«Πόσα θες, ψοφίμι;» τον έκοψε αυστηρά ο Λόρδος. «Θαρρείς πως έχω όρεξη ν’ ακούω τις μωρολογίες της ρυπαρής σου τέχνης;»
«Τρακόσα μισοφέγγαρα, Μυλόρδε, μόνο για την εντιμότατη Αφεντιά σας, γιατί αν ήταν άλλος...»
«Εκατόν πενήντα.»
«Σας παρακαλώ! Σας παρακαλώ!» πετάχτηκε η Λούσυ. «Ό,τι και να γίνει, μη μας χωρίσετε! Αν ξέρατε...» Και τότε σώπασε, γιατί απ’ την όψη του Κασπιανού κατάλαβε πως δεν έπρεπε να μαρτυρήσει ποιος είναι.
«Λοιπόν, εκατόν πενήντα» είπε ο Λόρδος. «Όσο για σένα, κόρη μου, λυπάμαι, μα δεν μπορώ να σας αγοράσω όλους. Κουτάβιε, λύσε μου το αγόρι. Κι έχε το νου σου: αν κακομεταχειριστείς τους υπόλοιπους που μένουν στα χέρια σου, μαύρη σου μέρα!»
«Αλίμονο!» είπε ο Κουτάβιος. «Πού ξανάγινε έντιμος και καθωσπρέπει κύριος στη δική μου δουλειά να κακομεταχειρίζεται το εμπόρευμά του; Τι λέτε! Εγώ τους έχω σαν παιδιά μου!»
«Δεν αμφιβάλλω» είπε ο ξένος.
Κι έτσι, έφτασε η τρομερή στιγμή. Ο Κασπιανός λύθηκε και ο νέος του αφέντης είπε: «Έλα, παιδί μου» κι η Λούσυ έβαλε τα κλάματα κι ο Έντμουντ σώπαινε, χαμένος. Όμως ο Κασπιανός τους κοίταξε και είπε: «Κουράγιο. Είμαι σίγουρος πως στο τέλος όλα θα πάνε καλά. Έχετε γεια».
«Εμπρός, δεσποινίς» είπε ο Κουτάβιος. «Μη μου κλαις και χαλάς το μουτράκι σου. Αύριο έχουμε παζάρι. Να ’σαι καλό παιδί, και δε θα κακοπεράσεις. Σύμφωνοι;»
Οι δουλέμποροι κουβάλησαν τα παιδιά με τη βάρκα στο καράβι τους και τα κατέβασαν σ’ ένα μακρόστενο και σκοτεινό αμπάρι, που βρομούσε φριχτά. Εκεί, τα παιδιά συνάντησαν κι άλλους δυστυχισμένους, γιατί ο Κουτάβιος ήταν πειρατής, κι εκείνη τη μέρα είχε γυρίσει από τη συνηθισμένη περιοδεία του στα νησιά, κι είχε μαζέψει όποιον βρήκε μπροστά του. Όλοι οι αιχμάλωτοι τούς ήταν άγνωστοι, κυρίως Γκαλμιανοί και Τερεβινθιανοί. Βολεύτηκαν λοιπόν πάνω στ’ άχυρα, αγωνιώντας για την τύχη του Κασπιανού, και προσπάθησαν να κλείσουν το στόμα του Ευστάθιου, που γκρίνιαζε αδιάκοπα πως το φταίξιμο ήταν όλο δικό τους, και τι χρώσταγε ο καημένος να την πληρώσει κι αυτός.
Στο μεταξύ, τα πράγματα ήταν καλύτερα για τον Κασπιανό. Ο άγνωστος αφέντης του τον πέρασε από ένα σοκάκι του χωριού, κι όταν άφησαν πίσω τους τα σπίτια και βρέθηκαν στ’ ανοιχτά, γύρισε και τον κοίταξε:
«Μη φοβάσαι, παιδί μου» είπε. «Θα σου φερθώ καλά. Σ’ αγόρασα γιατί η όψη σου μου θύμισε κάποιον.»
«Με την άδειά σας, Μυλόρδε, μπορώ να ρωτήσω ποιον σας θύμισα;» είπε ο Κασπιανός.
«Μου θύμισες τον αφέντη μου, το Βασιλιά Κασπιανό της Νάρνια.»
Και τότε, ο Κασπιανός αποφάσισε να τα παίξει όλα για όλα.
«Μυλόρδε», είπε, «εγώ είμαι ο αφέντης σου. Εγώ είμαι ο Κασπιανός, ο Βασιλιάς της Νάρνια».
«Μεγάλη κουβέντα είπες» απάντησε ο άγνωστος. «Πού να ξέρω πως λες αλήθεια;»
«Πρώτα πρώτα, απ’ την όψη μου» είπε ο Κασπιανός. «Δεύτερο, γιατί με τα έξι μαντέματα μπορώ να σου πω ποιος είσαι. Πρέπει να ’σαι ένας από τους Εφτά Λόρδους της Νάρνια, που τους έστειλε στη θάλασσα ο θείος μου ο Μιράζ. Αυτούς γυρεύω κι εγώ –τον Αργκόζ, το Βερν, τον Οκτεσιανό, το Ρέστιμαρ, το Μάβραμορν και... και... Πάντα τον ξεχνάω τον άλλο. Τέλος πάντων, αν η Αφεντιά σου μου δώσει ένα σπαθί, μπορώ ν’ αποδείξω στη μάχη, πάνω σ’ ένα άλλο σώμα, πως είμαι ο Κασπιανός, γιος του Κασπιανού, νόμιμος ηγεμόνας της Νάρνια, Λόρδος του Κάιρ Πάραβελ και Αυτοκράτορας των Νησιών της Μοναξιάς.»
«Μα τον ουρανό!» είπε ο άγνωστος. «Ως κι η φωνή του κι ο τρόπος που μιλά είναι ολόιδια με του πατέρα του. Μεγαλειότατε, τα σέβη μου...»
Κι εκεί, στη μέση του χωραφιού, γονάτισε και φίλησε το χέρι του Βασιλιά.
«Όσο για τα χρήματα που ξόδεψες για τα λύτρα μου» είπε ο Κασπιανός, «θα σου επιστραφούν από το Θησαυροφυλάκιο του Στέμματος».
«Ακόμα δεν μπήκαν στην τσέπη του Κουτάβιου, αφέντη μου» είπε ο Λόρδος Βερν, γιατί αυτός ήταν. «Ούτε και θα μπουν ποτέ, να ’σαι βέβαιος. Έχω πιέσει κατ’ επανάληψιν την Επάρκειά του τον κυβερνήτη να δώσει τέλος στο αίσχος του δουλεμπορίου.»
«Λόρδε Βερν» είπε ο Κασπιανός, «πρέπει να μιλήσουμε για την κατάσταση των νησιών. Όμως πρώτα, θέλω ν’ ακούσω την ιστορία σου».
«Δεν έχω να σου πω και πολλά» απάντησε ο Βερν. «Έφτασα ως εδώ με τους έξι συντρόφους μου, αγάπησα μια κοπέλα απ’ τα νησιά και τότε κατάλαβα πως δεν άντεχα να θαλασσοδέρνομαι πια. Κι ύστερα, όσο καθόταν στο θρόνο ο θείος της Μεγαλειότητος σου, δεν είχε νόημα να γυρίσω στη Νάρνια. Παντρεύτηκα λοιπόν κι έμεινα εδώ.»