Выбрать главу

«Τι βλάκας που είμαι!» σκέφτηκε ο Ευστάθιος. «Ο δράκος είχε ταίρι, και τώρα το ταίρι του είναι ξαπλωμένο δίπλα μου.»

Πέρασαν λίγα λεπτά χωρίς να τολμήσει να κουνήσει ούτε το μικρό του δαχτυλάκι. Στο φως του φεγγαριού, δυο λεπτές στήλες καπνού μαύριζαν ακριβώς μπροστά στα μάτια του –κι ήταν σαν τον καπνό που έβγαζε απ’ τη μύτη του ο άλλος δράκος, πριν πεθάνει. Ο Ευστάθιος, κοψοχολιασμένος, κράτησε την ανάσα του –κι αμέσως ο καπνός διαλύθηκε και δεν ξαναφάνηκε. Όμως σε λίγο ο Ευστάθιος πήρε πάλι ανάσα, και πάλι οι δυο στήλες του καπνού έκαναν την εμφάνισή τους μπροστά του. Ούτε τότε μάντεψε τη φριχτή αλήθεια.

Με τα πολλά, αποφάσισε να γυρίσει προσεχτικά στο αριστερό του πλευρό και να συρθεί έξω απ’ τη σπηλιά. Ίσως το τέρας να κοιμόταν –αλλά, και να μην κοιμόταν, δεν του ’μενε άλλη λύση. Κι όπως ήταν φυσικό, πριν γυρίσει, κοίταξε να δει τι είχε στ’ αριστερά του. Φρίκη! Άλλο ένα πόδι δράκου με γαμψά νύχια!

Τώρα ο Ευστάθιος έβαλε τα κλάματα –και κανένας δε θα μπορούσε να τον κοροϊδέψει. Τα δάκρυά του τον ξάφνιασαν όμως, γιατί ήταν πελώρια, κι έσκαγαν με βροντερά πλατς πλουτς πάνω στο θησαυρό. Ήταν ακόμη ασυνήθιστα ζεστά και άχνιζαν.

Ούτε τα δάκρυα ωφέλησαν. Έπρεπε να συρθεί ανάμεσα στους δυο δράκους –έπρεπε να βγει έξω, πάση θυσία. Άπλωσε αργά αργά το δεξί του χέρι. Το μπροστινό πόδι του δράκου στα δεξιά του έκανε ακριβώς την ίδια κίνηση. Έπειτα δοκίμασε το αριστερό του. Το άλλο πόδι του δράκου τον μιμήθηκε.

Δύο δράκοι, δεξιά κι αριστερά, μιμούνταν τις κινήσεις του! Με τα νεύρα σμπαράλια, ο Ευστάθιος ξέχασε τις προφυλάξεις και πετάχτηκε πάνω.

Ήταν τέτοιος ο χαλασμός που επακολούθησε, και πίσω, στη σπηλιά, το χρυσάφι και τα πετράδια κροτάλισαν και κουδούνισαν τόσο άγρια, που ο Ευστάθιος πίστεψε πως οι δύο δράκοι τον κυνηγούσαν. Δεν τόλμησε όμως να γυρίσει να κοιτάξει, κι όρμησε στη λιμνούλα. Στο φως του φεγγαριού, το συσπασμένο σώμα του νεκρού δράκου ήταν αποτρόπαιο. Ο Ευστάθιος ούτε που το πρόσεξε. Μόνο το νερό τον ενδιέφερε.

Ωστόσο, την ώρα που έφτανε στην άκρη της λιμνούλας, έγιναν δύο πράγματα μαζί. Πρώτον, συνειδητοποίησε ξαφνικά, σαν να τον είχε χτυπήσει κεραυνός, πως έτρεχε με τα τέσσερα. Τι στο καλό τον είχε πιάσει; Δεύτερον, καθώς έσκυβε στο νερό, του φάνηκε για μια στιγμή πως άλλος ένας δράκος τον αγριοκοίταζε μέσ’ απ’ τη λίμνη. Σ’ ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, ο Ευστάθιος συνειδητοποίησε τη φριχτή αλήθεια: το πρόσωπο του δράκου στη λιμνούλα, ήταν το είδωλό του. Δε χωρούσε αμφιβολία. Το είδωλο κουνιόταν όταν κουνιόταν κι αυτός, κι ανοιγόκλεινε το στόμα του ανάλογα.

Είχε γίνει δράκος στον ύπνο του. Είχε αποκοιμηθεί πάνω στους θησαυρούς του δράκου, με την καρδιά του γεμάτη άγρια απληστία, κι είχε μεταμορφωθεί σε δράκο!

Τώρα εξηγούνταν όλα. Δεν υπήρχαν άλλοι δράκοι στη σπηλιά. Τα φοβερά πόδια, δεξιά κι αριστερά του, ήταν δικά του. Κι ο καπνός που είχε δει, έβγαινε απ’ τα δικά του ρουθούνια. Όσο για τον πόνο στο αριστερό του μπράτσο –σ’ αυτό που ήταν άλλοτε μπράτσο- ανακάλυψε την αιτία αλληθωρίζοντας το αριστερό του μάτι. Το βραχιόλι, που εφάρμοζε τέλεια στο μπράτσο του αγοριού, έπεφτε στενό στο πελώριο πόδι του δράκου: τώρα ήταν βαθιά βυθισμένο στα λέπια και στη σάρκα, και γύρω γύρω το απαίσιο πόδι είχε πρηστεί. Τράβηξε το βραχιόλι με τα σουβλερά του δόντια, μα δεν μπόρεσε να το βγάλει.

Μ’ όλο τον πόνο του, ένιωσε κάτι σαν ανακούφιση. Δεν είχε πια να φοβηθεί τίποτα. Τώρα ήταν φοβερός και τρομερός, και τίποτα στον κόσμο δεν μπορούσε να τα βάλει μαζί του –εκτός από έναν γενναίο ιππότη, και πάλι όχι όποιον κι όποιον. Θα ’δινε λοιπόν ένα καλό μάθημα στον Κασπιανό και στον Έντμουντ, και...

Όμως, τώρα που το σκεφτόταν, κατάλαβε πως δεν ήθελε να τους κάνει κακό. Ήθελε να τους έχει φίλους. Ήθελε να ξαναβρεθεί κοντά σε ανθρώπους, να μιλάει, να γελάει, να μοιράζεται. Κατάλαβε πως ήταν τέρας, πως είχε αποκοπεί απ’ το ανθρώπινο γένος. Η τρομερή μοναξιά τον έπνιγε. Λίγο λίγο, έβλεπε πια πως οι άλλοι δεν ήταν ούτε εχθροί του ούτε «σατανάδες μεταμορφωμένοι». Αναρωτήθηκε για πρώτη φορά αν κι ο ίδιος ήταν πάντα τόσο εντάξει όσο νόμιζε. Είχε πεθυμήσει τις φωνές τους. Αχ, πώς λαχταρούσε ν’ ακούσει μια γλυκιά κουβέντα –μακάρι κι απ’ το στόμα του Ριπιτσιπιτσίπ!

Κι όπως τα σκεφτόταν όλ’ αυτά, ο καημένος ο δράκος και πρώην Ευστάθιος, άρχισε να κλαίει γοερά, και δεν μπορείτε να φανταστείτε ούτε το θέαμα ούτε το άκουσμα, όταν ένας πελώριος και δυνατός δράκος κλαίει με μαύρο δάκρυ σε μια φεγγαρόλουστη κι έρημη κοιλάδα.