Και τότε εμφανίστηκε ο Ευστάθιος, με μια μούρη κρεμασμένη ως το πάτωμα –γιατί βέβαια κανένας δε θέλει να πουληθεί δούλος, αλλά και πάλι, είναι μεγάλη τσαντίλα να μη σε παίρνει κανείς. Ο Ευστάθιος πλησίασε τον Κασπιανό μουρμουρίζοντας: «Ξέρω, ξέρω, πάλι τα ίδια. Εσύ καλοπερνούσες, κι εμείς ήμαστε δεμένοι στο μπουντρούμι. Και φυσικά, δε ρώτησες για το Βρετανικό Προξενείο. Πού να σου μείνει καιρός!»
Εκείνη τη νύχτα έγινε μεγάλο γλέντι στο κάστρο του Στενολίμανου, και στο τέλος: «Αύριο αρχίζει η πραγματική περιπέτεια» είπε ο Ριπιτσιπιτσίπ, προτού υποκλιθεί και αποσυρθεί για ύπνο. Μα, το αύριο ήταν μόνο μια κουβέντα, γιατί τώρα πια ετοιμάζονταν ν’ αφήσουν πίσω τους όλες τις γνωστές στεριές και τις θάλασσες, κι έπρεπε να κάνουν μεγάλες ετοιμασίες. Άδειασαν λοιπόν τον Ταξιδιώτη της Αυγής και τον έβγαλαν στη στεριά με οχτώ άλογα, πάνω σε καρούλια, κι οι καλύτεροι ναυπηγοί των νησιών τον επιθεώρησαν απ’ την κορφή ως τα νύχια. Έπειτα τον έριξαν πάλι στη θάλασσα και τον γέμισαν με όσα τρόφιμα και νερό μπορούσε ν’ αντέξει –εφόδια για είκοσι οχτώ μέρες τα λογάριασαν. Ακόμη κι έτσι, σκέφτηκε απογοητευμένος ο Έντμουντ, τους έμενε ένα περιθώριο δεκαπέντε ημερών αναζήτησης στα ανατολικά, πριν εγκαταλείψουν τις επιχειρήσεις.
Κι όσο ετοιμαζόταν το καράβι, ο Κασπιανός δεν έχασε την ευκαιρία. Ρώτησε και ξαναρώτησε όλους τους γερο-θαλασσινούς που πέτυχε στο Στενολίμανο, για να μάθει αν είχαν ακούσει φήμες για κάποια χώρα στα βάθη της Ανατολής. Στο κάστρο άδειασαν πολλά βαρέλια μπίρα για να ποτιστούν άντρες γερασμένοι απ’ την άρμη της θάλασσας, με κοντά γκρίζα γένια και καθαρά γαλάζια μάτια, που αράδιασαν γι’ αντάλλαγαμα ένα σωρό ιστορίες. Οι πιο αξιόπιστοι έλεγαν πως πέρα απ’ τα Νησιά της Μοναξιάς δεν υπήρχε τίποτα. Άλλοι πάλι είπαν πως, αν συνέχιζες ν’ αρμενίζεις ανατολικά, θα ’φτανες σε μιαν άγρια θάλασσα δίχως ίχνος στεριάς, που δερνόταν και στριφογυρνούσε αδιάκοπα στο χείλος του κόσμου –«Και τότε θα πιάσετε πάτο, Μεγαλειότατε, κι εσείς κι οι άντρες σας». Άλλοι πάλι είχαν να διηγηθούν εξωφρενικές ιστορίες, με νησιά όπου κατοικούσαν ακέφαλοι άνθρωποι, με νησιά που παράδερναν στα κύματα, με φοβερές ρουφήχτρες και με φωτιές που άναβαν μέσα στα νερά. Μόνο ένας, προς μεγάλη αγαλλίαση του Ριπιτσιπιτσίπ, είπε απλά: «Μετά από δω είναι η Χώρα του Ασλάν. Βρίσκεται όμως πέρα απ’ την άκρη του κόσμου, και δε φτάνει κανείς ως εκεί». Κι όταν τον ρώτησαν, είπε πως το ’χε ακούσει απ’ τον πατέρα του.
Ο Βερν δεν είχε να τους πει πολλά: είδε τους έξι συντρόφους του να φεύγουν για την Ανατολή, κι από τότε, ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Το ’χε πει στον Κασπιανό μια μέρα που κάθονταν μαζί στο ψηλότερο σημείο της Άβρα, κι ατένιζαν τον ανατολικό ωκεανό στα πόδια τους. «Πολλά πρωινά ανεβαίνω εδώ πάνω» είπε ο Δούκας, «και βλέπω τον ήλιο που βγαίνει απ’ τη θάλασσα. Καμιά φορά, θαρρείς πως είναι μόνο δυο μίλια από κει. Σκέφτομαι τότε τους φίλους μου, κι αυτό που μπορεί να κρύβεται πίσω απ’ τον ορίζοντα. Ξέρω, το πιθανότερο είναι πως δεν υπάρχει τίποτα, κι ωστόσο, πάντα ντρέπομαι που δεν τους ακολούθησα. Μεγαλειότατε, σε συμβουλεύω να μην πας πουθενά. Κι ύστερα, μπορεί να χρειαστούμε τη βοήθειά σου εδώ στα νησιά. Εκείνη τη μέρα στο σκλαβοπάζαρο γεννήθηκε ένας νέος κόσμος, και δεν αποκλείεται να ’χουμε πόλεμο με την Καλορμίνα. Σε ικετεύω, σκέψου το ξανά».
«Άρχοντά μου, έχω πάρει όρκο» είπε ο Κασπιανός. «Χώρια που, αν σ’ ακούσω, θα βρω τον μπελά μου απ’ τον Ριπιτσιπιτσίπ.»
5
Τι έφερε η θύελλα
Κόντευαν τρεις βδομάδες απ’ τη μέρα της απόβασης, όταν ο Ταξιδιώτης της Αυγής βγήκε απ’ το Στενολίμανο μ’ ένα ρυμουλκό. Είχαν προηγηθεί επίσημοι και μελαγχολικοί αποχαιρετισμοί, και πλήθος μεγάλο είχε μαζευτεί να τους ξεπροβοδίσει. Δάκρυα χύθηκαν κι αντήχησαν ζητωκραυγές όταν ο Κασπιανός έβγαλε τον τελευταίο λόγο στους Μοναχονησιώτες, κι έπειτα αποχαιρέτησε το Δούκα και την οικογένειά του. Στο τέλος, όλοι βουβάθηκαν, και το πλοίο ξεμάκρυνε απ’ την ακτή, με το πορφυρό πανί του χαλαρό. Η σάλπιγγα σήμανε στο κάσαρο, κι ο ήχος της έσβησε λίγο λίγο στα νερά. Κι ύστερα, το πλοίο βγήκε στ’ ανοιχτά, το ’πιασε ο άνεμος και φούσκωσε το πανί, και το ρυμουλκό ξέκοψε και πήρε με τα κουπιά το δρόμο του γυρισμού στο λιμάνι. Το πρώτο αληθινό κύμα έγλειψε την καρίνα του Ταξιδιώτη της Αυγής, και το καράβι ζωντάνεψε. Όσοι δεν είχαν βάρδια, κατέβηκαν στο αμπάρι, ο Δρινιανός έπιασε το πόστο του στο τιμόνι, κι ο Ταξιδιώτης της Αυγής πέρασε απ’ τα νότια της Άβρα κι έστριψε ανατολικά.