Ο Ευστάθιος, που είχε ξαπλώσει κάτω από ’να δέντρο, τους άκουσε να μιλούν για δουλειές κι η καρδιά του μαύρισε. Γιατί δεν τον άφηναν στην ησυχία του; Απ’ ό,τι μπορούσε να μαντέψει, η πρώτη τους μέρα στην πολυπόθητη στεριά θα ’ταν σκληρή και κουραστική όπως κι οι θαλασσινές. Και τότε, του ’ρθε μια καταπληκτική ιδέα. Τώρα που κουβέντιαζαν για το σαπιοκάραβό τους λες κι ήταν το πιο αγαπημένο τους πλάσμα στον κόσμο, δεν τον πρόσεχε κανείς. Λοιπόν, ευκαιρία να το σκάσει. Θα ’κανε μια βολτούλα στην ενδοχώρα, θα ’βρισκε μια δροσερή κι αερική κρυψώνα στο βουνό, και θα το ’στρωνε στον ύπνο. Κι όταν τέλειωναν οι αγγαρείες της ημέρας, θα σηκωνόταν φρέσκος φρέσκος και θα ξαναγύριζε. Α, όλα κι όλα, τον χρειαζόταν έναν υπνάκο. Έπρεπε όμως να ’χει το νου του, να μη χάσει απ’ τα μάτια του τον κόλπο και το καράβι, για να ξαναβρεί το δρόμο. Η σκέψη πως οι άλλοι θα τον παρατούσαν στις ερημιές και θα ’φευγαν, δεν του άρεσε καθόλου, μα καθόλου.
Δίχως να χασομερήσει, έβαλε το σχέδιό του σ’ εφαρμογή. Σηκώθηκε, δήθεν αδιάφορα, και προχώρησε προς τα δέντρα, αργά αργά και αμέριμνα, έτσι που, όποιος τον δει, να νομίζει πως κάνει βόλτα για να ξεμουδιάσει. Περίεργο! Πόσο γρήγορα έσβησαν πίσω του οι κρότοι κι οι μιλιές! Πόσο βουβό, ζεστό και βαθυπράσινο έγινε το δάσος! Σε λίγο, ο Ευστάθιος έκρινε πως δε χρειαζόταν άλλες προφυλάξεις κι άνοιξε βήμα.
Δεν άργησε να βγει απ’ τα δέντρα. Το έδαφος ανηφόριζε απότομα. Το χορτάρι ήταν στεγνό και γλιστερό, κι αναγκάστηκε να συνεχίσει με τα τέσσερα. Προχωρούσε σταθερά, λίγο λαχανιασμένος, σκουπίζοντας κάθε τόσο το μέτωπό του –κι όσο κι αν δεν το υποψιαζόταν, η νέα του ζωή του ’χε κάνει μεγάλο καλό. Ο παλιός Ευστάθιος, ο κανακάρης του Χάρολντ και της Αλμπέρτα, θα ’χε εγκαταλείψει την αναρρίχηση στα δέκα πρώτα λεπτά.
Αργά και σταθερά, με κάμποσες στάσεις, έφτασε στην κορφή. Δεν είδε όμως την ενδοχώρα, όπως περίμενε. Τα σύννεφα ήταν πιο χαμηλά, και μια θάλασσα από ομίχλη κατρακυλούσε παφλάζοντας προς το μέρος του. Ο Ευστάθιος κάθισε χάμω και κοίταξε πίσω του. Απ’ τα ύψη της κορυφής, ο κόλπος φαινόταν μια σταλιά, και πίσω του απλωνόταν το ανοιχτό πέ-λαγος, μίλια μακριά. Έπειτα, η ομίχλη των βουνών τον πλάκωσε, πυκνή και ζεστούτσικη, κι ο Ευστάθιος ξάπλωσε κι άρχισε να κυλιέται πέρα δώθε, να τη φχαριστηθεί.
