Όταν πέρασε το κακό, ο Ευστάθιος έγραψε στο ημερολόγιό του:
«3 Σεπτεμβρίου. Πρώτη μέρα που μπορώ και γράφω, εδώ και αιώνες. Δεκατρείς μέρες και δεκατρείς νύχτες παραδέρναμε σ’ έναν κυκλώνα. Το ξέρω πως ήταν δεκατρείς, γιατί τις μέτρησα πολύ προσεχτικά, κι ας λένε οι άλλοι πως ήταν μόνο δώδεκα. Για σκέψου! Να κάνεις τέτοιο επικίνδυνο ταξίδι μαζί με ανθρώπους που δεν ξέρουν να μετράνε! Είδα το χάρο με τα μάτια μου καθώς χορεύαμε στα πελώρια κύματα, μια πάνω μια κάτω, μουσκίδι ως το κόκαλο. Κι ούτε ένας φιλοτιμήθηκε να μας φτιάξει μια σουπίτσα. Περιττό να πω ότι δεν υπάρχει ασύρματος ούτε φωτοβολίδες, κι έτσι δεν μπορούσαμε να ζητήσουμε βοήθεια από πουθενά. Πράγμα που αποδεικνύει ότι καλά τους το λέω: είναι τρέλα να ταξιδεύουμε μ’ αυτό το καρυδότσουφλο. Ακόμα και με άγιους ανθρώπους να κάναμε τέτοιο ταξίδι, πάλι σκούρα θα ’ταν τα πράγματα –χώρια μ’ αυτούς εδώ τους σατανάδες. Ο Κασπιανός κι ο Έντμουντ μου φέρονται απάνθρωπα. Τη νύχτα που χάσαμε το κατάρτι (τώρα έχει μείνει μόνο ένα κούτσουρο), κι εγώ ήμουν πολύ αδιάθετος, μ’ ανέβασαν με το ζόρι στο κατάστρωμα και μ’ ανάγκασαν να δουλέψω σαν χαμάλης. Έβαλε κι η Λούσυ το χεράκι της, κι είπε πως ο Ριπιτσιπιτσίπ ήθελε σαν τρελός να μ’ αντικαταστήσει, μα δεν τον άφηναν γιατί είναι μισή μερίδα. Επιτέλους, δεν καταλαβαίνει πως ό,τι κάνει αυτό το τέρας, το κάνει για φιγούρα; Η Λούσυ είναι μικρή, αλλά έπρεπε να της κόβει ως εκεί. Σήμερα το σαπιοκάραβο στέκεται όρθιο. Βγήκε κι ο ήλιος, κι όλοι τρώγονται τι θα κάνουμε. Τα τρόφιμα είναι αρκετά, αηδίες βέβαια, αλλά μας φτάνουν για δεκάξι μέρες. (Τις κότες τις πήρε απ’ το κατάστρωμα το κύμα. Όμως, και να μην τις έπαιρνε, ποια θα γεννούσε αυγά με τέτοιο χαλασμό;) Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι το νερό. Φαίνεται πως δυο βαρέλια τρύπησαν και τα βρήκαν άδεια. (Άψογη οργάνωση οι Ναρνιανοί.) Αν πίνουμε μετρημένα, μισό κύπελλο τη μέρα, το νερό θα φτάσει για δώδεκα μέρες. (Έχουμε ένα σωρό κρασί και ρούμι, αλλά το οινόπνευμα χειροτερεύει τη δίψα. Ως κι αυτοί οι βλάκες το ξέρουν.)
