει κάπως περισσότερο ενδιαφέρον.

—Όχι, δεν καταλαβαίνω, είπε, σκύβοντας προς το μέρος του. Για πες μου λοιπόν τι θέλεις να πεις;

—Μα, τίποτα περισσότερο, θεία Μαίρη… Δηλαδή Τίποτα που να έχει νόημα.

Η κυρία Χάρτερ αποφάσισε να μην επιμείνει πάνω σ’ αυτό το θέμα, αλλά αργότερα, όταν έμειναν μόνοι τους, ξαναγύρισε στο ίδιο θέμα.

—Θα ήθελα, Τσαρλς, να μου πεις τι σ’ έκανε να με ρωτήσεις για το πορτραίτο του θείου σου.

Ο νέος την κοίταξε αμήχανα.

—Μα, σας εξήγησα, θεία Μαίρη. Δεν ήταν παρά μια ανόητη φαντασία μου, εντελώς γελοία και εξωφρενική.

—Τσαρλς! είπε η κυρία Χάρτερ με επιβλητική φωνή. Επιμένω να μάθω.

—Πολύ καλά τότε, αφού επιμένετε, είπε ο Τσαρλς αποφασιστικά. Φαντάστηκα πως είδα, αυτόν τον άνθρωπο, να κοιτάζει έξω απ’ το γωνιακό παράθυρο, την ώρα που γύριζα σπίτι, χθες το βράδυ. Υποθέτω όμως πως θα ήταν αντικατοπτρισμός ή κάποιο παιχνίδι που σκάρωσε το φως. Αναρωτήθηκα ποιος στην ευχή να είναι αυτός: Το πρόσωπό του μου φάνηκε σα να ερχόταν απ’ τη βικτοριανή περίοδο, αν καταλαβαίνετε τι θέλω να πω. Ύστερα που ρώτησα την Ελίζαμπεθ σχετικά, μου είπε πως κανείς επισκέπτης δεν βρισκόταν στο σπίτι κι ούτε είχε έρθει κανείς όλο το απόγευμα. Αργότερα όμως το βράδυ πήγα στο δωμάτιο και πρόσεξα το πορτραίτο πάνω απ’ το τζάκι. Ο άνθρωπος μου που ’χε ζωντανέψει. Υποθέτω ότι εξηγείται εύκολα. Υποσυνείδητο και τα παρόμοια. Φαντάζομαι πως υποσυνείδητα είχα προσέξει τη φωτογραφία, χωρίς να το ξέρω και αργότερα νόμισα πως είδα εκείνο το πρόσωπο κολλημένο στο τζάμι του παραθύρου.

—Στο ακριανό παράθυρο: ρώτησε η κυρία Χάρτερ.

—Ναι. Γιατί;

—Έτσι ρώτησα, είπε η κυρία Χάρτερ.

Παρόλα αυτά όμως ταράχτηκε. Εκείνο το παράθυρο ήταν το παράθυρο του πεθαμένου συζύγου της.

Εκείνο το ίδιο βράδυ, ενώ ο Τσαρλς έλλειπε και πάλι, η κυρία Χάρτερ κάθισε στη θέση της κι άνοιξε το ραδιόφωνο, περιμένοντας με πυρετική ανυπομονησία. Εάν το «φαινόμενο» επαναλαμβανόταν και για τρίτη φορά και άκουγε πάλι τη μυστηριώδη φωνή, αυτό θα αποδείκνυε πως είχε έρθει σε επαφή με τον άλλο κόσμο!

Αν και η καρδιά της, όσο περνούσε η ώρα, χτυπούσε και δυνατότερα, δεν της έκανε καθόλου εντύπωση όταν το ραδιόφωνο σώπασε και μετά από σύντομη διακοπή άκουσε τη φωνή του Πάτρικ με την έντονα Ιρλανδέζικη προφορά:

«Μαίρη… πρέπει να είσαι έτοιμη τώρα… Την Παρασκευή θα έρθω να σε πάρω… Την Παρασκευή στις εννιά και μισή… Μη φοβάσαι… Δεν θα νοιώσεις πόνο… Ετοιμάσου…»

Μετά, κόβοντας σχεδόν τα τελευταία λόγια, η μουσική ξεχύθηκε μέσα στο δωμάτιο, παράφωνη και με μεγάλη ένταση.

Η κυρία Χάρτερ έμεινε ακίνητη για λίγο. Το πρόσωπο της είχε γίνει ωχρό και τα χείλη της μελανά και σφιγμένα.

Απότομα σηκώθηκε και κάθισε μπροστά στο μικρό γραφείο της και με χέρι που έτρεμε έγραψε το παρακάτω σημείωμα:

«Απόψε στις 9.15’ άκουσα καθαρά τη φωνή του πεθαμένου συζύγου μου. Μου είπε πως θα ‘ρθει να με πάρει την Παρασκευή στις 9.30’. Αν πεθάνω εκείνη τη μέρα και ώρα, θα ήθελα τα γεγονότα αυτά να γίνουν γνωστά, ώστε να αποδεικνύουν αναμφισβήτητα τη δυνατότητα επικοινωνίας με τον κόσμο των πνευμάτων.