Ο Κασπιανός έκανε ένα νεύμα στον Βερν, και παραμέρισε. Ο Βερν κι ο Δρινιανός προχώρησαν, έπιασαν το τραπέζι απ’ τις δυο του άκρες, το σήκωσαν και το πέταξαν στην άλλη άκρη της αίθουσας, όπου αναποδογυρίστηκε μέσα σ’ ένα χείμαρρο από χαρτιά, φακέλους, μελανοδοχεία, πένες, βουλοκέρια και επίσημα έγγραφα. Κι έπειτα, καθόλου άγρια αλλά πολύ σταθερά, λες και τα χέρια τους ήταν ατσάλινες τανάλιες, σήκωσαν τον Τσιμπλούνιους απ’ την καρέκλα του και τον έστησαν όρθιο ένα μέτρο πιο κει. Ο Κασπιανός κάθισε στην καρέκλα του κυβερνήτη κι ακούμπησε το γυμνό του σπαθί στα γόνατά του.
«Κύριε» είπε καρφώνοντας τα μάτια του στον Τσιμπλούνιους, «δε μας επεφύλαξες την υποδοχή που περιμέναμε. Είμαι ο Βασιλιάς της Νάρνια».
«Δε λέει τέτοιο πράμα στην αλληλογραφία» είπε βιαστικά ο κυβερνήτης. «Ούτε υπόμνημα μάς ήρθε. Κανένας δε μας ειδοποίησε για την επίσκεψη. Όλα αντικανονικά. Θα λάβω ευχαρίστως υπόψη μου την αίτησή σας...»
«Και ήρθα να δω πώς εκτελεί τα καθήκοντά της η Επάρκειά σου» συνέχισε ο Κασπιανός. «Υπάρχουν προπάντων δύο θέματα στα οποία απαιτώ εξηγήσεις. Πρώτον, απ’ ό,τι βλέπω στα κατάστιχά μας, ο φόρος των νησιών στο Στέμμα της Νάρνια έχει να πληρωθεί εκατόν πενήντα χρόνια.»
«Α, αυτό είναι θέμα του Συμβουλίου που θα συνεδριάσει τον άλλο μήνα» είπε ο Τσιμπλούνιους. «Αν κάνετε μια αιτησούλα στην πρώτη συνεδρίαση της άλλης χρονιάς, θ’ ανοίξουμε το αρχείο των φορολογικών μας και...»
«Επίσης, οι νόμοι μας το ορίζουν σαφώς» συνέχισε ο Κασπιανός. «Αν δεν πληρωθεί ο φόρος, το χρέος πρέπει να εξοφληθεί από τον κυβερνήτη των νησιών. Από δικά του χρήματα.»
Στο σημείο αυτό, ο Τσιμπλούνιους άρχισε να προσέχει καλύτερα. «Άπαπα, ούτε συζήτηση» είπε, «αποκλείεται... Είναι οικονομικώς αδύνατον και... Η Μεγαλειότης σας πρέπει να αστειεύεται».
Μέσα του, ο Τσιμπλούνιους σκεφτόταν κιόλας με τι τρόπο να ξεφορτωθεί τους ανεπιθύμητους επισκέπτες. Κι αν ήξερε πως ο Κασπιανός είχε μονάχα ένα καράβι κι όλο του το πλήρωμα μαζί του, θα τους καλόπιανε εκείνη τη στιγμή, και τη νύχτα θα τους σκότωνε στον ύπνο τους. Όμως από τα χτες είχε δει το πολεμικό που κατηφόριζε τα Στενά, κι είχε διαβάσει τα σινιάλα που έστειλε στον υπόλοιπο στόλο –έτσι νόμιζε. Μόνο που τότε δεν είχε καταλάβει πως ήταν πλοίο βασιλικό, γιατί δε φυσούσε αέρας να ξετυλίξει τη σημαία και να φανεί το χρυσό λιοντάρι. Κάθισε λοιπόν και περίμενε τις εξελίξεις, και πίστεψε πως ο Κασπιανός είχε ολόκληρο στόλο στο Βέρνστεντ. Κι επειδή ο Τσιμπλούνιους ήταν πολύ δειλός, κι ο ίδιος ποτέ δε θα τολμούσε κάτι τέτοιο, δεν του πέρασε απ’ το μυαλό πως ο Κασπιανός είχε μπει στο Στενολίμανο για να καταλάβει τα νησιά με μια χούφτα πολεμιστές.
«Δεύτερον» είπε ο Κασπιανός, «απαιτώ να μου εξηγήσεις γιατί άφησες να ανθίσει εδώ το ακατονόμαστο και απάνθρωπο εμπόριο των δούλων, καταπατώντας τα πανάρχαια έθιμα των κτήσεών μου».
«Μα ήταν αναγκαίο... Ήταν αναπόφευκτο» είπε η Επάρκειά του. «Σας διαβεβαιώ ότι το δουλεμπόριο συνέβαλε στην οικονομική ανάπτυξη των νησιών μας. Η σημερινή μας ευημερία οφείλεται αποκλειστικά σ’ αυτό.»
«Τι τους θέλετε τους δούλους;»
«Κάνουμε εξαγωγές, Μεγαλειότατε. Κυρίως στην Καλορμίνα. Τους πουλάμε όμως και σ’ άλλες αγορές, είμαστε μεγάλο εμπορικό κέντρο.»
«Μ’ άλλα λόγια» είπε ο Κασπιανός, «αφού είσαστε μεγάλο εμπορικό κέντρο, δεν τους έχετε ανάγκη. Πες μου, σε τι χρησιμεύουν; Μόνο τις τσέπες κάτι υποκειμένων σαν τον Κουτάβιο γεμίζουν!»
«Μεγαλειότατε» είπε ο Τσιμπλούνιους, μ’ ένα χαμόγελο που άδικα προσπάθησε να φανεί πατρικό, «η τρυφερή σας ηλικία δε σας επιτρέπει να καταλάβετε πώς ακριβώς έχει το οικονομικό πρόβλημα. Υπάρχουν στατιστικές, υπάρχουν πίνακες, υπάρχουν...».
«Η ηλικία μου μπορεί να είναι τρυφερή» είπε ο Κασπιανός, «αλλά το δουλεμπόριο το καταλαβαίνω καλύτερα απ’ την Επάρκειά σου. Κι όπως βλέπω, δε φέρνει στα νησιά ούτε ψωμί ούτε κρέας, ούτε κρασί ούτε μπίρα, ούτε ξυλεία ούτε λάχανα, ούτε βιβλία ούτε μουσικά όργανα, ούτε άλογα ούτε όπλα. Δε φέρνει τίποτε απαραίτητο. Μα, ό,τι άλλο και να φέρνει, πρέπει να σταματήσει!»
«Και να γυρίσουμε πίσω το ρολόι;» έκανε ξεψυχισμένα ο κυβερνήτης. «Δεν καταλαβαίνετε από ανάπτυξη, από πρόοδο;»
«Τα ’χω δει και τα δυο σ’ ένα αυγό» είπε ο Κασπιανός, «και στη Νάρνια έχουμε πολλές παροιμίες για τα κλούβια αυγά. Το δουλεμπόριο πρέπει να σταματήσει!»
«Εγώ πάντως δεν αναλαμβάνω τέτοια ευθύνη» είπε ο Τσιμπλούνιους.