Κ. Σ. Λιούις
Ο Ταξιδιώτης της Αυγής
Στον Γκόφρεϊ Μπέαρφιλντ
1
Το καράβι στον τοίχο
Ήταν ένα παιδί που το έλεγαν Ευστάθιο-Κλάρενς Στούμποου, κι ήταν σχεδόν όνομα και πράμα. Οι γονείς του το φώναζαν Ευστάθιο-Κλάρενς κι οι δάσκαλοί του Στούμποου. Μη ρωτάτε όμως πώς το φώναζαν οι φίλοι του, γιατί δεν είχε ούτε μισό φίλο. Τη μητέρα του και τον πατέρα του δεν τους φώναζε «μαμά» και «μπαμπά», αλλά Χάρολντ και Αλμπέρτα, γιατί ήταν πολύ μοντέρνοι και προοδευτικοί. Ήταν επίσης χορτοφάγοι και αντικαπνιστές, δεν έβαζαν ποτό στο στόμα τους, και φορούσαν πολύ ειδικά εσώρουχα. Στο σπίτι τους υπήρχαν ελάχιστα έπιπλα και ελάχιστα σκεπάσματα στα κρεβάτια, και τα παράθυρα έμεναν πάντα ανοιχτά.
Ο Ευστάθιος-Κλάρενς αγαπούσε τα ζώα, προπαντός τα σκαθάρια· αν μάλιστα ήταν ψόφια και καρφιτσωμένα σε χαρτόνι, τόσο το καλύτερο! Του άρεσαν και τα βιβλία, αλλά μόνο αν ήταν εγκυκλοπαιδικά, γεμάτα φωτογραφίες με τρακτέρ ή χοντρά παιδάκια που έκαναν ασκήσεις σε πρότυπα σχολεία του εξωτερικού.
Μόνο ένα δε χώνευε στον κόσμο ο Ευστάθιος-Κλάρενς: τα τέσσερα «Πηβενσόπουλα», τα ξαδέρφια του –δηλαδή τον Πήτερ, τη Σούζαν, τον Έντμουντ και τη Λούσυ. Ωστόσο, όταν έμαθε πως ο Έντμουντ και η Λούσυ θα ’ρχονταν να μείνουν σπίτι του, χάρηκε πολύ, γιατί στο βάθος του άρεσε να τους διατάζει και να τους βασανίζει. Και μόλο που ήταν κοντός και δεν τα ’βγαζε πέρα σε καβγά, όχι με τον Έντμουντ, αλλά ούτε και με τη Λούσυ, ήξερε πως υπάρχουν χίλιοι τρόποι για να κάνεις το βίο αβίωτο στους άλλους, όταν εσύ είσαι σπιτάκι σου και οι άλλοι είναι σκέτοι επισκέπτες.
Ο Έντμουντ και η Λούσυ δεν είχαν καμιά όρεξη να μείνουν με το θείο Χάρολντ και τη θεία Αλμπέρτα, μα δεν μπορούσαν να κάνουν αλλιώς. Εκείνο το καλοκαίρι ο πατέρας θα ’φευγε για την Αμερική, καλεσμένος από κάποιο πανεπιστήμιο, κι η μητέρα θα πήγαινε μαζί του, γιατί είχε δέκα χρόνια να κάνει διακοπές. Ο Πήτερ είχε πέσει με τα μούτρα στο διάβασμα για τις εξετάσεις, και θα ’μενε με τον κύριο Κερκ, το γερο-καθηγητή που είχε αναλάβει να τον προγυμνάσει. Τον θυμόσαστε τον κύριο Κερκ; Παλιότερα, στα χρόνια του πολέμου, στο δικό του σπίτι είχαν αρχίσει οι πρώτες περιπέτειες των παιδιών. Και βέβαια, αν υπήρχε ακόμη εκείνο το σπίτι, ο κύριος Κερκ θα φιλοξενούσε ευχαρίστως και τα τέσσερα παιδιά –όμως τώρα πια ήταν φτωχός, κι έμενε σ’ ένα αγροτικό σπιτάκι με δυο υπνοδωμάτια όλα κι όλα.
