Выбрать главу

«Μα! Τι ’ν’ αυτό;» είπε άξαφνα ο Έντμουντ.

Κάτω, στην πράσινη κοιλάδα που απλωνόταν στα πόδια τους, πέντ’ έξι αγριωποί και οπλισμένοι τύποι κάθονταν κάτω από ’να δέντρο.

«Μην τους πείτε ποιοι είμαστε» ψιθύρισε ο Κασπιανός.

«Και γιατί όχι, Μεγαλειότατε;» είπε ο Ριπιτσιπιτσίπ, που είχε δεχτεί να σκαρφαλώσει στον ώμο της Λούσυ.

«Να, οι άνθρωποι εδώ μπορεί να μην έχουν ακουστά για τη Νάρνια, ύστερα από τόσον καιρό» είπε ο Κασπιανός. «Ίσως και να μην αναγνωρίζουν πια την κυριαρχία μας. Αν είν’ έτσι, καλύτερα να μην ξέρουν πως είμαι βασιλιάς.»

«Μα έχουμε τα σπαθιά μας, αφέντη» είπε ο Ριπιτσιπιτσίπ.

«Το ξέρω, Ριπ» είπε ο Κασπιανός, «μα, αν πρόκειται να κατακτήσουμε για δεύτερη φορά τα νησιά, προτιμώ να ξαναγυρίσω με μεγαλύτερο στρατό».

Τώρα πια είχαν πλησιάσει τους ξένους, κι ο αρχηγός τους, ένας άντρακλας με κατάμαυρα μαλλιά, τους φώναξε: «Πολύ καλημέρα σας!»

«Καλή σας μέρα» απάντησε ο Κασπιανός. «Υπάρχει ακόμα κυβερνήτης στα Νησιά της Μοναξιάς;»

«Πώς δεν υπάρχει!» είπε ο ξένος. «Ο κυβερνήτης Τσιμπλούνιους. Η Επάρκειά του κατοικοεδρεύει στο Στενολίμανο. Δεν κάθεστε να πιούμε ένα ποτηράκι;»

Ο Κασπιανός είπε «ναι, ευχαριστώ» –μόλο που μήτε αυτός μήτε οι άλλοι είχαν δει με καλό μάτι τους ξένους– και κάθισαν στο δέντρο. Μα πριν αγγίξουν το κύπελλο στα χείλη τους, ο μαυρομάλλης έκανε ένα νεύμα στους συντρόφους του, και σε μια στιγμή, οι πέντε ταξιδιώτες βρέθηκαν φυλακισμένοι μέσα σε δυνατά μπράτσα. Επακολούθησε μια σύντομη πάλη, μα καθώς ο αντίπαλος είχε την υπεροχή, σε λίγο οι φίλοι μας είχαν αφοπλιστεί και τα χέρια τους ήταν δεμένα πιστάγκωνα. Μόνο ο Ριπιτσιπιτσίπ σπάραζε στα χέρια του δεσμοφύλακά του, πατώντας δαγκωνιές στα τυφλά.

«Τακς, το ζώο και τα μάτια σου» είπε ο Αρχηγός. «Πρόσεξε μην το σκοτώσεις. Αυτό θα πιάσει την καλύτερη τιμή, να μου το θυμηθείς.»

«Δειλέ! Αχρείε!» τσίριξε ο Ποντικός. «Δώσ’ μου πίσω το σπαθί μου κι άσε μου τα πόδια, αν σου βαστάει!»

«Φίιιου!» σφύριξε ο δουλέμπορος (γιατί δουλέμπορος ήταν ο ξένος). «Άκου το! Μιλάει κιόλας! Ε, μα την πίστη μου, πάω στοίχημα πως θα πιάσει διακόσα μισοφέγγαρα!» (Το μισοφέγγαρο της Καλορμίνας, επίσημο νόμισμα των τριών νησιών, είναι σχεδόν ένα πενηντάρι.)

«Τώρα κατάλαβα τι είσαι» είπε ο Κασπιανός. «Απαγωγέας και δουλέμπορος. Ωραίο επάγγελμα διάλεξες!»

«Λίγα λόγια ν’ αγαπιόμαστε» τον έκοψε ο δουλέμπορος, «και μη μου κάνεις ζοριλίκια. Αν κάτσεις φρόνιμα, δε θα το μετανιώσεις. Με εννόησες; Δεν την κάνω για το κέφι μου αυτή τη δουλειά. Απλώς, βγάζω το ψωμάκι μου σαν όλο τον κόσμο».

