Выбрать главу

Και ξαφνικά, της ήρθε μια σκέψη:

Εικοσιπέντε χρόνια είναι πολύς καιρός! Ο Πάτρικ μου είναι πια ξένος!

Ο τρόμος την είχε καταλάβει… Ένα μαλακό, ανάλαφρο βήμα έξω απ’ την πόρτα. Μετά η πόρτα άνοιξε σιωπηλά…

Η κυρία Χάρτερ ταλαντεύτηκε μια εδώ και μια εκεί, καθώς προσπάθησε να σταθεί στα πόδια της, κοιτάζοντας την πόρτα που όλο και άνοιγε πιο πολύ. Κάτι γλίστρησε απ’ το χέρι της κι έπεσε μέσ’ τη φωτιά!

Μια πνιχτή κραυγή σβήστηκε μες στο λαιμό της. Στο αμυδρό φως που ίσκιωνε πάνω απ’ το φύλλο της μεγάλης, βαριάς πόρτας, ξεχώριζε αρκετά καθαρά μια γνωστή φιγούρα, με καστανά γένια και μακριές γυριστές φαβορίτες, φορώντας ένα παλιομοδίτικο βικτοριανό πανωφόρι.

Ο Πάτρικ είχε έρθει να την πάρει!

Η καρδιά της έκανε ένα τρομαγμένο χτύπο και μετά σταμάτησε. Γλίστρησε στο πάτωμα, ένας σάρκινος σωρός χωρίς ζωή.

Μια ώρα αργότερα, η Ελίζαμπεθ, την εύρισκε στην ίδια θέση!

Κάλεσε πρώτα το γιατρό Μέυνελ και αμέσως μετά τηλεφώνησε στον Τσαρλς. Όμως, τίποτε δε μπορούσε πια να γίνει. Η κυρία Χάρτερ δεν χρειαζόταν πια καμιά ανθρώπινη βοήθεια.

Πέρασαν δυο μέρες για να θυμηθεί η Ελίζαμπεθ το σημείωμα που της είχε αφήσει η κυρία της, για τον γιατρό Μέυνελ.

Ο γιατρός αφού το διάβασε με μεγάλο ενδιαφέρον το έδωσε στον Τσαρλς Ρίτζγουεη.

—Μια πολύ περίεργη περίπτωση, είπε. Φαίνεται καθαρά πως η θεία σας είχε παραισθήσεις, όσον αφορά τη φωνή του πεθαμένου συζύγου της. Θα πρέπει να έθεσε τον εαυτό της κάτω από τόση πίεση που απέβη μοιραία και όταν έφθασε η στιγμή, το χτύπημα την θανάτωσε!

—Αυθυποβολή, λοιπόν; ρώτησε ο Τσαρλς.

—Κάτι τέτοιο. Θα σας γνωστοποιήσω τα αποτελέσματα της αυτοψίας, όσο το δυνατόν γρηγορότερα, αν και δεν έχω αμφιβολία για τα αίτια του θανάτου. Επιβάλλεται στην περίπτωση μας να γίνει αυτοψία, αν και είναι απλώς ζήτημα τύπων.

Ο Τσαρλς κούνησε το κεφάλι του με κατανόηση.

Την προηγουμένη νύχτα, την ώρα που όλοι στο σπίτι κοιμόντουσαν, είχε βγάλει κάποιο σύρμα απ’ το πίσω μέρος του ραδιοφώνου, που συνδεόταν με το επάνω πάτωμα όπου ήταν το δωμάτιό του, Κι από νωρίς, επειδή η βραδιά ήταν κρύα, είχε ζητήσει απ’ την Ελίζαμπεθ να του ανάψει φωτιά, στην κρεβατοκάμαρα του, όπου έκαψε μια καστανή γενειάδα και κάτι μακριές, γυριστές φαβορίτες. Ύστερα, επέστρεψε τα ρούχα που άνηκαν στο θείο του, σε κάποιο μπαούλο που μύριζε καμφορά, στη σοφίτα.

