Οι πρώτες μέρες ήταν υπέροχες, κι η Λούσυ σκέφτηκε πως πιο τυχερό παιδί απ’ αυτήν δεν πρέπει να υπήρχε στον κόσμο. Κάθε πρωί που ξυπνούσε, έβλεπε το φως απ’ τα ηλιόλουστα νερά να χορεύει στην οροφή της καμπίνας της, και γύρω της ένα σωρό καινούρια πράγματα, αποκτημένα στα Νησιά της Μοναξιάς –ναυτικές μπότες, πατατούκα, πέτσινο γιλέκο, έναν μακρύ μανδύα κι ένα μάλλινο σάλι. Έπειτα ανέβαινε στο κατάστρωμα να κοιτάξει τη θάλασσα απ’ το καμπούνι, και μέρα τη μέρα τα νερά έμοιαζαν πιο αστραφτερά, κι ο αέρας ζέσταινε διαρκώς. Ακολουθούσε ένα γερό πρόγευμα, γιατί, όπως είπαμε, ο θαλασσινός αέρας ανοίγει την όρεξη.
Την περισσότερη μέρα την περνούσε στην πρύμνη, καθισμένη στο στενό παγκάκι της ουράς του δράκου, κι έπαιζε σκάκι με τον Ριπιτσιπιτσίπ. Ο Ποντικός ήταν πολύ αστείος όταν έπιανε και με τα δυο του ποδαράκια τα πιόνια, που του ’πεφταν μεγάλα, ή πάλι όταν σηκωνόταν στις μύτες για να φτάσει στη μέση της σκακιέρας. Ήταν όμως καλός παίκτης, κι όταν συγκεντρωνόταν, κέρδιζε πάντα την παρτίδα. Κάπου κάπου κέρδιζε και η Λούσυ, γιατί ο Ποντικός έκανε τρέλες, κι έστελνε μόνο του τον αξιωματικό του ανάμεσα στην ξένη βασίλισσα και τον πύργο της. Αυτό του συνέβαινε όταν ξεχνούσε πως έπαιζε σκάκι και σκεφτόταν αληθινές μάχες, κι έβαζε τον αξιωματικό του να κάνει ό,τι θα ’κανε ο ίδιος στη θέση του. Το μυαλό του Ριπιτσιπιτσίπ ήταν γεμάτο ανδραγαθίες, «ελευθερία ή θάνατο» και «πάλη μέχρις εσχάτων».
Όμως οι καλές μέρες δεν κράτησαν πολύ. Έφτασε ένα βράδυ κι η Λούσυ, χαζεύοντας απ’ την πρύμνη το μακρύ αυλάκι που άφηναν πίσω τους, είδε κάτι πελώρια σύννεφα να μαζεύονται στη δύση με τρομαχτική ταχύτητα. Έπειτα τα σύννεφα άνοιξαν και φάνηκε το κίτρινο ηλιοβασίλεμα. Τα κύματα πίσω απ’ το καράβι έπαιρναν αλλόκοτα σχήματα, κι η θάλασσα είχε κιτρινίσει, σαν βρόμικη λινάτσα. Ο άνεμος ψύχρανε, το καράβι άρχισε να σαλεύει ανήσυχα, λες κι ένιωθε τον κίνδυνο πίσω του, και το πανί μια ξεφούσκωνε και κρεμόταν, και μια φούσκωνε σαν τρελό. Κι όπως η Λούσυ πρόσεχε τις αλλαγές κι αναρωτιόταν τι κακό τους ζύγωνε με το θόρυβο του ανέμου, ο Δρινιανός φώναξε: «Όλοι στο κατάστρωμα!». Όσο να πεις τρία, όλοι είχαν πέσει με τα μούτρα στη δουλειά. Έσβησαν τη φωτιά στο μαγειρείο, έκλεισαν γερά τις μπουκαπόρτες, και μερικοί σταρφάλωσαν στα κατάρτια να δέσουν το πανί. Πριν τελειώσουν, τους χτύπησε η θύελλα. Της