Выбрать главу

«Αφού δεν μπορούμε να πάμε στη Νάρνια, τι νόημα έχει να κοιτάμε το καράβι;» είπε ο Έντμουντ.

«Δε βαριέσαι... Απ’ ολότελα...» είπε η Λούσυ. «Εγώ πάντως κόβω το κεφάλι μου πως το καράβι είναι ναρνιανό.»

«Κι είχα μια σκασίλα!» πετάχτηκε ο Ευστάθιος-Κλάρενς, που τόση ώρα κρυφάκουγε πίσω απ’ την πόρτα, και τώρα έκανε την είσοδό του χαμογελώντας ειρωνικά. Από πέρσι που τον είχαν φιλοξενήσει τα Πηβενσόπουλα, κάτι είχε πάρει τ’ αυτί του για τη Νάρνια, και δεν άφηνε τα ξαδέρφια του σε χλωρό κλαρί. Ήταν σίγουρος πως αυτές τις ιστορίες τις έβγαζαν απ’ το νου τους, κι επειδή ο ίδιος ήταν τόσο ανόητος, που δεν είχε στάλα φαντασία, γινόταν έξω φρενών μόλις άκουγε για τη Νάρνια.

«Δε σε κάλεσε κανείς» είπε ξερά ο Έντμουντ. «Τι θες;»

«Ποιος, εγώ; Εγώ... προσπαθούσα απλώς να θυμηθώ ένα ποιηματάκι» απάντησε ο Ευστάθιος. «Να δεις πώς το ’λεγαν... Α, ναι:

Τα παιδιά που μιλούν για τη Νάρνια είναι όλα μεγάλα στουρνάρια...»

«Πρώτον και κύριον, το Νάρνια δεν ομοιοκαταληκτεί με το στουρνάρια» είπε η Λούσυ.

«Κάνει παρήχηση όμως» είπε ο Ευστάθιος.

«Μην τον ρωτήσεις τι θα πει παρήχηση, γιατί θα ’χουμε παρατράγουδα» είπε ο Έντμουντ. «Το πάει γυρεύοντας, δε βλέπεις; Μην του δίνεις σημασία. Θα βαρεθεί και θα φύγει.»

Όποιο άλλο αγόρι συναντούσε τέτοια υποδοχή, θα ’φευγε ή θα ’μενε για καβγά. Ο Ευστάθιος δεν έκανε ούτε το ένα ούτε το άλλο. Απλώς, συνέχισε να χαμογελάει ειρωνικά, και σε λίγο ρώτησε:

«Ωραίος πίνακας, ε;»

«Για το Θεό, μην του απαντήσεις και μας τραβήξει καμιά διάλεξη περί τέχνης!» πετάχτηκε ο Έντμουντ, αλλά η Λούσυ, που έλεγε πάντα την αλήθεια, απαντούσε κιόλας: «Πολύ ωραίος. Εμένα μ’ αρέσει πολύ!»

«Το χάλι του έχει» είπε ο Ευστάθιος.

«Τότε να φύγεις, για να μην τον βλέπεις και συγχύζεσαι» είπε ο Έντμουντ.

«Μα, δε μου λες, τι του βρίσκεις;» ρώτησε τη Λούσυ ο Ευστάθιος.

«Να σου πω» απάντησε η Λούσυ, «μ’ αρέσει, γιατί το καράβι μοιάζει ν’ αρμενίζει. Και το νερό είναι σαν αληθινό. Και τα κύματα... Κοίτα: θα ’λεγες πως μια ανεβαίνουν, μια κατεβαίνουν».

Φυσικά, ο Ευστάθιος είχε να της δώσει ένα σωρό εξηγήσεις περί προοπτικής και τα λοιπά –μα δεν είπε τίποτα. Γιατί ακριβώς εκείνη τη στιγμή, γύρισε και κοίταξε τα κύματα, κι είδε πως στ’ αλήθεια έμοιαζαν ν’ ανεβοκατεβαίνουν. Ο Ευστάθιος είχε μπει όλη κι όλη μια φορά σε καράβι, και δεν είχε πάει μακριά, μόνο ως τη Νήσο Γουάιτ. Τον είχε πιάσει τότε τρομερή ναυτία, και τώρα, κοιτώντας τα κύματα στον πίνακα, ένιωσε πάλι το στομάχι του να γυρίζει ανάποδα. Πρασίνισε, κιτρίνισε, έριξε άλλη μια κλεφτή ματιά στα κύματα –κι άξαφνα, τα τρία παιδιά κοκάλωσαν, με γουρλωμένα μάτια και το στόμα ανοιχτό.

Αυτό που είδαν μπορεί να μοιάζει απίστευτο γραμμένο στο χαρτί, αλλά το ίδιο απίστευτο ήταν κι όπως το ’βλεπαν μπροστά στα μάτια τους. Η ζωγραφιά είχε αρχίσει να σαλεύει, μα όχι όπως στον κινηματογράφο. Εδώ τα χρώματα ήταν πεντακάθαρα, ζωντανά, αληθινά. Η πλώρη του καραβιού βούτηξε στα κύματα, κι ο αφρός τινάχτηκε ψηλά πιτσιλώντας. Κι όπως το πρώτο κύμα πέρασε κάτω απ’ το καράβι και το ανασήκωσε, φάνηκε για μια στιγμή η κουβέρτα και η πρύμνη. Μόνο για μια στιγμή όμως, γιατί ένα δεύτερο κύμα σήκωσε την πλώρη ψηλά στον αέρα. Και τότε, ένα σχολικό βιβλίο που βρισκόταν στο κρεβάτι, δίπλα στον Έντμουντ, άνοιξε απότομα, οι σελίδες του φτεροκόπησαν, και το βιβλίο πέταξε στον αέρα κι έσκασε στον απέναντι τοίχο. Τα μαλλιά της Λούσυ σηκώθηκαν και της μαστίγωσαν το πρόσωπο, σαν να φυσούσε δυνατός άνεμος –μόνο που αυτός ο άνεμος έβγαινε απ’ τον πίνακα! Κι άξαφνα, μαζί με τον άνεμο, ήρθαν και οι ήχοι: το βίτσισμα των κυμάτων, το γουργούρισμα του νερού στα πλευρά του καραβιού, το τρίξιμο των ξύλων, και πάνω απ’ όλα η αδιάκοπη βουή της θάλασσας. Αν δεν ήταν τόσο έντονη κι αψιά η μυρωδιά της αρμύρας, η Λούσυ θα νόμιζε πως ονειρεύεται.

«Φτάνει!» τσίριξε ο Ευστάθιος, κι η φωνή του ράγισε απ’ τον τρόμο. «Τι βλακείες σκαρώσατε πάλι; Κόφτε το, γιατί θα φωνάξω την Αλμπέρτα και... Άου!»

Το τελευταίο «Άου!» δεν ήταν μόνο του Ευστάθιου, μα και των άλλων δυο παιδιών –κι ας είχαν μεγαλύτερη πείρα από παρόμοιες περιπέτειες. Ένα πελώριο, παγωμένο κι αρμυρό κύμα είχε βγει απ’ τον πίνακα και τους έλουσε πατόκορφα κόβοντάς τους την ανάσα.