Στο τέλος, αποφάσισε να βρει ένα δρόμο για να γυρίσει στην ακτή. Μέσα του ήξερε πια καλά πως ο Κασπιανός δε θα ’φευγε αν δεν τον έβρισκε. Ήταν μάλιστα σίγουρος πως, με κάποιον τρόπο, και σ’ αυτό το χάλι, θα εξηγούσε στους άλλους ποιος είναι.
Ήπιε λοιπόν νερό με την ψυχή του, κι έπειτα (ξέρω πως θ’ ανατριχιάσετε, μα, αν το καλοσκεφτείτε, δεν είναι και τόσο τρομερό) καταβρόχθισε το νεκρό δράκο. Είχε φάει κιόλας τον μισό όταν συνειδητοποίησε τι κάνει –γιατί, βλέπετε, μπορεί να ’χε το μυαλό του Ευστάθιου, αλλά οι γεύσεις και οι ορέξεις του ήταν δρακίσιες. Πρέπει επίσης να σας εξηγήσω ότι ο καλύτερος μεζές για τους δράκους είναι ο φρέσκος δράκος –γι’ αυτό ποτέ δε βρίσκονται δύο δράκοι στην ίδια περιοχή.
Στο τέλος γύρισε κι άρχισε να σκαρφαλώνει την απότομη πλαγιά. Μα δεν πρόλαβε να σκαρφαλώσει και πολύ, γιατί με την πρώτη δρασκελιά, κατάλαβε πως πετούσε. Είχε ξεχάσει εντελώς τα φτερά του, κι αυτή η ευχάριστη έκπληξη ήταν για τον Ευστάθιο η πρώτη εδώ και πολύ καιρό. Σε λίγο, ταξίδευε ψηλά στον αέρα, κι έβλεπε αμέτρητες βουνοκορφές ν’ απλώνονται από κάτω, γυαλίζοντας στο φως του φεγγαριού. Έβλεπε και τον κόλπο, ένα ασημένιο φετάκι σαν πεπόνι, και τον Ταξιδιώτη της Αυγής, και τις φωτιές απ’ τον καταυλιγμό των συντρόφων του να τρεμοπαίζουν στα δάση. Κι έτσι ο Ευστάθιος-δράκος έκανε μια βουτιά, κι από τα ύψη που βρισκόταν άρχισε να κατεβαίνει ορμητικά προς το μέρος τους, σαν να γλιστρούσε σε τσουλήθρα.
Η Λούσυ κοιμόταν βαθιά. Είχε μείνει ξάγρυπνη ως την ώρα που επέστρεψαν οι ανιχνευτές, ελπίζοντας ν’ ακούσει καλές ειδήσεις για τον Ευστάθιο. Όμως οι ανιχνευτές, με επικεφαλής τον Κασπιανό, είχαν γυρίσει αργά, ξεθεωμένοι στην κούραση, κι έφεραν κακά μαντάτα: ούτε ίχνος απ’ τον Ευστάθιο. Είχαν εντοπίσει όμως από ψηλά έναν ψόφιο δράκο σε μια κοιλάδα. Την πληροφορία αυτή προσπάθησαν να τη δουν θετικά, κι ο ένας παρηγορούσε τον άλλο πως δεν είχαν τίποτε να φοβηθούν, πως αυτός ο δράκος θα ’ταν ο τελευταίος στην περιοχή, και πως αφού τον είχαν δει ψόφιο γύρω στις τρεις το απόγευμα, δε θα ’χε προλάβει να σκοτώσει τον Ευστάθιο πριν ψοφήσει.
«Εκτός κι αν το ’φαγε, το βρομόπαιδο, και πέθανε από δηλητηρίαση» είπε ο Ράινς. Το ’πε όμως πολύ σιγανά και δεν τον άκουσε κανείς.
Κι έτσι τώρα, καθώς η Λούσυ κοιμόταν βαθιά, ένιωσε κάποιον να τη σκουντάει απαλά. Βρήκε τους άλλους στο πόδι. Είχαν μαζευτεί σε μια μεριά και κουβέντιαζαν ψιθυριστά.
