Η κυρία Χάρτερ διάβασε προσεκτικά τι είχε γράψει, μετά το έβαλε και το σφράγισε σ’ ένα λευκό φάκελο κι έγραψε απ’ έξω προσεκτικά τη διεύθυνση. Μετά σήμανε το κουδούνι και αμέσως σχεδόν παρουσιάσθηκε η Ελίζαμπεθ. Η κυρία Χάρτερ σηκώθηκε με κόπο απ’ τη θέση της και της έδωσε το γράμμα που είχε γράψει.
—Ελίζαμπεθ, είπε. Αν τύχει να πεθάνω την Παρασκευή το βράδυ, θα ήθελα να παραδώσεις στα χέρια του γιατρού Μέυνελ αυτό το γράμμα. Όχι, έκανε βλέποντας την υπηρέτρια της έτοιμη να διαμαρτυρηθεί, δεν θέλω αντιρρήσεις. Μην ξεχνάς πως εσύ η ίδια μου είχες πει πολλές φορές πως πιστεύεις στις προαισθήσεις. Και κάτι ακόμα. Στη διαθήκη μου σου αφήνω πενήντα λίρες, θα ήθελα να πάρεις εκατό. Αν δεν κατορθώσω να πάω εγώ η ίδια στην Τράπεζα προτού πεθάνω, θα φροντίσω να το τακτοποιήσει ο κ. Τσαρλς το ζήτημα.
Όπως και προηγουμένως, η κυρία Χάρτερ έκοψε στη μέση τις δακρύβρεχτες διαμαρτυρίες της Ελίζαμπεθ.
Την άλλη μέρα το πρωί, δεν λησμόνησε να μιλήσει για την απόφασή της αυτή στον ανιψιό της.
—Σε παρακαλώ, Τσαρλς, να θυμηθείς, αν τύχει και μου συμβεί κάτι, πως επιθυμώ η Ελίζαμπεθ να πάρει επί πλέον πενήντα λίρες απ’ αυτές που της έχω γράψει στη διαθήκη μου.
Μα, τι είναι αυτά που λέτε; διαμαρτυρήθηκε ο Τσαρλς σα να την ψευτομάλωνε. Τι περιμένετε να σας συμβεί; Σύμφωνα με τα λόγια του γιατρού Μέυνελ, σε είκοσι τόσα χρόνια θα γιορτάζουμε την εκατοστή επέτειο των γενεθλίων σας!
Η κυρία Χάρτερ χαμογέλασε καλόκαρδα, μα δεν είπε τίποτα. Μετά από λίγο, σα να την απασχολούσε κάτι άλλο ρώτησε:
—Τι θα κάνεις, Τσαρλς, το βράδυ τις Παρασκευής;
Ο Τσαρλς την κοίταξε λιγάκι έκπληκτος.
—Είμαι καλεσμένος στους Γιούιν για μπριτζ, αλλά αν θέλετε μπορώ να μείνω μαζί σας…
—Όχι, όχι, είπε η κυρία Χάρτερ αποφασιστικά. Ούτε λόγος. Εκείνη τη βραδιά, ειδικά εκείνη τη βραδιά, θέλω να την περάσω μόνη μου.
Ο Τσαρλς την κοίταξε με περιέργεια, αλλά η κυρία Χάρτερ απέφυγε να του δώσει μιαν εξήγηση. Ήταν μια γυναίκα που δεν της έλλειπε το θάρρος και η αποφασιστικότητα. Ένοιωθε πως ότι ήταν να γίνει, έπρεπε να το αντιμετωπίσει στωικά μόνη της, ολομόναχη απέναντι στο μοιραίο.
