Το μόνο πράγμα που έδινε δύναμη στον Ευστάθιο, μέσα στην απελπισία του, ήταν η πρωτόγνωρη χαρά του να σ’ αγαπούν –κι ακόμα περισσότερο, του ν’ αγαπάς τους άλλους. Ήξερε πόσο απαίσιο πράγμα είναι ένας δράκος, κι ανατρίχιαζε όταν έβλεπε τυχαία το είδωλό του, πετώντας πάνω απ’ τις λίμνες των βουνών. Αχ, πώς τα σιχαινόταν τα πελώρια νυχτεριδίσια φτερά του, την πριονωτή του καμπούρα, και τα φριχτά, άγρια νύχια του! Όταν έμενε μόνος, φοβόταν τον εαυτό του, κι όταν ήταν μαζί με τους άλλους, ντρεπόταν. Κι έτσι τα πιο ζεστά βράδια, που δεν έκανε χρέη θερμοφόρας, ξέκοβε απ’ τον καταυλισμό και κουλουριαζόταν σαν φίδι ανάμεσα στο δάσος και τη θάλασσα. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, προς μεγάλη του κατάπληξη, είχε μόνιμη παρηγοριά του τον Ριπιτσιπιτσίπ. Ο ευγενικός Ποντικός άφηνε τον καταυλισμό και τις φωτιές, και περνούσε τη νύχτα δίπλα στο κεφάλι του δράκου, φροντίζοντας μόνο να μην είναι απ’ τη μεριά που φυσούσε ο αέρας, γιατί τον έπιανε βήχας απ’ τόν καπνό της ανάσας του. Και τότε του έλεγε πως αυτό που είχε πάθει ο Ευστάθιος ήταν χαρακτηριστικό παράδειγμα του Τροχού της Τύχης που γυρίζει, και πως αν είχε τον Ευστάθιο στο σπίτι του στη Νάρνια (που ήταν στην πραγματικότητα τρύπα κι όχι σπίτι, και δε θα χώραγε μήτε το κεφάλι του δράκου, χώρια το πελώριο κορμί του) θα του ’δειχνε εκατό παραδείγματα με βασιλιάδες, αυτοκράτορες, δούκες, ιππότες, ποιητές, εραστές, αστρονόμους, φιλόσοφους και μάγους, που είχαν χάσει την καλή τους τύχη κάτω από φοβερές περιστάσεις, και πολλοί την ξαναβρήκαν κι έζησαν καλά κι εμείς καλύτερα. Μπορεί βέβαια οι συζητήσεις αυτές να μην τον ανακούφιζαν πολύ, μα η πρόθεση του Ποντικού ήταν αγαθή, κι ο Ευστάθιος δεν το ξέχασε ποτέ.
Υπήρχε όμως ένα πρόβλημα που κρεμόταν απειλητικά πάνω απ’ όλους: τι θα τον έκαναν το δράκο όταν ήταν έτοιμοι να σαλπάρουν; Προσπάθησαν να μην το κουβεντιάζουν μπροστά του, αλλά θέλοντας και μη όλο και κάτι έπαιρνε τ’ αυτί του: «Να τον ξαπλώσουμε στη μια μεριά του καταστρώματος, σ’ όλο το μάκρος. Κι απ’ την άλλη μεριά να στοιβάξουμε στο αμπάρι όλες τις προμήθειες, γι’ αντίβαρο» ή «Μήπως είναι καλύτερα να τον ρυμουλκήσουμε;» ή «θ’ αντέξει να μας ακολουθεί πετώντας;» και (τις περισσότερες φορές) «Και τι θα τον ταΐζουμε;» Κι ο καημένος ο Ευστάθιος συνειδητοποιούσε λίγο λίγο πως απ’ την πρώτη μέρα που βρέθηκε στο καράβι τούς ήταν μεγάλος μπελάς και τώρα τους είχε γίνει ακόμα μεγαλύτερος. Αυτή η σκέψη τού ροκάνιζε το μυαλό, όπως το χρυσό βραχιόλι τού ροκάνιζε το μπροστινό του πόδι. Ήξερε πως το χειροτέρευε όταν το τραβούσε με τα μεγάλα δόντια του, κι ωστόσο όλο το πάλευε και το δάγκωνε, κυρίως τις ζεστές νύχτες.
Την έκτη μέρα απ’ την απόβαση στο Νησί του Δράκου, ο Έντμουντ ξύπνησε αχάραγα. Το σκοτάδι άρχιζε μόλις ν’ αραιώνει, κι έβλεπες τους κορμούς των δέντρων μόνο αν ήταν ανάμεσα σ’ εσένα και στον κόλπο, μα όχι απ’ την αντίθετη μεριά. Ξύπνησε, γιατί άκουσε κάτι να χαρχαλεύει, κι ανασηκώθηκε στον αγκώνα να κοιτάξει γύρω του. Στο δάσος, προς το μέρος της θάλασσας, πήρε το μάτι του μια σκοτεινή σιλουέτα. Μια σκέψη πέρασε απ’ το νου του σαν αστραπή: «Κι αν υπάρχουν ιθαγενείς στο νησί;» Έπειτα σκέφτηκε πως μπορεί να ’ταν ο Κασπιανός. Όμως ο Κασπιανός κοιμόταν δίπλα του και δεν είχε σαλέψει. Ο Έντμουντ βεβαιώθηκε πως το σπαθί του ήταν στη θέση του, και σηκώθηκε για να εξακριβώσει από κοντά τι έτρεχε.