Выбрать главу

Στην αρχή, ζητωκραύγαζαν μόνοι εκείνοι που είχαν ειδοποιηθεί από τον αγγελιοφόρο του Λόρδου Βερν, κι ήξεραν τι συμβαίνει και ήθελαν να συμβεί. Μα σε λίγο τους ακολούθησαν και τα μικρά παιδιά, γιατί τα παιδιά πάντα τρελαίνονται για παρελάσεις, χώρια που ετούτα δω δεν είχαν μάθει σε τέτοια μεγαλεία. Κι έπειτα τους ακολούθησαν τα μαθητούδια, γιατί εκτός απ’ τις παρελάσεις τούς άρεσε και το σκασιαρχείο απ’ τα μαθήματα. Κι έπειτα οι γυναίκες βγήκαν σε πόρτες και παράθυρα κι άρχισαν τις κουβέντες και τα ζήτω, γιατί στο κάτω κάτω, βασιλιάς περνούσε, και τι μετράει ένας κυβερνήτης μπροστά σε κοτζάμ βασιλιά; Κι οι κοπέλες τούς ακολούθησαν για τον ίδιο λόγο, και για έναν ακόμα, γιατί ο Κασπιανός κι ο Δρινιανός κι οι άλλοι Ναρνιανοί ήταν μια χαρά λεβέντες. Κι έπειτα βγήκαν και τα παλικάρια να δουν τι κοιτάζουν οι κοπέλες, κι ώσπου να φτάσει ο Κασπιανός στις πύλες του κάστρου, όλη η πολιτεία είχε σηκωθεί στο πόδι και τον επευφημούσε. Κι ο Τσιμπλούνιους, που καθόταν στο κάστρο του χωμένος σ’ ένα σωρό λογαριασμούς, συμβόλαια, κανονισμούς και διατάξεις, άκουσε τη φασαρία.

Έξω απ’ το κάστρο, ο σαλπιγκτής του Κασπιανού σήμανε δυνατά τη σάλπιγγα και φώναξε: «Ανοίξτε να περάσει ο Βασιλιάς της Νάρνια! Ο Βασιλιάς της Νάρνια έρχεται να επισκεφθεί τον πιστό και πολυαγαπημένο του υπηρέτη, τον κυβερνήτη των Νησιών της Μοναξιάς». Εκείνη την εποχή, στα τρία νησιά δεν υπήρχε πια ετικέτα, κι όλα γίνονταν άτσαλα και πρόχειρα. Ένα παραπόρτι άνοιξε πλάι στην πύλη, και βγήκε ένας τύπος αναμαλλιασμένος, με βρόμικο σκουφί αντί για κράνος και μια σκουριασμένη λόγχη στο χέρι. Οι αστραφτερές πανοπλίες τον θάμπωσαν κι ανοιγόκλεισε τα μάτια του ζαλισμένος. «Η ’πάρκιτ’ δέφκερι» είπε μέσ’ απ’ τα δόντια του (δηλαδή: «Η Επάρκειά του δεν ευκαιρεί»). «Δέχεται ’πι συνεντεύξ’ ’ννιά με δέκα δεύτερη Κυριακή του μηνός.»

«Μόνο ασκεπείς απευθύνουν το λόγο στη Νάρνια, σκύλε!» βροντοφώναξε ο Λόρδος Βερν, και με το μαστίγιο που κρατούσε στο γαντοφορεμένο χέρι του, έστειλε το βρόμικο σκουφί του φρουρού στην άλλη άκρη.

«Μπα, σε καλό σας! Τι τρέχει;» είπε ο φρουρός, αλλά κανείς δεν του ’δωσε σημασία. Δυο άντρες του Κασπιανού πέρασαν από το παραπόρτι κι άνοιξαν διάπλατα την πύλη, αφού πάλεψαν κάμποσο με τις σκουριασμένες αμπάρες και τις κλειδωνιές. Ο Βασιλιάς με την ακολουθία του μπήκε στο προαύλιο του κάστρου. Οι άντρες του κυβερνήτη τεμπέλιαζαν εδώ κι εκεί, και κάποιοι άλλοι (σκουπίζοντας το στόμα τους, οι περισσότεροι) έβγαιναν κουτρουβαλώντας απ’ τις πόρτες, δεξιά κι αριστερά. Και μόλο που τα όπλα και οι θώρακές τους ήταν σε κακό χάλι, έμοιαζαν άνθρωποι που θα πολεμούσαν γερά αν είχαν αρχηγό ή αν ήξεραν τι συμβαίνει. Ήταν δύσκολη στιγμή, κι επικίνδυνη, όμως ο Κασπιανός δεν τους άφησε καιρό να συνέρθουν.

«Πού είναι ο διοικητής σας;» ρώτησε.

«Ολόκληρος... δηλαδή, σχεδόν... δηλαδή, εγώ...» απάντησε ένας κομψευάμενος νεαρός, που δεν κρατούσε όπλο κι έδειχνε αγουροξυπνημένος.

«Η επιθυμία μου» είπε ο Κασπιανός, «είναι μία: η βασιλική μου επίσκεψη στα Νησιά της Μοναξιάς θέλω να γίνει κατά το δυνατόν αφορμή χαράς για τους πιστούς μου υπηκόους. Αν τα αισθήματά μου δεν ήταν φιλικά, θα είχα πολλά να σου πω για την κατάντια των στρατιωτών σου και για το χάλι που έχουν τα όπλα τους. Έστω. Σε συγχωρώ. Πρόσταξε ν’ ανοίξουν ένα ασκί κρασί, να πιείτε όλοι στην υγειά μου. Μα, ως αύριο το μεσημέρι, τους θέλω μαζεμένους εδώ, και να μη μοιάζουν πια με αλήτες, αλλά με στρατιώτες. Αυτό θα το φροντίσεις εσύ προσωπικά, ειδαλλιώς θα γνωρίσεις την άκρα δυσαρέσκειά μου».

Ο αρχηγός της φρουράς έμεινε με το στόμα ανοιχτό, αλλά ο Βερν φώναξε τότε: «Υποδεχτείτε το Βασιλιά σας!» Κι οι φρουροί, που δεν είχαν βγάλει άκρη απ’ τα λόγια του Κασπιανού, όμως εκείνο το σημείο με το κρασί το ’χαν καταλάβει και με το παραπάνω, ξέσπασαν σε ζητωκραυγές. Έπειτα ο Κασπιανός άφησε τους περισσότερους ακόλουθούς του στο προαύλιο, και μαζί με τον Βερν, τον Δρινιανό κι άλλους τέσσερις, μπήκε στο κάστρο.

Στο βάθος της μεγάλης αίθουσας, σ’ ένα τραπέζι μ’ ένα σωρό γραμματείς γύρω του, καθόταν η Επάρκειά του, ο κυβερνήτης των Νησιών της Μοναξιάς, ένα ύπουλο ανθρωπάκι, με μαλλιά που ήταν άλλοτε κατακόκκινα, και τώρα σχεδόν άσπρα. Ο Τσιμπλούνιους σήκωσε τα μάτια του καθώς έμπαιναν οι ξένοι, κι έπειτα έσκυψε πάλι στα χαρτιά του και είπε μηχανικά: «Δέχομαι μόνο επί συνεντεύξει, εννέα με δέκα κάθε δεύτερη Κυριακή».