Выбрать главу

«Μα δεν καταλαβαίνετε;» είπε η Λούσυ. «Κλαίει. Δάκρυα είναι.»

«Στη θέση σας, Κυρία, δε θα ’μουν τόσο σίγουρος» είπε ο Δρινιανός. «Το ίδιο κάνουν και οι κροκόδειλοι για να ξεγελάσουν τη λεία τους.»

«Κοίτα! Τώρα που το ’πες, κούνησε το κεφάλι του αρνητικά» είπε ο Έντμουντ. «Λες κι ήθελε να πει Όχι. Κοίτα! Πάλι το κάνει.»

«Λες να καταλαβαίνει τι λέμε;» ρώτησε η Λούσυ.

Ο δράκος άρχισε να κουνάει καταφατικά το κεφάλι του μ’ όλη του τη δύναμη.

Ο Ριπιτσιπιτσίπ πήδηξε απ’ τον ώμο της Λούσυ και βγήκε μπροστά.

«Δράκε» τσίριξε, «καταλαβαίνεις τι λέμε;»

Ο δράκος κούνησε το κεφάλι του καταφατικά.

«Ξέρεις να μιλάς;»

Ο δράκος κούνησε το κεφάλι του αρνητικά.

«Τότε» είπε ο Ριπιτσιπιτσίπ, «περιττό να σε ρωτήσω τι γυρεύεις εδώ. Μα αν ορκίζεσαι να γίνεις φίλος μας, σήκωσε ψηλά το μπροστινό σου πόδι. Το αριστερό».

Ο δράκος υπάκουσε, αλλά πολύ αδέξια, γιατί το πόδι του ήταν πρησμένο τούμπανο απ’ το χρυσό βραχιόλι.

«Κοιτάξτε!» είπε η Λούσυ. «Κάτι έχει το πόδι του. Α, τον καημένο! Ίσως γι’ αυτό να κλαίει. Μπορεί να ήρθε εδώ για να τον γιατρέψουμε, όπως το λιοντάρι στον Ανδροκλή.»

«Πρόσεξε, Λουκία» είπε ο Κασπιανός. «Είναι πανέξυπνος δράκος. Μπορεί να το κάνει επίτηδες.»

Όμως η Λούσυ έτρεχε κιόλας, με τον Ριπιτσιπιτσίπ το κατόπι της, μ’ όλη τη δύναμη των μικρών της ποδιών. Τ’ αγόρια κι ο Δρινιανός την ακολούθησαν.

«Δώσ’ μου το καημένο το ποδαράκι σου» είπε η Λούσυ. «Μπορεί να καταφέρω να σ’ το γιατρέψω.»

Κι ο δράκος και πρώην Ευστάθιος άπλωσε το πονεμένο πόδι του μετά χαράς, γιατί θυμόταν πώς τον είχε συνεφέρει απ’ τη ναυτία το μαγικό φίλτρο της Λούσυ, παλιά, πριν γίνει δράκος. Το αποτέλεσμα ήταν απογοητευτικό. Το μαγικό υγρό τού πέρασε λίγο το πρήξιμο και τον πόνο, αλλά δεν μπόρεσε να διαλύσει το χρυσάφι.

Όλοι είχαν μαζευτεί γύρω του, να δουν τι θα γίνει, κι άξαφνα ο Κασπιανός φώναξε: «Κοιτάξτε!» Είχε δει το βραχιόλι.

7

Πώς τελείωσε αυτή η περιπέτεια

«Τι πράγμα;» είπε ο Έντμουντ.

«Το χρυσό βραχιόλι» είπε ο Κασπιανός.

«Ένα σφυράκι, κι απάνω του ένα διαμάντι σαν αστέρι» είπε το Δρινιανός. «Σαν κάπου να το ’χω ξαναδεί.»

«Αυτό είναι!» φώναξε ο Κασπιανός. «Και βέβαια το ’χεις ξαναδεῖ. Είναι το οικόσημο ενός μεγάλου γένους τῆς Νάρνια. Το βραχιόλι του Λόρδου Ὀκτεσιανοῦ».

«Αχρείε!» φώναξε στο δράκο ο Ριπιτσιπιτσίπ. «Εσύ καταβρόχθισες το ναρνιανό άρχοντα;» Όμως ο δράκος κούνησε το κεφάλι του αρνητικά.

«Ξέρετε» είπε η Λούσυ, «μπορεί αυτός να είναι ο Λόρδος Ὀκτεσιανός που μεταμορφώθηκε σε δράκο –ίσως με μάγια».

«Δεν είναι απαραίτητο» είπε ο Έντμουντ. «Όλοι οι δράκοι μαζεύουν χρυσάφι. Μπορούμε όμως να υποθέσουμε πως ο Οκτεσιανός δεν έφτασε πιο πέρα απ’ αυτό το νησί.»

«Μήπως είσαι ο Λόρδος Οκτεσιανός;» ρώτησε το δράκο η Λούσυ, κι όταν τον είδε να της γνέφει Όχι λυπημένος, πρόσθεσε: «Μήπως είσαι μαγεμένος –μήπως ήσουν ποτέ άνθρωπος;»

Ο δράκος άρχισε να κουνάει καταφατικά το κεφάλι του σαν τρελός.

