Выбрать главу

«Κι ο κυβερνήτης, αυτός ο Τσιμπλούνιους, τι άνθρωπος είναι. Αναγνωρίζει το Βασιλιά της Νάρνια για αφέντη και κύριό του;»

«Με τα λόγια ναι, όλα γίνονται εν ονόματι του Βασιλέως, μα δε θα χαρεί καθόλου αν δει μπροστά του το Βασιλιά με σάρκα και οστά. Αν η Μεγαλειότης σου τον συναντούσε χωρίς συντρόφους και όπλα... Βέβαια, δε θ’ αρνιόταν ανοιχτά την αφοσίωσή του, αλλά θα έκανε πως δε σε πιστεύει, κι η Χάρη σου θα κινδύνευε. Με τι ακολουθία έφτασες ως εδώ, στα νερά μας;»

«Μ’ ένα καράβι που ώρα την ώρα θα φανεί απ’ το ακρωτήρι» απάντησε ο Κασπιανός. «Αν χρειαστεί μάχη, είμαστε τριάντα σπαθιά. Πρέπει να πάρουμε το καράβι μου και να κυνηγήσουμε τον Κουτάβιο! Να ελευθερώσουμε αμέσως τους συντρόφους μου!»

«Αν θες τη συμβουλή μου, μην το κάνεις» είπε ο Βερν. «Αν γίνει μάχη, όλο και κάποιο καράβι θα βγει απ’ το Στενολίμανο να βοηθήσει τον Κουτάβιο. Η Μεγαλειότης σου πρέπει να δείξει πώς έχει μεγαλύτερες δυνάμεις, και να τρομοκρατήσει με το όνομα του Βασιλιά. Δε χρειάζεται μάχη. Ο Τσιμπλούνιους είναι δειλός σαν κοτόπουλο, θα τρομάξει εύκολα.»

Ο Κασπιανός κι ο Βερν τα κουβέντιασαν λίγο ακόμα κι έπειτα κατέβηκαν στην ακτή, στα δυτικά του χωριού, κι ο Κασπιανός σήμανε τρεις φορές με το κέρας του. (Όχι το μαγικό κέρας της Νάρνια, το Κέρας της Βασίλισσας Σουζάνας. Αυτό το ’χε αφήσει στα χέρια του αντιβασιλέα, του Καλοβολίκ, για ώρα ανάγκης όσο έλειπε ο Βασιλιάς.) Κι ο Δρινιανός, που περίμενε το σινιάλο, αναγνώρισε αμέσως το βασιλικό κέρας, κι ο Ταξιδιώτης της Αυγής έβαλε πλώρη για την ακτή. Η βάρκα βγήκε για να τους μαζέψει, και σε λίγο ο Κασπιανός κι ο Λόρδος Βερν βρίσκονταν στο καράβι κι εξηγούσαν τα καθέκαστα στον Δρινιανό. Ο Δρινιανός, όπως κι ο Κασπιανός λίγο πριν, είπε να κάνουν αμέσως ρεσάλτο στο κάτεργο του δουλέμπορου, αλλά ο Βερν του επανέλαβε το δικό του σχέδιο.

«Καπετάνιε, τράβα ίσια κάτω, στα Στενά» είπε ο Βερν. «Θα πάμε στην Άβρα, εκεί που είναι το σπίτι μου. Μα πρώτα σήκωσε τη σημαία του Βασιλιά, κρέμασε όλες τις ασπίδες στα μπαλόνια του καραβιού και στείλε στο κάσαρο, στο καμπούνι και στα κατάρτια όσους άντρες μπορείς. Κι όταν ζυγώσουμε σε απόσταση πέντε τόξων την αντικρινή στεριά, κι έχουμε την ανοιχτή θάλασσα στ’ αριστερά μας, στείλε μερικά σινιάλα.»

«Σινιάλα;» ρώτησε ο Δρινιανός. «Σε ποιον;».

«Στα καράβια που δεν έχουμε. Ο Τσιμπλούνιους πρέπει να πιστέψει πως μας ακολουθεί ολόκληρος στόλος.»

«Κατάλαβα» είπε ο Δρινιανός κι έτριψε τα χέρια του. «Θες να δουν τα σινιάλα μας απ’ τα νησιά. Και τι να λένε; Όλος ο στόλος να πλεύσει νοτίως της Άβρα και να συγκεντρωθεί στο...»