Για να πάνε στην Αμερική, ούτε λόγος. Ήταν πολλά τα έξοδα. Έτσι, οι μεγάλοι αποφάσισαν να πάρουν μόνο τη Σούζαν, που ήταν η ωραία της οικογένειας και δεν πολυσυμπαθούσε το σχολείο (κι ας ήταν απίστευτα ώριμη για την ηλικία της). «Το ταξίδι στην Αμερική θα ’ναι πιο ωφέλιμο για τη Σούζαν, παρά για τα μικρά» είχε πει η μητέρα. Ο Έντμουντ και η Λούσυ δε γκρίνιαξαν πολύ, για να μη γρουσουζέψουν τη Σούζαν –μα και μόνο στη σκέψη ενός ολόκληρου καλοκαιριού στο σπίτι της θείας, τους έπιανε φρίκη. «Εμένα να κλαις» είχε μουρμουρίσει ο Έντμουντ. «Τουλάχιστον εσένα θα σου δώσουν ξεχωριστό δωμάτιο, ενώ εγώ θα κοιμάμαι μ’ αυτό το βλαμμένο, τον Ευστάθιο...»
Η ιστορία μας αρχίζει ένα απόγευμα, μόλις ο Έντμουντ και η Λούσυ κατάφεραν να ξεμοναχιαστούν για λίγα πολύτιμα λεπτά, κι όπως ήταν φυσικό, άρχισαν να λένε για τη Νάρνια, τη μυστική και απαραβίαστη χώρα τους. Φαντάζομαι πως οι περισσότεροι από σας θα ’χετε μια μυστική χώρα, μόνο που η δική σας χώρα βρίσκεται στα όνειρά σας. Από την άποψη αυτή, ο Έντμουντ και η Λούσυ ήταν πιο τυχεροί: η χώρα τους ήταν αληθινή, και την είχαν δει δυο φορές από κοντά –όχι στα παιχνίδια ούτε στον ύπνο τους, αλλά στην πραγματικότητα. Κι είχαν πάει εκεί με τρόπο μαγικό, γιατί μόνο με μάγια μπορεί να ταξιδέψει κανείς ως τη Νάρνια. Μάλιστα, την τελευταία φορά τους είχε δοθεί μια υπόσχεση ή πάντως κάτι που έμοιαζε πολύ με υπόσχεση: πως κάποια μέρα θα ξαναγυρνούσαν. Φυσικό ήταν λοιπόν να το κουβεντιάζουν με τις ώρες, κάθε που έβρισκαν την ευκαιρία.
Τώρα είχαν κλειστεί στο δωμάτιο της Λούσυ, βολεμένοι πάνω στο κρεβάτι της, και χάζευαν τον πίνακα που κρεμόταν στον αντικρινό τοίχο. Μόνο αυτός ο πίνακας τους άρεσε σ’ όλο το σπίτι. Της θείας Αλμπέρτα όμως της καθόταν στο στομάχι, κι έτσι τον είχε καταχωνιάσει εδώ, σ’ αυτό το καμαράκι στο πάνω πάτωμα. Βλέπετε, δεν μπορούσε να τον ξεφορτωθεί, γιατί ήταν γαμήλιο δώρο από κάποιον, που δεν ήθελε να τον προσβάλει.
Ο πίνακας έδειχνε ένα καράβι. Ένα καράβι που, όπως το κοιτούσες, αρμένιζε ίσια καταπάνω σου. Η πλώρη του ήταν χρυσωμένη, και παράσταινε το κεφάλι ενός δράκοντα, με το στόμα ορθάνοιχτο. Είχε μονάχα ένα κατάρτι μ’ ένα τετράγωνο πανί, βαθυπόρφυρο. Τα πλευρά του καραβιού –όσο φαίνονταν από κει που τελείωναν οι χρυσές φτερούγες του δράκοντα– ήταν βαμμένα πράσινα. Το πλοίο είχε περάσει ένα καταγάλανο, θριαμβευτικό κύμα, και το κύμα καμπύλωνε και κατηφόριζε γεμάτο μικρούτσικες πτυχές και φυσαλίδες. Θα ’λεγες πως αρμένιζε ολοταχώς, με ούριο άνεμο, γέρνοντας λιγάκι στο αριστερό του πλευρό. Το φως του ήλιου έπεφτε από τ’ αριστερά, κι από κείνη τη μεριά το νερό ήταν πράσινο και βιολετί. Από την άλλη μεριά, ο ίσκιος του πλοίου το ’κανε βαθυγάλαζο.