»Το επικίνδυνο τέρας δεν το ’χε σε τίποτα να μου ριχτεί με το σπαθί του, κι έτσι αναγκάστηκα να ζητήσω συγγνώμη. Κι ο Κασπιανός έδειξε το αληθινό του πρόσωπο, ο απάνθρωπος, ο τύραννος, και είπε φωναχτά για να τ’ ακούσουν όλοι πως, στο εξής, όποιος πιάνεται να κλέβει νερό, “θα τρώει δυο ντουζίνες”. Δεν ήξερα τι θα πει αυτό, αλλά μου το εξήγησε ο Έντμουντ. Εμ, βέβαια, σε κάτι τέτοια είναι ξεφτέρια τα Πηβενσόπουλα, με τα παλιοβιβλία που διαβάζουν!
»Κι αφού με απείλησε τόσο άνανδρα, ο Κασπιανός άλλαξε τροπάρι κι άρχισε τις νουθεσίες. Είπε πως με λυπάται, μα όλοι νιώθουν σαν να ’χουν πυρετό και πως δεν είμαι ο μόνος και πρέπει να κάνουμε υπομονή και τα λοιπά. Είναι αισχρός και ξιπασμένος. Σήμερα έμεινα στο κρεβάτι.
»7 Σεπτεμβρίου. Σήμερα φύσηξε, πάλι απ’ τα δυτικά. Προχωρήσαμε λίγα μίλια ανατολικά, μ’ ένα κομμάτι του πανιού δεμένο στο μπομπρέσο (έτσι το λέει ο Δρινιανός) που το ’στησαν όρθιο και το ’δεσαν στο απομεινάρι του κανονικού καταρτιού. Διψάω φριχτά.
»8 Σεπτεμβρίου. Αρμενίζουμε πάντα ανατολικά. Τώρα δε σηκώνομαι απ’ την κουκέτα μου και δε βλέπω κανέναν άλλον εκτός απ’ τη Λούσυ, ώσπου να κατεβούν για ύπνο οι δυο σατανάδες. Η Λούσυ μου δίνει δυο γουλιές απ’ το νερό της. Λέει πως τα κορίτσια διψάνε λιγότερο απ’ τ’ αγόρια. Πάντα το ’λεγα εγώ, αλλά φαίνεται πως ισχύει περισσότερο στη θάλασσα.
»9 Σεπτεμβρίου. Ξηρά ενόψει. Ένα θεόρατο βουνό, πέρα στα νοτιοανατολικά.
»10 Σεπτεμβρίου. Το βουνό φαίνεται πιο καθαρά, πιο μεγάλο, μα είναι ακόμη μακριά. Σήμερα φύσηξε κανονικά, ούτε κι εγώ ξέρω έπειτα από πόσον καιρό.
»11 Σεπτεμβρίου. Πιάσαμε ψάρια και φάγαμε για βράδυ. Ρίξαμε άγκυρα κατά τις εφτά το απόγευμα στα ρηχά νερά ενός κόλπου, σ’ αυτό το νησί με το βουνό. Ο βλάκας ο Κασπιανός δε μας άφησε να βγούμε στην ακτή, επειδή είχε σκοτεινιάσει. Φοβόταν μήπως έχει θηρία και ιθαγενείς. Απόψε διπλή μερίδα νερό».
Αυτό που τους περίμενε στο νησί, αφορούσε τον Ευστάθιο περισσότερο από κάθε άλλον, μα δεν μπορώ να σας το πω με δικά του λόγια, γιατί μετά τις 11 Σεπτεμβρίου ξέχασε το ημερολόγιο για πολύ καιρό.
Όταν ξημέρωσε, μ’ έναν βαρύ, γκρίζο ουρανό και φοβερή ζέστη, οι ταξιδιώτες μπήκαν σ’ έναν κολπίσκο τριγυρισμένο από άγρια βράχια και χαράδρες, κάτι σαν νορβηγικό φιόρδ. Μπροστά τους, στην κορφή του κόλπου, είχε ένα ίσιωμα πνιγμένο από δέντρα που έμοιαζαν με κέδρους. Ανάμεσά τους κυλούσε ένα ορμητικό ποταμάκι. Πίσω απ’ τα δέντρα ήταν μια απότομη ανηφόρα που τέλειωνε σε κάτι άγρια σουβλερά βράχια, και πάρα πίσω τα σκοτεινά κι ακαθόριστα βουνά που ανέβαιναν ως τα μουντά σύννεφα, τόσο ψηλά, που δεν ξεχώριζες τις κορυφές τους. Τα πιο κοντινά βράχια κι απ’ τις δυο μεριές του κόλπου, χαράζονταν τόπους τόπους από ασημόλευκες γραμμές, κι όλοι κατάλαβαν πως ήταν καταρράχτες, αν και από τόσο μακριά δε φαινόταν η κίνηση του νερού, ούτε η βουή του ακουγόταν. Ο τόπος εκείνος ήταν σιωπηλός, και η κλειστή θάλασσα, στιλπνή σαν καθρέφτης, αντανακλούσε με κάθε λεπτομέρεια τα γύρω βράχια. Η σκηνή θα ’ταν όμορφη σ’ έναν πίνακα, μα από κοντά σου πλάκωνε την ψυχή. Δεν έμοιαζε φιλόξενος αυτός ο τόπος.
Οι ναύτες κατέβηκαν στη στεριά με δυο βάρκες, ήπιαν και χόρτασαν νερό, πλύθηκαν στο ποτάμι, κι έπειτα έφαγαν και ξεκουράστηκαν. Κι όταν απόστασαν, ο Κασπιανός έστειλε τέσσερις ναύτες στο πλοίο για να το φυλάνε, κι άρχισε η δουλειά. Είχαν να κάνουν πολλά. Έπρεπε να βγάλουν στη στεριά τα βαρέλια, να μπαλώσουν τα τρύπια όπως μπορούσαν, και μετά να τα γεμίσουν νερό· έπρεπε να κόψουν ένα δέντρο –πεύκο, αν έβρισκαν πουθενά– για να φτιάξουν καινούριο κατάρτι· έπρεπε να ράψουν τα σκισμένα πανιά· έπρεπε να στείλουν κυνηγούς στην ενδοχώρα για να σκοτώσουν ό,τι φαγώσιμο υπήρχε σ’ εκείνα τα μέρη· τα ρούχα ήθελαν πλύσιμο και μαντάρισμα και το καράβι είχε πάθει του κόσμου τις ζημιές. Ο Ταξιδιώτης της Αυγής –το καταλάβαιναν τώρα που τον έβλεπαν από μακριά– δεν ήταν πια το βασιλικό σκαρί που είχε σαλπάρει απ’ το Στενολίμανο. Ήταν ένα κουφάρι τσακισμένο και ξεβαμμένο, που εύκολα θα το ’παιρνες για ναυάγιο. Μα και το πλήρωμα δεν πήγαινε πίσω. Ήταν όλοι αδυνατισμένοι και χλομοί, με μάτια κόκκινα απ’ την αγρύπνια, ντυμένοι με κουρέλια.