Выбрать главу

«Πολύ καλά» απάντησε ο Κασπιανός. «Τότε, σε απαλλάσσω από τα καθήκοντά σου. Λόρδε Βερν, πλησίασε.» Και πριν συνέρθει απ’ το σάστισμά του ο Τσιμπλούνιους, ο Λόρδος Βερν είχε γονατίσει, με τα χέρια του στα χέρια του Βασιλιά, κι έδινε όρκο πως θα κυβερνήσει τα Νησιά της Μοναξιάς σύμφωνα με τους γραπτούς και τους άγραφους νόμους της Νάρνια. Και ο Κασπιανός είπε: «Αρκετούς κυβερνήτες είχαμε ως τώρα», κι έχρισε τον Βερν Δούκα των Νησιών της Μοναξιάς.

«Όσο για σένα, Κύριέ μου» είπε στον Τσιμπλούνιους, «σου χαρίζω τα χρέη σου. Μα ως αύριο το μεσημέρι, εσύ κι οι άνθρωποί σου πρέπει να μου αδειάσετε τη γωνιά. Στο κάστρο θα μένει του λοιπού ο Δούκας».

«Μια στιγμή, άρχοντες μου» πετάχτηκε ένας γραμματέας. «Καλό είναι το θέατρο, δε λέω, μα έχουμε και δουλειές. Να δούμε και λιγάκι τις υποθέσεις μας. Το ζήτημα είναι...»

«Αυτό έλεγα κι εγώ» τον έκοψε ο Δούκας. «Το ζήτημα είναι αν εσύ και οι άλλοι χαραμοφάηδες θα φύγετε από δω μέσα με το βούρδουλα ή χωρίς. Διαλέγετε και παίρνετε.»

Κι όταν όλα κανονίστηκαν, ο Κασπιανός παράγγειλε να φέρουν τ’ άλογα της φρουράς, που ήταν ελεεινά και ψωριασμένα, και κατέβηκε στην πόλη με τον Βερν, τον Δρινιανό και κάνα δυο άλλους. Τράβηξαν γραμμή για το σκλαβοπάζαρο, ένα μακρύ, χαμηλό κτίριο κοντά στο λιμάνι. Η σκηνή που αντίκρισαν μπαίνοντας, ήταν παρόμοια μ’ αυτήν που θα δείτε σε κάθε πλειστηριασμό. Κόσμος πολύς είχε μαζευτεί, κι ο Κουτάβιος, πάνω σε μια εξέδρα, βρυχιόταν με την αγριοφωνάρα του:

«Και τώρα, κύριοι, το νούμερο είκοσι τρία. Ένας ωραίος αγρότης από την Τερεβινθία. Πρώτος στο κάτεργο. Πρώτος και στο λατομείο. Ούτε είκοσι πέντε χρονών. Κι ούτε μισό χαλασμένο δόντι στο στόμα. Γερός και μπρατσωμένος. Τακς, βγάλ’ του το πουκάμισο να τον δουν οι κύριοι. Χορτάστε μούσκουλο! Στήθος μάρμαρο! Δέκα μισοφέγγαρα απ’ τον κύριο στη γωνία. Κύριέ μου, αστειεύεστε! Δεκαπέντε! Δεκαοχτώ! Δεκαοχτώ για το νούμερο είκοσι τρία. Κανείς πάνω από δεκαοχτώ; Είκοσι ένα. Ευχαριστώ πολύ, κύριέ μου. Είκοσι ένα για...»

Στο σημείο αυτό ο Κουτάβιος σταμάτησε κι έμεινε με το στόμα ανοιχτό, βλέποντας τους σιδερόφραχτους στρατιώτες που είχαν κυκλώσει την εξέδρα.

«Γονατίστε μπροστά στο Βασιλιά της Νάρνια» είπε ο Δούκας. Κι επειδή όλοι είχαν ακούσει απέξω τα ποδοβολητά και τα κουδούνια των αλόγων, και πολλοί είχαν μάθει τις φήμες της απόβασης και τα γεγονότα στο κάστρο, υπάκουσαν αμέσως. Τους λίγους που δίσταζαν, τους γονάτισαν με το ζόρι οι διπλανοί τους. Μερικοί φώναξαν ζήτω.

