Выбрать главу

Η ανακούφισή του ήταν τόσο μεγάλη, που του ’ρθε να βάλει τα γέλια. Μέσα του δεν ένιωθε πια θεατής, αλλά ήρωας, σαν να ’χε σκοτώσει το δράκο. Τον πέρασε με μια δρασκελιά κι έσκυψε στη λιμνούλα, γιατί η ζέστη ήταν πια αφόρητη. Ο κεραυνός που έπεσε κάπου μακριά, δεν τον ξάφνιασε καθόλου. Ο ήλιος κρύφτηκε, και πριν χορτάσει νερό ο Ευστάθιος, άρχισαν να πέφτουν χοντρές στάλες.

Το κλίμα του νησιού ήταν απαίσιο. Μέσα σε μισό λεπτό, ο Ευστάθιος είχε μουσκέψει ως το κόκαλο, μισοτυφλωμένος από μια βροχή τόσο πυκνή, που δεν είχε σχέση με τις μπόρες της Ευρώπης. Ο Ευστάθιος κατάλαβε πως δεν είχε νόημα να γυρίσει πίσω με τέτοια θεομηνία, κι έτσι όρμησε στο μοναδικό καταφύγιο που υπήρχε εκεί κοντά –στη σπηλιά του δράκου. Σύρθηκε μέσα, ξάπλωσε και προσπάθησε να ξαναβρεί την ανάσα του.

Οι περισσότεροι από σας θα ξέρετε τι πάνω κάτω υπάρχει στη φωλιά ενός δράκου. Όμως ο Ευστάθιος, είπαμε, διάβαζε πάντα λάθος βιβλία. Στα δικά του βιβλία είχε ένα σωρό στοιχεία για εισαγωγές, εξαγωγές, καθεστώτα και αρδευτικά έργα, αλλά για δράκους δεν έλεγε κουβέντα. Κι έτσι, τώρα ξαφνιάστηκε προσέχοντας πως ήταν ξαπλωμένος πάνω σε κάτι παράξενα πράγματα, πολύ σουβλερά για πέτρες και πολύ σκληρά γι’ αγκάθια. Ένιωθε και κάτι άλλα πράγματα, στρογγυλά και πλακουτσά, κι όλα μαζί κροτάλιζαν μόλις δοκίμαζε να σαλέψει. Στο λιγοστό φως που έμπαινε απ’ την είσοδο της σπηλιάς, ο Ευστάθιος ανακάλυψε αυτό που όλοι εσείς θα μαντεύατε και χωρίς να το δείτε –έναν ολόκληρο θησαυρό! Είχε στέμματα (αυτά τον τσιμπούσαν) και φλουριά, δαχτυλίδια και βραχιόλια, πελώριες πλάκες χρυσού, κύπελλα, πιάτα και πολύτιμα πετράδια.

Ο Ευστάθιος (που δεν ήταν σαν τ’ άλλα παιδιά) δεν τους είχε ποτέ σε εκτίμηση τους θησαυρούς. Σκέφτηκε όμως πως θα του ήταν χρήσιμοι, εδώ, σ’ αυτόν τον καινούριο κόσμο όπου βρέθηκε πηδώντας απ’ την κορνίζα ενός πίνακα. «Εδώ δεν υπάρχει φορολογία» είπε. «Άρα, δεν είμαι υποχρεωμένος να παραδώσω το θησαυρό στο κράτος. Αν πάρω κάτι μαζί μου, μπορεί να περάσω λίγο καλύτερα –ίσως στην Καλορμίνα. Αυτή μου φάνηκε η πιο υποφερτή απ’ τις άλλες χώρες. Αλλά πόσα να πάρω; Ας πούμε, αυτό το βραχιόλι –σαν διαμάντι μοιάζει η πέτρα του. Αυτό να το φορέσω στο χέρι μου. Μεγάλο μου πέφτει. Θα το ανεβάσω πάνω απ’ τον αγκώνα μου. Έπειτα θα γεμίσω τις τσέπες μου με διαμάντια. Πιο βολικά απ’ το χρυσάφι είναι. Πότε θα σταματήσει επιτέλους αυτή η βροχή;» Σύρθηκε παραμέσα και βρήκε μια αναπαυτική μεριά, που είχε μόνο φλουριά. Εκεί βολεύτηκε να περιμένει. Όμως ο μεγάλος τρόμος, όταν μάλιστα έχει περάσει πια, κι όταν έχει προηγηθεί τόση πεζόπορία στα βουνά, σε κάνει πτώμα στην κούραση. Κι ο Ευστάθιος αποκοιμήθηκε.