Απ’ την εξέλιξη που είχαν πάρει τα πράγματα, θεωρούσε τον εαυτό του ασφαλή. Το σχέδιο του, που το είχε καταστρώσει την στιγμή που μάθαινε απ’ το γιατρό Μέυνελ, πως η θεία του θα μπορούσε να ζήσει για πολλά χρόνια ακόμη, είχε επιτύχει. «Κάποια ζωηρή συγκίνηση», είχε πει ο γιατρός. Ο Τσαρλς, αυτός ο υπέροχος νέος, που ξετρελαινόταν με τη συντροφιά της ηλικιωμένης θείας του, χαμογέλασε ικανοποιημένος.

Όταν ο γιατρός μάζεψε το βαλιτσάκι του κι έφυγε, ο Τσαρλς συνέχισε μηχανικά τα καθήκοντά του. Έπρεπε να τακτοποιήσει τις λεπτομέρειες της κηδείας. Διάφοροι συγγενείς που ερχόντουσαν από μάκρυνες περιοχές και οι φίλοι της θείας Μαίρης, έπρεπε να τύχουν της δεούσης περιποιήσεως. Ίσως κάποιοι απ’ αυτούς να ήθελαν να παραμείνουν το βράδυ στο σπίτι. Ο Τσαρλς τα φρόντισε όλα αυτά με μεθοδικότητα και αποτελεσματικότητα, αναλογιζόμενος την επιτυχία του.

Μια πρώτης τάξεως δουλειά! Αυτή ήταν η επωδός. Κανείς δεν μπορούσε να ξέρει σε πόσο δυσάρεστη κατάσταση είχε βρεθεί ο Τσαρλς. Και πιο ανίδεη απ’ όλους υπήρξε η θεία του. Οι δραστηριότητες του, που τόσο μεγάλη προσπάθεια κατέβαλε για να τις διατηρεί κρυφές, τον είχαν φέρει στο κατώφλι της φυλακής.

Η καταστροφή τον είχε κοιτάξει καταπρόσωπο. Ο μόνος τρόπος να γλιτώσει, θα ήταν η εξόφληση των γιγάντιων χρεών του, σε λίγους μόνο μήνες. Ευτυχώς τα πάντα κανονίζονταν τώρα. Ο Τσαρλς χαμογέλασε ευτυχισμένος. Χάρη σ’ ένα ανώδυνο… αστειάκι, είχε τώρα καταφέρει να σωθεί. Ήταν πλέον πολύ πλούσιος. Δεν έτρεφε καμιά ανησυχία, γιατί η θεία Μαίρη, η καλή θεία Μαίρη, δεν είχε κρύψει τις προθέσεις της, να του κληροδοτήσει ολόκληρη την περιουσία της.

Ενώ, εξακολουθούσε να είναι βυθισμένος σε σκέψεις και υπολογισμούς, η Ελίζαμπεθ έβαλε το κεφάλι της απ’ την πόρτα και τον πληροφόρησε πως είχε έρθει ο κύριος Χώπκινσον και ζητούσε να τον δει.

Πάνω στην ώρα, σκέφθηκε ο Τσαρλς. Πνίγοντας την επιθυμία του να σφυρίξει εύθυμα, έδωσε στο πρόσωπό του την πρέπουσα έκφραση, – συνισταμένη λύπης και καρτερικότητας – και κατευθύνθηκε στη βιβλιοθήκη.

Εκεί χαιρέτησε τον ηλικιωμένο κύριο, που, για περισσότερο από ένα τέταρτο αιώνος, ήταν ο νομικός σύμβουλος της κυρίας Χάρτερ.

Ο δικηγόρος, δέχθηκε την ευγενική προτροπή του Τσαρλς να καθίσει και μ’ ένα μικρό, επαγγελματικό, βηχαλάκι, μπήκε αμέσως στον λόγο της επισκέψεώς του.