«Και πού... πού θα μας πας;» τραύλισε η Λούσυ.

«’σαπέρα, στο Στενολίμανο» είπε ο δουλέμπορος. «Αύριο έχει παζάρι.»

«Βρετανικό Προξενείο έχει;» ρώτησε ο Ευστάθιος.

«Τι πράμα;» έκανε ο δουλέμπορος.

Μα πριν τελειώσουν οι περίπλοκες εξηγήσεις του Ευστάθιου, ο δουλέμπορος τον έκοψε άγρια: «Τέρμα τα λόγια! Αμάν, σύντροφοι, την πάθαμε! Το Ποντίκι είναι άλφα άλφα εμπόρευμα, όμως ετούτος δω σκάει γάιδαρο με τη φλυαρία του. Μπρος, πάμε!».

Έδεσαν λοιπόν τους τέσσερις αιχμάλωτους με σκοινί, γερά, μα χωρίς να τους πονέσουν, κι ετοιμάστηκαν να κατηφορίσουν προς την ακτή. Τον Ριπιτσιπιτσίπ τον πήραν αγκαλιά, κι όταν τον φοβέρισαν πως θα του φασκιώσουν το μουσούδι, έπαψε να δαγκώνει. Δεν έβαλε όμως γλώσσα μέσα του, κι η Λούσυ απόρησε με την υπομονή του δουλέμπορου, που άκουσε τα σκολιανά του απ’ τον Ποντικό. Ο δουλέμπορος ούτε θύμωσε ούτε τίποτα. Ίσα ίσα: μόλις ο Ριπιτσιπιτσίπ σταματούσε για να πάρει ανάσα, ο δουλέμπορος τον κούρντιζε πάλι: «Πες μας κι άλλα!». Και καμιά φορά πρόσθετε: «Πανηγύρι είναι ο ποντικός» ή «Ρε, π’ανάθεμα! Άκου τον, ρε! Μιλάει σαν να ξέρει τι λέει!» ή «Ποιος από σας τον έχει γυμνάσει;» Όλ’ αυτά είχαν κάνει τόσο έξαλλο τον Ριπιτσιπιτσίπ, ώστε στο τέλος η αγανάκτηση τον έπνιξε, οι βρισιές τού κάθισαν στο λαιμό και σώπασε.

Όταν έφτασαν στην ακτή που έβλεπε στο Ντόορν, συνάντησαν ένα χωριουδάκι και μια μακρουλή βάρκα τραβηγμένη στην αμμουδιά. Λίγο πιο πέρα ήταν αραγμένο ένα πλεούμενο της κακιάς ώρας, βρόμικο και ρημαγμένο.

«Εμπρός, νεαροί» είπε ο δουλέμπορος, «χωρίς πολλά, για να μην το μετανιώσετε. Ανεβείτε στη βάρκα».

Πάνω στην ώρα, ένας άντρας με αρχοντικό παράστημα και μακριά γενειάδα βγήκε από ’να σπίτι (πανδοχείο ήταν, θαρρώ) και είπε:

«Τι γίνεται, Κουτάβιε; Καινούρια πραμάτια;»

Κι ο δουλέμπορος, γιατί αυτός ήταν ο Κουτάβιος, έσκυψε, υποκλίθηκε βαθιά και είπε κλαψουριστά: «Μάλιστα, Λόρδε μου, με την άδειά σας».

«Πόσα θες γι’ αυτό το παιδί;» ρώτησε ο άλλος δείχνοντας τον Κασπιανό.

«Αχ!» αναστέναξε ο Κουτάβιος. «Το ’ξερα εγώ πως η Αφεντιά σας θα διαλέξει το καλύτερο. Η Αφεντιά σας δεν είναι για δεύτερο πράμα. Λοιπόν, ετούτο το παιδί, τι να σας πω, το ’χω κατασυμπαθήσει, τι λέω; το ’χω βάλει στην καρδιά μου –πρέπει να σας το ομολογήσω. Διότι εμένα με ξέρετε τι πονόψυχος που είμαι, τόσο πονόψυχος, που δεν κάνω γι’ αυτή τη δουλειά. Μα όταν πρόκειται για πελάτες σαν την Αφεντιά σας...»