Выбрать главу

Στο μεταξύ, ο Ευστάθιος κοιτούσε γύρω γύρω την άγνωστη κοιλάδα. Ήταν τόσο στενή και βαθιά, και γύρω της οι κορφές τόσο απόκρημνες, που έμοιαζε με τεράστια καταβόθρα. Το έδαφος ήταν γεμάτο χόρτα και βράχια, κι ο Ευστάθιος πρόσεξε εδώ κι εκεί κάτι καψαλισμένα μαύρα μπαλώματα, σαν κι αυτά που βλέπετε συνήθως κοντά σας γραμμές του τρένου, τα πολύ ζεστά καλοκαίρια. Μπροστά του, καμιά δεκαπενταριά μέτρα πιο κει, ήταν μια λιμνούλα με ήρεμα, πεντακάθαρα νερά. Τίποτ’ άλλο δε φαινόταν στην κοιλάδα, ούτε πουλί, ούτε αγρίμι, ούτε ζουζούνι. Ο ήλιος την έδερνε αλύπητα, κι από παντού την έκλειναν άγριες κορυφές και βουνά σουβλερά σαν αγκάθια.

Κι έτσι ο Ευστάθιος κατάλαβε πως, μέσα στην ομίχλη, είχε κατέβει κατά λάθος από την άλλη μεριά της κορφής. Έστριψε για να δει το δρόμο, κι ένιωσε το αίμα του να παγώνει. Μόνο από τύχη απίστευτη είχε βρει στα τυφλά το μοναδικό μονοπάτι για να κατέβει: πίσω του ήταν μια ατέλειωτη, καταπράσινη πλαγιά, κάθετη σαν τοίχος, με γκρεμούς που έχασκαν δεξιά κι αριστερά. Άλλος δρόμος επιστροφής δεν υπήρχε. Μα τώρα που έβλεπε τι τον περίμενε και φοβόταν, πώς να τα καταφέρει; Και μόνο που το σκεφτόταν, τον έπιανε ίλιγγος.

Έκανε πάλι μεταβολή, κι αποφάσισε να χορτάσει πρώτα νερό στη λιμνούλα. Μα καθώς έστριβε, πριν προλάβει να προχωρήσει μισό βήμα προς την κοιλάδα, κάτι ακούστηκε πίσω του. Ο θόρυβος ήταν ανεπαίσθητος, κι όμως αντήχησε φοβερά μέσα στην απέραντη σιωπή. Ο Ευστάθιος πέτρωσε στη θέση του. Έπειτα, αργά αργά, γύρισε το κεφάλι του και κοίταξε.

Αριστερά του, στη ρίζα των βράχων, ήταν μια χαμηλή, σκοτεινή τρύπα – το άνοιγμα κάποιας σπηλιάς. Δυο αραιές στήλες καπνού έβγαιναν από μέσα, και τα χοντρά χαλίκια κάτω απ’ τη μαύρη τρύπα σάλευαν (αυτός ο θόρυβος είχε ακουστεί) λες και κάτι σερνόταν μέσα, στα σκοτεινά.

Α, ναι. Κάτι σερνόταν. Και, το χειρότερο, αυτό το κάτι ετοιμαζόταν να βγει. Αν ήταν από μια μεριά ο Έντμουντ και η Λούσυ, θα το αναγνώριζαν αμέσως –ακόμα κι εσείς θα το αναγνωρίζατε– μα ο Ευστάθιος τα ’χασε, γιατί διάβαζε πάντα λάθος βιβλία. Το πλάσμα που βγήκε απ’ τη σπηλιά ήταν τόσο παράξενο, που ο Ευστάθιος δεν το ’χε ξαναδεί ούτε στο πιο τρελό του όνειρο. Είχε μακρουλό, μολυβί μουσούδι, θολά κατακόκκινα μάτια, κι ούτε πούπουλα ούτε γούνα, μόνο ένα μακρύ, σερπετό σώμα που σερνόταν στο έδαφος, και κάτι αλλόκοτα πόδια που δίπλωναν και κλειδώνονταν πιο ψηλά απ’ τη ράχη του κορμιού, με αγκώνες σαν της αράχνης. Κι ακόμα, άγρια νύχια, φτερά νυχτερίδας που κροτάλιζαν πάνω στις πέτρες, και μια ουρά που έμοιαζε να μην τελειώνει πουθενά. Ο Ευστάθιος δεν είπε ούτε μέσα του τη λέξη δράκος –μα και να την έλεγε, δε θ’ άλλαζε τίποτα.

Ωστόσο, τα καμώματα αυτού εδώ του δράκου θα τον παραξένευαν λιγάκι, αν ήξερε από δράκους. Ο δράκος δε σηκώθηκε όρθιος ούτε ξεδίπλωσε τα φτερά του. Ούτε φωτιά απ’ το στόμα του έβγαλε. Ο καπνός απ’ τα ρουθούνια του έμοιαζε με τον τελευταίο καπνό μιας φωτιάς που αργοσβήνει. Ο δράκος δε φάνηκε να προσέχει τον Ευστάθιο. Προχώρησε σέρνοντας προς τη λιμνούλα –αργά αργά, με πολλές στάσεις. Μέσα στην άγρια τρομάρα του, ο Ευστάθιος πρόλαβε να σκεφτεί πως το τέρας ήταν πολύ γέρικο και πολύ λυπημένο. Λοιπόν, μήπως άξιζε τον κόπο να ορμήσει στην πλαγιά και να πάρει το δρόμο του γυρισμού; Όμως, με τον παραμικρό θόρυβο, ο δράκος θα ’στριβε το κεφάλι του να κοιτάξει, και τότε μπορεί να ζωντάνευε λιγάκι. Άσε που μπορεί να παράσταινε επίτηδες τον ανήμπορο. Και στο κάτω κάτω, να ξεφύγεις τρέχοντας από ένα πλάσμα που πετάει με φτερά;

Ο δράκος έφτασε στη λιμνούλα κι ακούμπησε το μουσούδι με τα φριχτά λέπια πάνω στα βότσαλα, στο χείλος του νερού. Μα δεν πρόλαβε να πιει. Έβγαλε μια άγρια, βραχνή κραυγή, που αντήχησε μεταλλικά, σαν καμπάνα, κι άρχισε να σπαράζει. Σπάραζε κι όλο σπάραζε, ώσπου, άξαφνα, έγειρε στο πλάι κι έμεινε ασάλευτος, με το ’να πόδι στον αέρα. Απ’ τ’ ανοιγμένο στόμα του κύλησε λίγο μαύρο αίμα, κι ο καπνός απ’ τα ρουθούνια του μαύρισε κι έπειτα στέρεψε και διαλύθηκε.

Κάμποση ώρα ο Ευστάθιος έμεινε πετρωμένος, χωρίς να τολμάει να σαλέψει. Κι αν ήταν κόλπο του δράκου; Έτσι μπορεί να ξεγελούσε τους περαστικούς και να τους έτρωγε. Όμως κανένας δεν μπορεί να μείνει ασάλευτος για πολύ. Ο Ευστάθιος έκανε ένα βήμα μπροστά, κι έπειτα άλλα δυο, και πάλι στάθηκε. Ο δράκος δεν είχε κουνηθεί. Η κόκκινη φωτιά των ματιών του είχε σβήσει. Ο Ευστάθιος ξεθάρρεψε και τον πλησίασε πιο κοντά. Τώρα πια ήταν βέβαιο: ο δράκος ήταν νεκρός. Τον άγγιξε ανατριχιάζοντας. Τίποτα.