Λούσυ της φάνηκε πως μια μεγάλη κοιλάδα ανοίχτηκε στη θάλασσα, ακριβώς μπροστά στην πλώρη, και το πλοίο άρχισε να κατρακυλάει, τόσο βαθιά, που σου ’κοβε την ανάσα. Ένας σταχτής νερένιος λόφος, πιο ψηλός κι από το μεσιανό κατάρτι, ερχόταν καταπάνω τους με μεγάλη ταχύτητα. Ο θάνατος έμοιαζε αναπόφευκτος –αλλά, την τελευταία στιγμή, το καράβι τινάχτηκε ψηλά και βρέθηκε στην κορφή του νερού, στριφογύρισε σαν τρελό, κι ένας μανιασμένος καταρράχτης σάρωσε το κατάστρωμα. Πλώρη και πρύμνη ήταν σαν ξερονήσια, που ανάμεσά τους λυσσομανούσαν τ’ άγρια κύματα. Ψηλά, στα κατάρτια, οι ναύτες γαντζωμένοι με νύχια και με δόντια πάσχιζαν να κρατήσουν το πανί. Ένα κομμένο σκοινί σηκώθηκε με τον άνεμο, κι έμεινε κάθετο σαν στύλος, σχεδόν αλύγιστο.
«Κυρία, κατεβείτε κάτω» ούρλιαξε ο Δρινιανός. Κι η Λούσυ, πού ήξερε πως οι στεριανοί –και οι στεριανές– είναι πάντα βάρος για τους θαλασσινούς, υπάκουσε αμέσως. Δεν ήταν κι εύκολη δουλειά το κατέβασμα. Ο Ταξιδιώτης της Αυγής έγερνε τρομερά στο δεξί του πλευρό, και το κατάστρωμα είχε πλαγιάσει σαν σκεπή σπιτιού. Η Λούσυ έφτασε μπουσουλώντας στην μπουκαπόρτα, αρπαγμένη απ’ την κουπαστή, κι εκεί αναγκάστηκε να περιμένει ώσπου να βγουν δυο ναύτες που ανέβαιναν στο μεταξύ. Έπειτα έπιασε την ανεμόσκαλα κι άρχισε να κατεβαίνει. Ευτυχώς που κρατιόταν γερά, γιατί πάνω στην ώρα ένα πελώριο κύμα σάρωσε το κατάστρωμα μουγκρίζοντας, και τη σκέπασε ως τους ώμους. Κι η Λούσυ, μόλο που ήταν ήδη μουσκεμένη απ’ τη βροχή και τους αφρούς, ένιωσε το κρύο να την περονιάζει ως το κόκαλο. Με τα χίλια βάσανα, βρέθηκε στην καμπίνα της κι έκλεισε την πόρτα, αφήνοντας απέξω το τρομερό θέαμα του σκοταδιού που απειλούσε να τους καταπιεί. Δεν κατάφερε όμως να κλείσει απέξω τη βουή, τους τριγμούς, τους βόγκους, το κροτάλισμα, τους γδούπους και τους βρυχηθμούς, που εδώ κάτω ακούγονταν ακόμα πιο τρομαχτικά.
Όλη η άλλη μέρα συνεχίστηκε έτσι, και η παράλλη. Κι έτσι παράδερναν, ώσπου πια δεν μπορούσαν να θυμηθούν πότε άρχισε το κακό. Και πάντα χρειάζονταν τρεις άντρες στο τιμόνι, κι αυτοί οι τρεις πάλευαν μ’ όλες τους τις δυνάμεις για να κρατήσουν κάποια πορεία. Και πάντα χρειάζονταν χέρια στις αντλίες, και κανείς δεν πρόφταινε να ξεκουραστεί, ούτε να μαγειρέψει τίποτα, ούτε να στεγνώσει ρούχα, και τα κύματα τούς πήραν ένα ναύτη απ’ το κατάστρωμα, και ήλιος δε φάνηκε ποτέ.