Δεν τη φχαριστήθηκε όμως –τουλάχιστον όχι για πολύ. Σχεδόν για πρώτη φορά στη ζωή του ένιωθε μοναξιά. Στην αρχή η μοναξιά ήταν υποφερτή, μα λίγο λίγο προστέθηκε κι η ανησυχία για την ώρα. Πουθενά δεν ακουγόταν το παραμικρό. Άξαφνα, του φάνηκε πως είχε ξεμείνει μέρες ολόκληρες εκεί πάνω. Κι αν είχαν φύγει οι άλλοι; Κι αν επίτηδες τον άφησαν να ξεμακρύνει, για να τον παρατήσουν και να φύγουν; Πετάχτηκε πάνω αλαφιασμένος κι άρχισε την κατάβαση.
Δεν πρόσεξε όμως, και με τη φόρα που πήρε, γλίστρησε στο τραχύ χορτάρι και κατρακύλησε δυο τρία μέτρα. Σκέφτηκε τότε πως η πτώση τον είχε παρασύρει προς τ’ αριστερά –κι όταν ανηφόριζε, είχε δει χαράδρες από κείνη τη μεριά. Σκαρφάλωσε λοιπόν πάλι ως το σημείο όπου υπολόγιζε πως είχε ξεκινήσει, και ξανακατέβηκε από κει, λοξοδρομώντας λίγο προς τα δεξιά. Τώρα ήταν καλύτερα. Προχωρούσε με μεγάλη προσοχή, γιατί δεν έβλεπε ούτε τη μύτη του. Παντού βασίλευε νεκρική σιγαλιά. Είναι πολύ κουραστικό να πηγαίνεις αργά, όταν μέσα σου μια φωνή σου φωνάζει διαρκώς «Τρέξε, τρέξε, τρέξε» –γιατί ώρα την ώρα φούντωνε μέσα του μια τρομερή ιδέα: πως οι άλλοι τον είχαν παρατήσει κι έφυγαν. Βέβαια, αν είχε καταλάβει έστω και τόσο δα τον Κασπιανό και τα «Πηβενσόπουλα», θα ήξερε πως δεν υπήρχε η παραμικρή πιθανότητα να τον εγκαταλείψουν –μα, όπως θα θυμόσαστε, ο Ευστάθιος τους έβλεπε όλους σατανάδες με μορφή ανθρώπου!
«Επιτέλους!» είπε κάποια στιγμή. Είχε περάσει γλιστρώντας ένα σωρό πέτρες και προσγειωνόταν σε ίσιωμα. «Μπα! Πού πήγαν τα δέντρα; Α, μάλιστα... Κάτι σκούρο ξεχωρίζει μπροστά... Να, η ομίχλη σηκώνεται...»
Πραγματικά, το φως λίγο λίγο δυνάμωνε και τον έκανε να μισοκλείσει τα μάτια του. Η ομίχλη σηκωνόταν. Κι ο Ευστάθιος είδε πως βρισκόταν σε μιαν άγνωστη κοιλάδα. Θάλασσα δε φαινόταν πουθενά.
6
Η μεγάλη περιπέτεια τον Ευστάθιου-Κλάρενς
Την ίδια στιγμή, οι άλλοι έπλεναν χέρια και πρόσωπο στο ποτάμι, κι ετοιμάζονταν για φαγητό και ανάπαυση. Οι τρεις καλύτεροι τοξότες είχαν ανέβει στους λόφους, στα βόρεια του κόλπου, κι είχαν γυρίσει κουβαλώντας δυο αγριοκάτσικα, που τώρα σιγοψήνονταν στη φωτιά. Ο Κασπιανός πρόσταξε να φέρουν απ’ το πλοίο ένα ασκί με δυνατό κρασί της Αρχελάνδης. Θα το ’πιναν νερωμένο, για να φτάσει για όλους. Ως εδώ η δουλειά είχε προχωρήσει καλά, και το γεύμα τους ήταν χαρούμενο. Μα όταν ο Έντμουντ τέλειωσε το πρώτο κοψίδι και πήρε και δεύτερο, είπε: «Πού πήγε αυτός ο γρουσούζης ο Ευστάθιος;»