«Κουτάβιε, θα μπορούσα να ζητήσω την εκτέλεσή σου, γιατί χτες πρόσβαλες το βασιλικό μου πρόσωπο» είπε ο Κασπιανός. «Όμως σε συγχωρώ, επειδή το αγνοούσες. Εδώ και δέκα λεπτά, το δουλεμπόριο απαγορεύτηκε σ’ όλη την επικράτειά μου. Δίνω λοιπόν την ελευθερία στους δούλους αυτού του παζαριού.»

Άπλωσε το χέρι για να σταματήσει τις ζητωκραυγές των δούλων, και συνέχισε: «Πού είναι οι φίλοι μου;»

«Α... Το χρυσό μου το κοριτσάκι... κι ο νεαρός κύριος...» τραύλισε ο Κουτάβιος χαμογελώντας δουλικά. «Ξέρετε... έγιναν ανάρπαστοι.»

«Κασπιανέ, εδώ! Εδώ είμαστε!» φώναξαν μ’ ένα στόμα ο Έντμουντ και η Λούσυ. «Αφέντη, στις διαταγές σου!» πετάχτηκε κι ο Ριπιτσιπιτσίπ απ’ την αντικρινή γωνία. Είχαν πουληθεί και οι τρεις, αλλά ευτυχώς οι αγοραστές τους δεν έφυγαν αμέσως, γιατί περίμεναν ν’ αγοράσουν κι άλλους δούλους. Το πλήθος παραμέρισε για να τους αφήσει να περάσουν, κι επακολούθησαν αγκαλιές, χειραψίες και χαρές. Πίσω τους φάνηκαν να πλησιάζουν δυο έμποροι απ’ την Καλορμίνα. Οι Καλορμίνιοι, όπως θα ξέρετε, είναι όλοι τους μελαψοί, με μακριά γένια, και φοράνε πορτοκαλί τουρμπάνι και φαρδιά άσπρη κελεμπία. Είναι αρχαίος λαός, πλούσιος, σοφός, ευγενικός –και άγριος. Οι δυο έμποροι υποκλίθηκαν στον Κασπιανό και τον έλουσαν με φιλοφρονήσεις για ποταμούς αφθονίας που αρδεύουν τα περιβόλια της σύνεσης και της αρετής και τα παρόμοια. Στο βάθος, μόνο ένα ζητούσαν: τα λεφτά που πλήρωσαν για τους δούλους.

«Κύριοι, έχετε δίκιο» είπε ο Κασπιανός. «Όσοι αγόρασαν δούλους σήμερα, πρέπει να πάρουν πίσω τα χρήματά τους. Κουτάβιε, θέλω αμέσως τις εισπράξεις σου, ως το τελευταίο μίνιμ». (Το μίνιμ, αν δεν το ξέρετε, είναι το ένα τεσσαρακοστό του μισοφέγγαρου.)

«Μεγαλειότατε, θα καταντήσω ζητιάνος» κλαψούρισε ο Κουτάβιος.

«Έζησες όλη σου τη ζωή καταστρέφοντας ζωές» είπε ο Κασπιανός. «Καλύτερα ζητιάνος, παρά δούλος. Και, δε μου λες; Πού είναι ο άλλος φίλος μου;»

«Α, αυτός;» είπε ο Κουτάβιος. «Αυτόν σας τον χαρίζω, δεν κάνει τίποτα. Μετά χαράς να τον ξεφορτωθώ. Τέτοιο τεφαρίκι δεν ξαναπέρασε από σκλαβοπάζαρο. Του κατέβασα την τιμή στα πέντε μισοφέγγαρα, μα δεν τον έπαιρνε κανείς. Τον έβαλα προσφορά σ’ όποιον αγόραζε άλλο δούλο. Τίποτα. Ούτε τζάμπα δεν τον ήθελαν. Ούτε να τον αγγίξουν, ούτε να τον δουν στα μάτια τους. Τακς, φέρε τον Μουρμούρη.»