«Στο Βέρνστεντ» είπε ο Λόρδος Βερν. «Περίφημα. Έτσι, κι αν ακόμα υπήρχε στόλος, οι κινήσεις του θα ’ταν αθέατες από το Στενολίμανο.»

Ο Κασπιανός θέλοντας και μη παραδέχτηκε πως όλα τους έρχονταν ευνοϊκά, κι ας τον έτρωγε η αγωνία για την τύχη των άλλων, που ήταν αιχμάλωτοι του Κουτάβιου. Αργά το απόγευμα (γιατί τώρα πια είχαν μαζέψει τα πανιά και πήγαιναν με τα κουπιά) είχαν παρακάμψει τη βορειοανατολική άκρη του Ντόορν, περνούσαν το ακρωτήρι της Άβρα κι έμπαιναν σ’ ένα ωραίο λιμάνι, στη νότια ακτή της Άβρα, όπου τα κτήματα του Βερν, καταπράσινα, κατηφόριζαν μαλακά ως το νερό. Οι άνθρωποι του Βερν –κάμποσοι φαίνονταν να δουλεύουν ακόμη στα χωράφια –δεν ήταν δούλοι, μα ελεύθεροι, και το φέουδό του ήταν πλούσιο κι ευτυχισμένο. Κι όλοι βγήκαν στη στεριά, κι έφαγαν βασιλικά σ’ ένα χαμηλό σπίτι με κολόνες, απέναντι στο λιμάνι. Κι ο Λόρδος Βερν μαζί με την υπέροχη γυναίκα του και τις χαριτωμένες κόρες του, τους περιποιήθηκε τόσο αρχοντικά, που το κέφι τους έφτιαξε. Κι όταν έπεσε το σκοτάδι, ο Βερν έστειλε έναν αγγελιοφόρο του με βάρκα στο Ντόορν, για τις προετοιμασίες της επομένης. Δεν τους εξήγησε όμως τι ακριβώς ήταν αυτές οι «προετοιμασίες».

4

Τι έκανε μετά ο Κασπιανός

Το άλλο πρωί, ο Λόρδος Βερν ξύπνησε τους ξένους του νωρίς, και μετά το πρόγευμα είπε στον Κασπιανό να οπλίσει τους άντρες του απ’ την κορφή ως τα νύχια. «Πρέπει να ’ναι γυαλισμένοι και στολισμένοι σαν να πηγαίνουν στην πρώτη μάχη ενός μεγάλου πολέμου» πρόσθεσε, «ενός πολέμου ανάμεσα σε σπουδαίους βασιλιάδες, που θα τον παρακολουθήσει όλη η οικουμένη». Έτσι κι έγινε. Έπειτα, τρεις βάρκες με τον Κασπιανό, το πλήρωμα του Ταξιδιώτη της Αυγής, το Λόρδο Βερν και λίγους δικούς του, ξεκίνησαν για το Στενολίμανο. Στην πρώτη βάρκα ήταν δεμένη η βασιλική σημαία, και πλάι της στεκόταν ο σαλπιγκτής.

Στην προκυμαία του Στενολίμανου, κόσμος πολύς είχε μαζευτεί για να τους υποδεχτεί. «Το ’χε κανονίσει ο απεσταλμένος μου από χτες το βράδυ» εξήγησε ο Λόρδος Βερν. «Είναι όλοι φίλοι μου, τίμιοι άνθρωποι.» Μόλις ο Κασπιανός πάτησε πόδι στη στεριά, το πλήθος ξέσπασε σε αλαλαγμούς και ζητωκραυγές: «Νάρνια! Νάρνια! Ζήτω ο Βασιλιάς!» Την ίδια στιγμή –γιατί κι αυτό το ’χε κανονίσει ο απεσταλμένος του Βερν– καμπάνες άρχισαν να σημαίνουν απ’ όλες τις μεριές της πόλης. Κι έτσι, με το λάβαρο μπροστά και τη σάλπιγγα να σημαίνει, οι άντρες του Κασπιανού έβγαλαν τα σπαθιά τους και πήραν το δρόμο με βηματισμό. Ήταν χαρούμενοι μα σοβαροί, κι ο δρόμος έτρεμε απ’ τα βήματά τους, και τ’ άρματά τους άστραφταν (γιατί ήταν ηλιόλουστο πρωινό) και θάμπωναν τα μάτια του πλήθους.