»Βέβαια, το λογικό θα ήταν να γυρίσουμε δυτικά, και να επιστρέψουμε στα Νησιά της Μοναξιάς. Κάναμε όμως δεκαοχτώ μέρες να φτάσουμε εδώ που βρισκόμαστε, τρέχοντας σαν τρελοί, με τη θύελλα πίσω μας. Και ανατολικός αέρας να φυσήξει, θέλουμε πολύ περισσότερες μέρες για την επιστροφή. Για την ώρα, δε φυσάει ανατολικός αέρας. Δε φυσάει καθόλου, για να είμαι ακριβής. Να συνεχίσουμε με τα κουπιά; Ούτε λόγος. Θα ξεχρονίσουμε. Ο Κασπιανός λέει πως κανένας ναύτης δεν κωπηλατεί με μισό κύπελλο νερό τη μέρα. Δεν ξέρει τι του γίνεται, και μας κάνει και το βασιλιά. Προσπάθησα να του εξηγήσω πως το σώμα δροσίζεται με τον ιδρώτα, και πως αφού οι κωπηλάτες θα δουλεύουν σκληρά, δε θα χρειάζονται νερό. Έκανε πως δε μ’ άκουσε. Πάντα έτσι κάνει όταν τον αποστομώνω. Όλοι οι άλλοι ψήφισαν να τραβήξουμε μπροστά, με την ελπίδα να βρούμε στεριά. Αισθάνθηκα υποχρεωμένος να τους εξηγήσω πως δεν ξέρουμε αν υπάρχει στεριά μπροστά μας, και τους τόνισα πόσο επικίνδυνο είναι να τρέφουμε ευσεβείς πόθους. Αντί να προτείνουν κάτι καλύτερο, είχαν το θράσος να με ρωτήσουν τι είχα να προτείνω εγώ. Τους είπα ήσυχα και ψυχρά πως με έχουν απαγάγει, πως με παρέσυραν δια της βίας σ’ αυτό το ηλίθιο ταξίδι, χωρίς να το θέλω, και πως βέβαια δεν είναι δική μου δουλειά να τους ξελασπώσω.
»4 Σεπτεμβρίου. Άπνοια. Οι μερίδες του φαγητού ελάχιστες. Η δική μου μικρότερη απ’ όλες. Ο Κασπιανός κάνει αδικίες στη μοιρασιά, και νομίζει πως δεν το βλέπω! Η Λούσυ, δεν ξέρω γιατί, προσπάθησε να με καλοπιάσει: μου πρόσφερε και τη δική της μερίδα, μα αυτός ο απαίσιος ο Έντμουντ δεν την άφησε. Ο ήλιος καίει πολύ. Τρελάθηκα στη δίψα όλη νύχτα.
»5 Σεπτεμβρίου. Άπνοια και ζέστη. Είμαι πτώμα όλη μέρα. Σίγουρα έχω πυρετό. Κανένας βέβαια δε σκέφτηκε να πάρει θερμόμετρο στο καράβι.
»6 Σεπτεμβρίου. Απαίσια μέρα. Τη νύχτα ξύπνησα, σίγουρος πως έχω πυρετό. Έπρεπε να πιω νερό. Κι ο παρατελευταίος γιατρός αυτό θα ’λεγε. Μάρτυς μου ο Θεός, δεν ήθελα να εκμεταλλευτώ την κατάσταση, αλλά είναι αδιανόητο να δίνεις νερό με τη μερίδα ακόμα και στους άρρωστους. Σκέφτηκα βέβαια να ξυπνήσω τους άλλους και να ζητήσω νερό, αλλά μετά είπα πως ήταν αμαρτία να τους ξυπνήσω. Έτσι σηκώθηκα, πήρα το κύπελλό μου και βγήκα αθόρυβα από τη Μαύρη Τρύπα όπου κοιμόμαστε, προσέχοντας να μην ενοχλήσω τον Κασπιανό και τον Έντμουντ. Κάνουν πολύ ανήσυχο ύπνο απ’ τη ζέστη και τη δίψα. Εγώ πάντα τους σκέφτομαι τους άλλους, είτε μου φέρονται καλά είτε όχι. Βγήκα σε κείνο το μεγάλο δωμάτιο, αν λέγεται δωμάτιο, εκεί που είναι οι πάγκοι για τους κωπηλάτες και οι προμήθειες. Το νερό το φυλάνε στην άλλη άκρη. Όλα πήγαιναν μια χαρά, μα πριν γεμίσω το κύπελλο, μ’ έπιασε ο σπιούνος ο Ριπ. Προσπάθησα να του εξηγήσω πως ανέβαινα στο κατάστρωμα να πάρω αέρα (σιγά μην του ’δινα λογαριασμό για το νερό!) και τότε με ρώτησε τι το ’θελα το κύπελλο. Έκανε τέτοιο σαματά, που σήκωσε το καράβι στο πόδι. Μου φέρθηκαν σκανδαλωδώς. Τους ρώτησα (όπως όφειλε να ρωτήσει ο καθένας στη θέση μου) τι δουλειά είχε νυχτιάτικα ο Ριπιτσιπιτσίπ δίπλα στο βαρέλι με το νερό. Εκείνος απάντησε πως, επειδή είναι μικροκαμωμένος και δε χρειάζεται στο κατάστρωμα, έκανε νυχτερινή βάρδια στο νερό για να κοιμούνται οι άλλοι. Και τώρα, η αισχρή αδικία: τον πίστεψαν όλοι! Αυτό πια είναι άνω ποταμών!