Το πρόσωπο του Τσαρλς έμοιαζε να μην έχει καθόλου αίμα. Άκουσε μια βραχνή, ξεσκισμένη φωνή – τη φωνή του – να ρωτάει:
—Κι αν δεν βρεθεί η διαθήκη;
—Υπάρχει μια προηγούμενη διαθήκη της κυρίας Χάρτερ. Έχει ημερομηνία Σεπτεμβρίου 1920. Σύμφωνα μ’ αυτήν η κυρία Χάρτερ αφήνει όλη την περιουσία της στην ανιψιά της, Μύριαμ Χάρτερ, που σήμερα λέγεται Μύριαμ Ρόμπινσον.
Τι έλεγε αυτός ο γέρο-βλάκας; Η Μύριαμ με εκείνον τον αλλόκοτο σύζυγο και με τα τέσσερα μυξιάρικα; Όλη του λοιπόν η εξυπνάδα δεν είχε εξυπηρετήσει παρά τη Μύριαμ!
Το τηλέφωνο άρχισε να κουδουνίζει πλάι του. Σήκωσε το ακουστικό. Ήταν ο γιατρός Μέυνελ.
—Κύριε Ρίτζγουεη, εσείς; Σκέφθηκα πως θα θέλατε να το μάθετε. Μόλις τελείωσε η νεκροψία. Έχω το πόρισμα. Αιτία του θανάτου, ότι είχα αποφανθεί. Η καρδιά! Μόνο, που όπως δείχνουν τα πράγματα, η κατάστασή της ήταν πολύ σοβαρότερη απ’ όσο είχα υποψιασθεί, όταν την είχα εξετάσει Με την μεγαλύτερη προσοχή, δεν θα ζούσε περισσότερο από ένα-δυο μήνες. Σκέφθηκα πως θα θέλατε να το μάθετε. Αυτό, μπορεί να σας παρηγορήσει κάπως…
—Με συγχωρείτε, είπε ο Τσαρλς, θα μπορούσατε να τα επαναλάβετε;
—Σας έλεγα, πως δεν θα ζούσε περισσότερο από δυο μήνες, είπε ο γιατρός με φωνή κάπως δυνατότερη. Ήταν το καλύτερο που μπορούσε να συμβεί, καταλαβαίνετε, φίλε μου…
Αλλά ο Τσαρλς είχε κρεμάσει το ακουστικό, χτυπώντας το με δύναμη στη συσκευή. Ένοιωθε τη φωνή του δικηγόρου να μιλάει από κάπου, πολύ μακριά.
—Τι έχετε, κύριε Ρίτζγουεη; είστε άρρωστος;
Στο διάβολο, όλοι τους! Ο ξιπασμένος ο δικηγόρος, ο κομπογιαννίτης ο Μέυνελ. Δεν υπήρχε καμιά ελπίδα μπροστά του. Μόνο η σκιά των τοίχων της φυλακής…
Ένοιωσε πως κάποιος είχε παίξει μαζί του. Είχε παίξει μαζί του, όπως η γάτα με το ποντίκι.
Κάποιος, αυτή τη στιγμή, τώρα, γελούσε…