«Τι πάθατε;» είπε η Λούσυ.
«Σύντροφοι, κάντε καρδιά» έλεγε εκείνη την ώρα ο Κασπιανός. «Ένας δράκος πέρασε πετώντας πάνω απ’ τα δέντρα και προσγειώθηκε στην ακτή. Ναι, φοβάμαι πως μας έχει αποκόψει απ’ το καράβι μας. Κανένα βέλος δεν τρυπάει τους δράκους. Ούτε η φωτιά τούς τρομάζει.»
«Μεγαλειότατε, με την άδειά σας...» πετάχτηκε ο Ριπιτσιπιτσίπ.
«Όχι, μικρέ μου» είπε αποφασιστικά ο Βασιλιάς, «δε σ’ αφήνω να μονομαχήσεις με το δράκο. Κι αν δε μου δώσεις το λόγο σου πως θα με υπακούσεις, θα χρειαστεί να σε δέσω. Πρέπει να ’χουμε τα μάτια μας δεκατέσσερα και, μόλις φέξει, θα κατεβούμε στην ακτή να πολεμήσουμε. Επικεφαλής θα προχωρήσω εγώ. Ο Βασιλιάς Εδμόνδος θα είναι στα δεξιά μου κι ο Λόρδος Δρινιανός στ’ αριστερά μου. Δε μένει να κανονίσουμε τίποτ’ άλλο. Όπου να ’ναι ξημερώνει. Σε μία ώρα να ετοιμαστεί φαγητό κι όσο κρασί περίσσεψε. Κι όλα να γίνουν σιωπηλά».
«Μπορεί να φύγει από μόνος του» είπε η Λούσυ.
«Τόσο το χειρότερο» απάντησε ο Έντμουντ, «γιατί τότε δε θα ξέρουμε πού είναι. Κι εγώ, άμα μπαίνει καμιά σφήκα στο δωμάτιό μου, δε θέλω να τη χάνω απ’ τα μάτια μου».
Ήταν τρομερή η υπόλοιπη νύχτα, κι όταν ετοιμάστηκε το φαγητό, κανένας δεν είχε όρεξη, κι ας ήξεραν όλοι πως έπρεπε να φάνε για να πάρουν δυνάμεις. Ατέλειωτες τους φάνηκαν οι ώρες ώσπου είδαν το σκοτάδι να ξανοίγει κι άκουσαν δυο τρία πουλάκια να τιτιβίζουν κι ο κόσμος έγινε πιο κρύος και υγρός απ’ ό,τι τη νύχτα κι ο Κασπιανός είπε: «Εμπρός, φίλοι».
Σηκώθηκαν όλοι, με το σπαθί στο χέρι, και σχημάτισαν μια συμπαγή ομάδα με τη Λούσυ στη μέση και τον Ριπιτσιπιτσίπ στον ώμο της. Πιο καλά ήταν έτσι, παρά να περιμένουν, και ο καθένας τους ένιωσε ν’ αγαπάει τους υπόλοιπους πιο πολύ απ’ τις συνηθισμένες στιγμές. Ξεκίνησαν με βήμα στρατιωτικό. Το φως δυνάμωνε όταν έφταναν στην άκρη του δάσους. Και να, στην αμμουδιά, σαν γιγάντια σαύρα ή κροκόδειλος, ήταν ξαπλωμένος ο δράκος, ένα ερπετό όλο πόδια, λέπια κι αγκάθια, πελώριο κι αποτρόπαιο.
Μα όταν τους είδε ο δράκος, αντί να σηκωθεί και να ξεράσει καπνούς και φωτιές, έκανε πίσω –σχεδόν παραπατώντας– και μπήκε στα ρηχά του κόλπου.
«Γιατί κουνάει έτσι το κεφάλι του;» είπε ο Έντμουντ.
«Σαν να γνέφει καταφατικά» είπε ο Κασπιανός.
«Κάτι τρέχει απ’ τα μάτια του» είπε ο Δρινιανός.