Το βράδυ της Παρασκευής βρήκε το σπίτι σιωπηλό. Η κυρία Χάρτερ καθόταν στην πολυθρόνα της κοντά στο τζάκι. Είχε τακτοποιήσει τα πάντα. Το πρωί είχε περάσει η ίδια απ’ την Τράπεζα και είχε αποσύρει πενήντα λίρες. Όταν γύρισε τις έδωσε στην Ελίζαμπεθ παρά τις γοερές διαμαρτυρίες της. Είχε ξεχωρίσει και είχε τακτοποιήσει με μεγάλη μεθοδικότητα όλα της τα προσωπικά αντικείμενα και μερικά κοσμήματά της, που χάριζε σε φίλους ή σε συγγενείς· τα είχε βάλει μέσα σε φακέλους, γράφοντας απ’ έξω τα ονόματα. Είχε επίσης αφήσει ένα μακρύ κατάλογο από οδηγίες, για τον Τσαρλς. Το σερβίτσιο Γουώρστερ, για το τσάι, το άφηνε στην ανιψιά της την Έμμα, τα βάζα των Σεβρών στον νεαρό Γουίλλιαμ, και ούτω καθεξής.
Κοίταξε τώρα το μακρύ φάκελο που κρατούσε στα χέρια της και ανοίγοντάς τον, έβγαλε από μέσα ένα καλοδιπλωμένο χαρτί. Ήταν η διαθήκη της, που της είχε στείλει ο κύριος Χώπκινσον, σύμφωνα με τις οδηγίες που του είχε δώσει. Την είχε διαβάσει προσεκτικά, αλλά τώρα της έριχνε μια τελευταία ματιά για να φρεσκάρει τη μνήμη της. Ήταν σύντομη και περιεκτική. Κληροδότησις 50 λιρών στην Ελίζαμπεθ Μάρσαλ εις αμοιβήν των προσφερθεισών υπηρεσιών της. Δύο κληροδοτήσεις 500 λιρών έκαστη στην αδελφή της και στη πρώτη της εξαδέλφη και ολόκληρη την υπόλοιπη περιουσία της στον αγαπημένο της ανιψιό, τον Τσαρλς Ρίτζγουεη.
Η κυρία Χάρτερ κούνησε πολλές φορές το κεφάλι της με ικανοποίηση. Ο Τσαρλς θα γινόταν πολύ πλούσιος, μόλις εκείνη έκλεινε τα μάτια της. Ε, ήταν πολύ καλό παιδί· το άξιζε. Πάντα καλός κι ευγενικός, με μια καλή κουβέντα για να την ευχαριστήσει; στο στόμα.
Κοίταξε το ρολόι στον τοίχο. Ήθελε τρία λεπτά ακόμη για να γίνει και μισή. Ήταν λοιπόν έτοιμη. Κι ένοιωθε ήρεμη, πολύ ήρεμη. Αν και επαναλάμβανε αυτά τα λόγια στον εαυτό της, πολλές φορές, δε μπόρεσε να μη νοιώσει την καρδιά της να χτυπάει ακανόνιστα. Η ίδια δεν το συνειδητοποιούσε, αλλά τα νεύρα της ήσαν τεντωμένα σαν χορδές άρπας.
Εννιά και μισή. Το ραδιόφωνο ήταν αναμμένο. Τι θα άκουγε άραγε; Μια γνώριμη φωνή να αναγγέλλει το μετεωρολογικό δελτίο, ή την απόμακρη φωνή του ανθρώπου που είχε πεθάνει εδώ και εικοσιπέντε χρόνια;
Μα, δεν άκουσε τίποτ’ απ’ αυτά. Άκουσε όμως έναν άλλο ήχο, έναν ήχο που γνώριζε πολύ καλά, που όμως απόψε, την έκανε να νοιώσει σα να της είχε αρπάξει την καρδιά ένα παγωμένο χέρι. Κάποιος ψηλαφούσε την εξώπορτα…
Ακούστηκε ξανά. Κι ύστερα ένας παγωμένος αέρας γέμισε το δωμάτιο. Η κυρία Χάρτερ δεν είχε πια καμιά αμφιβολία, για τις αισθήσεις της. Φοβόταν. Αυτό το συναίσθημα ήταν ακόμη πιο δυνατό απ’ το φόβο… ήταν αληθινός τρόμος!