Και τότε κάποιος –κανείς δεν ήταν σίγουρος αργότερα αν το ’πε πρώτη η Λούσυ ή ο Έντμουντ– πάντως κάποιος, φώναξε: «Δε μου λες... Μήπως είσαι ο Ευστάθιος;»

Κι ο Ευστάθιος κούνησε καταφατικά το πελώριο κεφάλι του και άρχισε να χτυπάει την ουρά του στη θάλασσα, κι όλοι έκαναν πίσω (μερικοί ναύτες μάλιστα με επιφωνήματα που δε γράφονται) για να μην τους λούσει με τα πελώρια, βραστά δάκρυα που κύλησαν απ’ τα μάτια του.

Η Λούσυ τον παρηγόρησε όσο μπορούσε, κι επιστρατεύοντας όλο της το θάρρος, του φίλησε τα λέπια της μουσούδας του. Κι έπειτα όλοι είπαν «Βρε, το φουκαρά», και μερικοί τον καθησύχασαν πως δε θα τον εγκαταλείψουν, και πολλοί έλεγαν πως, δεν μπορεί, κάποιος τρόπος θα υπάρχει να λυθούν τα μάγια, και να δεις που σε δυο μέρες θα το ’χεις ξεχάσει, και τα λοιπά. Και βέβαια τους έτρωγε η περιέργεια να μάθουν τα καθέκαστα, αλλά ο δράκος δε μιλούσε. Τις επόμενες μέρες, προσπάθησε κάμποσες φορές να τους γράψει κάτι στην άμμο, αλλά πάντα τα ’κανε μούσκεμα. Γιατί, όπως είπαμε, ο Ευστάθιος δεν είχε διαβάσει ποτέ του βιβλία τής προκοπής, και δεν ήξερε να διηγείται ιστορίες, κι έπειτα, τα πόδια των δράκων έχουν άλλο μυϊκό σύστημα και δεν είναι φτιαγμένα για να γράφουν. Έτσι, κάθε φορά, πριν αποτελειώσει την ιστορία, τα κύματα φούσκωναν κι έσβηναν τα γραμμένα –όσα δηλαδή δεν είχε σβήσει ο ίδιος κατά λάθος, με τα πόδια του ή με την ουρά του. Κι όσα πρόλαβαν να διαβάσουν οι άλλοι, έλεγαν πάνω κάτω τα εξής –χωρίς τα σβησμένα:

ΜΕΠΗΡΟΥ ΠΝΟΣ ... ΡΚΟΣ ΑΔΡΟΚΣ ΦΤΟΥΝΑΠΑΡΕΙ ΔΡΑΚΟΣ ΣΤΗΣΠΗΛΙΑ ΠΥΟΠΕΘΑΝΕ ΚΑΙΜΕΤΑ ... ΞΥΠΝΑΩΚΑΙ ... ΔΕ ... ΤΟΧΕΡΙ ΜΟΥ... ΟΥΦ...

Όλοι ωστόσο συμφωνούσαν σε ένα: ο χαρακτήρας του Ευστάθιου είχε αλλάξει προς το καλύτερο τώρα που έγινε δράκος. Σκοτωνόταν να βοηθήσει, κι όργωνε πάνω κάτω το νησί, πετώντας. Έτσι ανακάλυψε πως τα βουνά είχαν αγριοκάτσικα και κοπάδια αγριογούρουνα, και σε κάθε βόλτα τούς έφερνε κάμποσα, να ’χουν κρέας για το ταξίδι. Τα ζώα τα σκότωνε με το μαλακό. Έφτανε μόνο ένα χτύπημα με την ουρά του, κι η λεία του περνούσε στον άλλο κόσμο χωρίς να το πάρει είδηση (κι ίσως να μην το ’χει πάρει ούτε τώρα που μιλάμε). Το μερτικό του τό ἔτρωγε πάντα μόνος, γιατί ήταν δράκος και το κρέας το προτιμούσε ωμό, και δεν ήταν σωστό να τον βλέπουν οι άλλοι με τη μουσούδα πασαλειμμένη φαΐ. Ώσπου, μια μέρα, πετώντας αργά αργά, κατάκοπος αλλά θριαμβευτής, κουβάλησε στον καταυλισμό ένα πελώριο πεύκο. Το ’χε βγάλει μαζί με τις ρίζες του από μια γειτονική κοιλάδα, και το ’φερνε για να φτιάξουν καινούριο κατάρτι. Κι όταν έπεφτε ψύχρα τα βράδια, κυρίως μετά τη βροχή, ο Ευστάθιος τούς ήταν πολύτιμος, γιατί κάθονταν όλοι με την πλάτη ακουμπισμένη στο καυτό πλευρό του, κι έτσι ζεσταίνονταν και στέγνωναν τα ρούχα τους. Ακόμα, έφτανε μια φλογισμένη ανάσα του για ν’ ανάψει φωτιά και στα πιο μουσκεμένα ξύλα. Κάπου κάπου, τους έπαιρνε με δόσεις και τους έβγαζε βόλτα στον αέρα, καβάλα στη ράχη του, και τότε οι τυχεροί έβλεπαν να περνούν από κάτω πράσινες πλαγιές, βράχια, χαράδρες, κορυφές, στενές και βαθουλωτές κοιλάδες, και πέρα μακριά, στη θάλασσα της ανατολής, ξεχώριζαν μια σκουρογάλαζη κηλίδα μέσα στο γαλάζιο – ίσως κάποια στεριά.