3
Τα Νησιά της Μοναξιάς
«Ξηρά ενόψει!» φώναξε ο ναύτης απ’ το κεφάλι του δράκου.
Η Λούσυ, που κουβέντιαζε με τον Ράινς στο κάσαρο, κατρακύλησε ολοταχώς την ανεμόσκαλα κι όρμησε μπροστά. Στα μισά του δρόμου συνάντησε και τον Έντμουντ, και βρήκαν τον Κασπιανό, τον Δρινιανό και τον Ριπιτσιπιτσίπ ανεβασμένους κιόλας στο καμπούνι της πλώρης. Ήταν παγερό πρωί, μ’ έναν ουρανό χλομό και θάλασσα σκούρα μπλε, στεφανωμένη με αφρούς. Και να, λίγο πιο πέρα, στα δεξιά της πλώρης, είχε φανεί το πρώτο Νησί της Μοναξιάς, το Φέλιμαθ, ένας χαμηλός πράσινος λόφος μέσα στα νερά. Πίσω του ξεχώριζαν οι γκρίζες πλαγιές του επόμενου νησιού, του Ντόορν.
«Το Φέλιμαθ και το Ντόορν» είπε η Λούσυ χοροπηδώντας. «Κοίτα! Δεν άλλαξαν καθόλου απ’ τον παλιό καλό καιρό. Πότε τα είδαμε για τελευταία φορά, Έντμουντ;»
«Εγώ ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί ανήκουν στη Νάρνια» είπε ο Κασπιανός. «Τα είχε κατακτήσει ο Μεγάλος Βασιλιάς Πέτρος;»
«Όχι» είπε ο Έντμουντ. «Τα νησιά ήταν ναρνιανά πριν απ’ τη δική μας εποχή, απ’ τον καιρό της Λευκής Μάγισσας.»
(Για να σας πω την αλήθεια, ούτε κι εγώ έμαθα πώς προσαρτήθηκαν στο Στέμμα της Νάρνια αυτά τα μακρινά νησιά. Αν το μάθω ποτέ, κι αν η ιστορία έχει ενδιαφέρον, μπορεί να σας τη διηγηθώ σε κάποιο άλλο βιβλίο.)
«Εδώ θ’ αράξουμε, αφέντη;» ρώτησε ο Δρινιανός.
«Δε μου φαίνεται χρήσιμο να μείνουμε στο Φέλιμαθ» είπε ο Έντμουντ. «Στα δικά μας χρόνια ήταν σχεδόν ακατοίκητο, και δε βλέπω να ’χει αλλάξει πολύ. Οι νησιώτες κατοικούσαν κυρίως στο Ντόορν. Είχε και μερικούς στην Άβρα, το τρίτο νησί, που δε φαίνεται ακόμα. Στο Φέλιμαθ έβοσκαν τα πρόβατά τους.»
«Τότε να παρακάμψουμε το ακρωτήριο και να κατεβούμε στο Ντόορν» είπε ο Δρινιανός. «Θα συνεχίσουμε με τα κουπιά.»
«Κρίμα που δε θα δούμε το Φέλιμαθ» είπε η Λούσυ. «Πεθύμησα να το σεργιανίσω. Έχει τόσο ωραία ερημιά... όλο χορτάρι και τριφύλλι κι απαλό θαλασσινό αεράκι.»
«Κι εγώ θέλω να ξεμουδιάσω» είπε ο Κασπιανός. «Λοιπόν, ξέρετε τι λέω; Να βγούμε στο Φέλιμαθ με τη βάρκα, και μετά να τη στείλουμε πίσω. Να διασχίσουμε το Φέλιμαθ με τα πόδια και να συναντήσουμε τον Ταξιδιώτη της Αυγής απ’ την άλλη μεριά.»
Βέβαια, εκείνη τη στιγμή ο Κασπιανός δεν είχε ακόμα την πείρα που θ’ αποκτούσε στο τέλος αυτού του ταξιδιού –αλλιώς δε θα τους πρότεινε ποτέ κάτι τέτοιο. Οι άλλοι βρήκαν την ιδέα καταπληκτική. «Αχ, πάμε! Πάμε!» φώναξε η Λούσυ.
«Δεν έρχεσαι κι εσύ;» είπε ο Κασπιανός στον Ευστάθιο, που είχε ανέβει στο κατάστρωμα με το χέρι φασκιωμένο με επιδέσμους.
«Εγώ; Εγώ θα ’δινα τα πάντα για να βγω απ’ αυτό το σαπιοκάραβο!» είπε ο Ευστάθιος.
«Σαπιοκάραβο;» είπε ο Δρινιανός. «Γιατί το βρίζεις;»
«Στην πολιτισμένη χώρα όπου γεννήθηκα» είπε ο Ευστάθιος, «τα καράβια είναι τόσο μεγάλα, που ταξιδεύεις χωρίς να νιώθεις πως είσαι στη θάλασσα».
«Τότε να σε αφήσουμε στη στεριά» είπε ο Κασπιανός. «Δρινιανέ, πες να κατεβάσουν τη βάρκα.»
Ο Βασιλιάς, το Ποντίκι, τα δυο Πηβενσόπουλα κι ο Ευστάθιος μπήκαν στη βάρκα κι έφτασαν στην ακτή του Φέλιμαθ. Κι όταν η βάρκα απομακρύνθηκε για να γυρίσει στο πλοίο, στάθηκαν και κοίταξαν γύρω τους. Τι παράξενα μικρός που έμοιαζε τώρα ο Ταξιδιώτης της Αυγής!
Φυσικά, η Λούσυ ήταν ακόμα ξιπόλητη, γιατί όπως είπαμε είχε πετάξει τα παπούτσια της κολυμπώντας, αλλά δεν είναι καθόλου δύσκολο να περπατάς πάνω σε μαλακά βρύα. Ήταν υπέροχη η στεριά κι η ευωδιά απ’ το χώμα και το χορτάρι, αν και στην αρχή το έδαφος τούς φάνηκε πως σκαμπανέβαζε σαν καράβι, γιατί έτσι νιώθει πάντα όποιος έχει μείνει καιρό στη θάλασσα. Εδώ στο νησί ήταν πιο ζεστά, κι η Λούσυ ένιωθε την άμμο χλιαρή στα πόδια της καθώς προχωρούσαν. Κάπου μακριά ακουγόταν ο κορυδαλλός.
Τράβηξαν για την ενδοχώρα, ανηφορίζοντας έναν χαμηλό μα απότομο λόφο. Κι όταν έφτασαν στην κορφή και κοίταξαν πίσω τους, ο Ταξιδιώτης της Αυγής άστραφτε σαν μεγάλο έντομο που σερνόταν αργά αργά προς τα βορειοδυτικά με αμέτρητα ποδαράκια –κουπιά. Έπειτα άρχισαν να κατεβαίνουν απ’ την άλλη μεριά, και τον έχασαν απ’ τα μάτια τους.
Το Ντόορν φάνηκε μπροστά τους. Απ’ το Φέλιμαθ το χώριζε μια λουρίδα θάλασσας, ίσαμ’ ένα μίλι πλάτος. Πίσω του, στ’ αριστερά, βρισκόταν η Άβρα. Έβλεπαν κιόλας καθαρά την κατάλευκη πολιτεία του Στενολίμανου στο Ντόορν.