—Δεν κατάλαβα το πνεύμα του γράμματός σας, κύριε Ρίτζγουεη, είπε. Απ’ ότι συμπεραίνω, έχετε την εντύπωση ότι η διαθήκη της κυρίας Χάρτερ βρίσκεται στα χέρια μας;
Ο Τσαρλς τον κοίταξε.
—Μα, ασφαλώς. Άκουσα τη θεία μου να το λέει.
—Ω, ακριβώς, έχετε δίκιο. Η διαθήκη ήταν στην κατοχή μας.
—Ήταν;
—Μάλιστα. Η κυρία Χάρτερ μας έγραψε, ρωτώντας αν θα μπορούσαμε να της την στείλουμε την περασμένη Τρίτη.
Μια ανησυχία τρύπωσε στην καρδιά του Τσαρλς. Ένοιωσε ένα δυσάρεστο προαίσθημα.
—Αναμφιβόλως, θα βρεθεί μέσα στα χαρτιά της, είπε ο δικηγόρος μειλίχια.
Ο Τσαρλς δεν μίλησε. Φοβόταν να ανοίξει το στόμα του. Είχε ψάξει τα χαρτιά της θείας του, με κάθε προσοχή, για να είναι σίγουρος πως η διαθήκη δεν υπήρχε ανάμεσα τους. Σε ένα-δυο λεπτά, όταν κατόρθωσε να ανακτήσει την ψυχραιμία του, το ανέφερε στο δικηγόρο· η φωνή του, αντήχησε στα ίδια του τ’ αυτιά σαν ψεύτικη, σαν ξένη και ένοιωσε ένα παγωμένο φρικίασμα κατά μήκος της σπονδυλικής του στήλης.
—Μήπως κανείς σκάλισε τα χαρτιά της; ρώτησε ο δικηγόρος.
Ο Τσαρλς απάντησε τότε πως η Ελίζαμπεθ, τα είχε τακτοποιήσει. Ο κύριος Χώπκινσον πρότεινε να την καλέσουν. Η Ελίζαμπεθ παρουσιάσθηκε αμέσως μουτρωμένη και σοβαρή και απάντησε στις ερωτήσεις τους με ακρίβεια.
Είχε τακτοποιήσει τα ρούχα και τα προσωπικά αντικείμενα της κυρίας της. Ήταν βεβαία πως δεν είχε βρει κανένα νομικό έγγραφο ή διαθήκη πουθενά. Ήξερε πολύ καλά για την ύπαρξη της διαθήκη. Η καημένη η κυρία της την κρατούσε την ίδια μέρα του θανάτου της!
—Είσαι βεβαία γι’ αυτό; τη ρώτησε ο δικηγόρος.
—Μάλιστα, κύριε. Έτσι μου είπε. Και μου έδωσε μάλιστα πενήντα λίρες. Η διαθήκη βρισκόταν μέσα σε ένα μακρύ, μπλε φάκελο;
—Ακριβώς, είπε ο κύριος Χώπκινσον.
—Τώρα που το συλλογίζομαι, συνέχισε η Ελίζαμπεθ, εκείνος ο φάκελος βρισκόταν το επόμενο πρωί πάνω στο τραπέζι, αλλά άδειος. Δεν είχε τίποτα μέσα. Τον ακούμπησα στο γραφείο.
—Θυμάμαι πως τον είδα εκεί, είπε ο Τσαρλς.
Σηκώθηκε και προχώρησε προς το γραφείο. Σε λίγο ξαναγύρισε κρατώντας έναν φάκελο που τον παρέδωσε στον κύριο Χώπκινσον. Αυτός τον εξέτασε και κούνησε το κεφάλι του.
—Μάλιστα, έκανε. Αυτός είναι ο φάκελος μέσα στον όποιο έβαλα τη διαθήκη, την περασμένη Τρίτη.
Κι οι δυο στράφηκαν απότομα και κοίταξαν αυστηρά την Ελίζαμπεθ.
