Выбрать главу

Κατηφόρισε αθόρυβα ως την άκρη του δάσους. Η σκοτεινή σιλουέτα ήταν πάντα εκεί. Τώρα έβλεπε πως ο άγνωστος ήταν πιο κοντός από τον Κασπιανό και πιο ψηλός απ’ τη Λούσυ –και δεν το ’βαλε στα πόδια βλέποντας τον Έντμουντ. Ο Έντμουντ τράβηξε το σπαθί του, μα πριν προλάβει να μιλήσει, ο άγνωστος ψιθύρισε πνιχτά:

«Έντμουντ... Εσύ είσαι;»

«Ναι. Κι εσύ ποιος είσαι;»

«Δε με γνώρισες; Εγώ... Ο Ευστάθιος...»

«Φίλε μου! Τι έκπληξη ήταν αυτή...»

«Σουτ» έκανε ο Ευστάθιος και παραπάτησε, έτοιμος να πέσει κάτω.

«Κουράγιο» είπε ο Έντμουντ και τον έπιασε. «Τι έχεις; Άρρωστος είσαι;»

Ο Ευστάθιος δεν απάντησε αμέσως, κι ο Έντμουντ φοβήθηκε μην του λιποθυμήσει, αλλά στο τέλος ο Ευστάθιος ξαναβρήκε τη μιλιά του. «Ήταν φρίκη» είπε, «δεν ξέρεις... Μα τώρα πέρασε. Πάμε κάπου να σου μιλήσω; Δε θέλω να με δουν οι άλλοι από τώρα».

«Ναι καλύτερα... Πάμε όπου θες» είπε ο Έντμουντ. «Πάμε να κάτσουμε εκεί πέρα, στα βράχια. Πάντως τι να σου πω, χαίρομαι αφάνταστα που.... που ξαναβρήκες τον εαυτό σου. Πρέπει να ζορίστηκες πολύ, ε;»

Πλησίασαν στα βράχια και κάθισαν κοιτάζοντας την άλλη μεριά του κόλπου. Ο ουρανός ξάνοιγε και τ’ αστέρια χάνονταν, εκτός από ένα, που κρεμόταν ολόλαμπρο χαμηλά στον ορίζοντα.

«Δε θα σου πω πώς έγινα δράκος, ώσπου να μπορέσω να το πω και στους άλλους και να το βγάλω από πάνω μου» είπε ο Ευστάθιος. «Ξέρεις, δεν είχα καταλάβει πως ήμουν δράκος, ώσπου σας άκουσα να το λέτε όταν με είδατε μπροστά σας εκείνο το πρωί. Τώρα θα σου πω πώς ξανάγινα άνθρωπος.»

«Λέγε» είπε ο Έντμουντ.

«Χτες τη νύχτα, ήμουν σε μαύρο χάλι. Κι αυτό το βραχιόλι με πονούσε φριχτά...»

«Πέρασε τώρα;»

Ο Ευστάθιος γέλασε –πρώτη φορά τον άκουγε ο Έντμουντ να γελάει έτσι– κι έβγαλε το βραχιόλι απ’ το μπράτσο του χωρίς δυσκολία. «Να το» είπε, «κι ας το πάρει όποιος θέλει, εγώ δεν πρόκειται να το κρατήσω. Λοιπόν, όπως σου έλεγα, ήμουν ξάγρυπνος και αναρωτιόμουν τι θ’ απογίνω. Και τότε –αλλά πρόσεξε, δεν ξέρω, μπορεί να το ’δα και στον ύπνο μου...»

«Δεν πειράζει, πες μου» έκανε ο Έντμουντ υπομονετικά.

«Τέλος πάντων, σήκωσα το κεφάλι μου, κι είδα το τελευταίο πράγμα που περίμενα: ένα πελώριο λιοντάρι με πλησίαζε αργά αργά. Και το περίεργο είναι πως χτες δεν είχε φεγγάρι κι όμως εκεί που πατούσε το λιοντάρι υπήρχε φεγγαρόφωτο.