Όταν ο ύπνος τον πήρε για τα καλά, κι άρχισε πια να ροχαλίζει, οι άλλοι είχαν τελειώσει το φαγητό κι ανησυχούσαν τρομερά για την τύχη του. «Εεεε! Ευστάθιεεε! Ευστάθιεεε!» φώναζαν ώσπου βράχνιασαν, κι ο Κασπιανός άρχισε τότε να σημαίνει το κέρας του.

«Δεν πρέπει να ’ναι κοντά, αλλιώς θα μας άκουγε» είπε η Λούσυ, κατάχλομη απ’ το φόβο.

«Α, τον ανόητο!» είπε ο Έντμουντ. «Τι στο καλό τον έπιασε κι απομακρύνθηκε χωρίς να τον πάρουμε είδηση;»

«Κάτι πρέπει να κάνουμε» είπε η Λούσυ. «Μπορεί να χάθηκε ή να ’πεσε σε κανένα γκρεμό. Μπορεί και να τον αιχμαλώτισαν ιθαγενείς.»

«Ή να τον έφαγαν τα θηρία» είπε ο Δρινιανός.

«Με τις υγείες τους!» είπε μέσ’ απ’ τα δόντια του ο Ράινς.

«Αφέντη Ράινς» τον αποπήρε ο Ριπιτσιπιτσίπ, «τέτοια κουβέντα δεν την περίμενα από σένα. Το πλάσμα δεν είναι βέβαια φίλος μου, είναι όμως αίμα της Βασίλισσας, κι εφόσον τον έχουμε μαζί μας, είναι ζήτημα τιμής να τον βρούμε– ή να εκδικηθούμε το θάνατό του, αν είναι νεκρός».

«Και βέβαια πρέπει να τον βρούμε, αν μπορέσουμε» είπε ανήσυχος ο Κασπιανός. «Θα ’ναι όμως μεγάλος μπελάς. Πρέπει να χωριστούμε σε ομάδες και να ψάχνουμε ως το πρωί. Αχ, αυτός ο Ευστάθιος!»

Στο μεταξύ, ο Ευστάθιος –που κοιμόταν του καλού καιρού– ξύπνησε από έναν πόνο στο μπράτσο του. Το φεγγάρι έλαμπε απ’ το άνοιγμα της σπηλιάς, και το στρώμα του θησαυρού έμοιαζε πιο αναπαυτικό. Ούτε που το αισθανόταν πια ο Ευστάθιος. Στην αρχή, ο πόνος στο αριστερό του μπράτσο τον παραξένεψε, αλλά λίγο λίγο συνειδητοποίησε πως το βραχιόλι που είχε φορέσει τον έσφιγγε ανεξήγητα. Μάλλον θα του ’χε πρηστεί το χέρι στον ύπνο του.

Σήκωσε το δεξί του χέρι να πιάσει το αριστερό, μα αμέσως σταμάτησε, και δαγκώθηκε λαχταρισμένος. Ίσια μπροστά του και λίγο προς τα δεξιά, εκεί που το φεγγαρόφωτο φώτιζε καθαρά το δάπεδο της σπηλιάς, κάτι φριχτό φάνηκε να σαλεύει. Ο Ευστάθιος το αναγνώρισε αμέσως: ήταν πόδι δράκου. Το πόδι είχε σαλέψει μόλις κούνησε το χέρι του ο Ευστάθιος, και τώρα που είχε σταματήσει, σταμάτησε κι αυτό.