—Με θέλετε τίποτα άλλο, κύριε; ρώτησε αυτή με σεβασμό.
—Προς το παρόν όχι. Ευχαριστώ.
Η υπηρέτρια προχώρησε προς την πόρτα.
—Μια στιγμή, έκανε ο δικηγόρος. Μήπως υπήρχε φωτιά στο τζάκι εκείνο το απόγευμα;
—Μάλιστα, κύριε. Το τζάκι ανάβει συνεχώς τέτοια εποχή.
—Σ’ ευχαριστώ. Πήγαινε τώρα.
Η Ελίζαμπεθ βγήκε. Ο Τσαρλς έσκυψε μπροστά ακουμπώντας στο τραπέζι το χέρι του, που έτρεμε.
—Τι σκέπτεστε; ρώτησε. Τι σας περνάει απ’ το μυαλό;
Ο κύριος Χώπκινσον κούνησε το κεφάλι του.
—Ας ελπίσουμε, είπε, πως η διαθήκη θα βρεθεί. Γιατί αλλιώς…
—Αλλιώς; ρώτησε ο Τσαρλς ξεψυχισμένα.
—Φοβούμαι πως μόνο ένα πράγμα μπορεί να σημαίνει η απώλειά της. Ότι η θεία σας, τη ζήτησε από το γραφείο μας με σκοπό να την καταστρέψει. Και μη θέλοντας να αδικήσει την Ελίζαμπεθ, απέσυρε μόνη της τα χρήματα και της τα έδωσε.
—Μα γιατί; φώναξε ο Τσαρλς άγρια. Γιατί να το κάνει αυτό;
Ο κύριος Χώπκινσον έβηξε. Ένα ξερό βηχαλάκι.
—Δεν είχατε, κάποια… ας πούμε, μικροδιαφωνία με την θεία σας, κύριε Ρίτζγουεη; μουρμούρισε.
Ο Τσαρλς αναστέναξε.
—Όχι, καθόλου, φώναξε με θέρμη αυτός. Είμαστε διαρκώς, μέχρι την τελευταία της στιγμή, αφοσιωμένοι ο ένας στον άλλον.
—Α! έκανε ο κύριος Χώπκινς, αποφεύγοντας να τον κοιτάξει.
Ο Τσαρλς ένοιωσε ένα σοκ, όταν συνειδητοποίησε ότι ο δικηγόρος δεν τον πίστευε. Ποιος μπορούσε να ξέρει τι είχε ακούσει αυτό το χούφταλο; Ίσως να είχαν φτάσει στα αυτιά του διάφορες φήμες εις βάρος του Τσαρλς. Ποιος απέκλειε σε μια τέτοια περίπτωση το ενδεχόμενο να υπέθετε ότι οι ίδιες αυτές φήμες και διαδόσεις είχαν φθάσει στα αυτιά και της ίδιας της κυρίας Χάρτερ, που τώρα θα μπορούσαν να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι θεία και ανιψιός, δεν τα πήγαιναν καθόλου καλά και πως μπορεί να φιλονικούσαν;
Αλλά δεν συνέβαινε κάτι τέτοιο. Ο Τσαρλς ήξερε πως τον περίμεναν πικρές στιγμές. Όσο καιρό έλεγε ψέματα και υποκρινόταν, τον πίστευαν όλοι. Τώρα που έλεγε την αλήθεια, κανείς δεν έδειχνε να τον πιστεύει. Τι ειρωνεία της τύχης!
Φυσικά η θεία του ποτέ της δεν θα είχε διανοηθεί να κάψει τη διαθήκη της. Βέβαια…
Οι σκέψεις του ξαφνικά σταμάτησαν επάνω σ’ αυτό το «βέβαια». Τι ήταν αυτή η εικόνα που ορθωνόταν μπροστά στα μάτια του; Μια ηλικιωμένη γυναίκα, με το ένα χέρι της στην καρδιά… κάτι να πέφτει… ένα χαρτί… να κάθεται πάνω στα αναμμένα κάρβουνα, στο τζάκι!