Κι ολοένα, με πλησίαζε κι εγώ έτρεμα απ’ το φόβο μου. Θα μου πεις, κοτζάμ δράκος και δε τα ’βγαζα πέρα μ’ ένα λιοντάρι; Α, όχι, δέν ήταν τέτοιος φόβος. Δε φοβήθηκα μη με φάει. Το λιοντάρι φοβήθηκα –σκέτο, δεν μπορώ να σ’ το εξηγήσω καλύτερα. Και λοιπόν, το λιοντάρι έφτασε κοντά μου και με κοίταξε, κι εγώ έκλεισα τα μάτια μου, σφιχτά σφιχτά, μα δεν τη γλίτωσα. Το λιοντάρι μου είπε να το ακολουθήσω.»

«Σου μίλησε;»

«Δε... δεν ξέρω. Τώρα που το λες, δε νομίζω να μίλησε. Πάντως μου ’πε να το ακολουθήσω, κι εγώ κατάλαβα πως έπρεπε να κάνω ό,τι μου λέει. Σηκώθηκα λοιπόν και το ακολούθησα, και μαζί ανεβήκαμε στα βουνά. Κι όπου πατούσε το λιοντάρι, είχε πάντα φεγγαρόφωτο. Φτάσαμε έτσι σε μια κορφή που την έβλεπα πρώτη φορά, κι απάνω εκεί ήταν ένα περιβόλι, με δέντρα και καρπούς κι ένα σωρό άλλα. Και στη μέση του περιβολιού είχε μια στέρνα.

»Βαθιά βαθιά, έβλεπες το νερό ν’ αναβλύζει, κι ήταν μεγάλη στέρνα, πιο μεγάλη απ’ τις συνηθισμένες, πελώρια κι ολοστρόγγυλη, με μαρμαρένια σκαλοπάτια για να μπαίνεις στο νερό. Και το νερό ήταν τόσο καθαρό, που σκέφτηκα, τι καλά, θα μπω και θα λουστώ, να περάσει κι ο πόνος στο πόδι μου. Και τότε το λιοντάρι μου είπε να γδυθώ πρώτα. Δηλαδή, δεν ξέρω αν το ’πε φωναχτά, με λόγια, ή κάπως αλλιώς...

»Κι όπως έκανα να του εξηγήσω πως δε γινόταν να γδυθώ, αφού δε φορούσα ρούχα, θυμήθηκα άξαφνα πως οι δράκοι είναι σαν τα φίδια, και πως τα φίδια αλλάζουν πουκάμισο. Α, μάλιστα, σκέφτηκα, αυτό θα εννοεί το λιοντάρι. Άρχισα λοιπόν να ξύνομαι με τα νύχια μου, ξεκολλούσαν από πάνω μου τα λέπια, γέμισε ο τόπος. Έξυσα κι άλλο, πιο βαθιά, κι αντί για τα λέπια άρχισε να ξεφλουδίζει όλο μου το πετσί, ωραία ωραία, σαν να ’μουν μπανάνα. Σε δυο λεπτά, είχα βγει απ’ το τομάρι του δράκου. Το είδα πεσμένο δίπλα μου, κι ήταν πολύ αηδιαστικό. Ένιωθα υπέροχα, κι άρχισα να κατεβαίνω τις σκάλες για να πλυθώ.

»Μα, καθώς ετοιμαζόμουν να βουτήξω στο νερό, έσκυψα κι είδα τα πόδια μου, κι ήταν άγρια και σκληρά και ζαρωμένα κι όλο λέπια, σαν και πριν. Δε βαριέσαι, είπα, θα είχα κι άλλη φορεσιά δράκου κάτω απ’ την πρώτη. Στάσου να τη βγάλω κι αυτήν. Κι έτσι άρχισα πάλι να γδέρνω και να τραβάω, και το δεύτερο πετσί ξεφλούδισε ωραία ωραία και το πέταξα δίπλα στο άλλο, και πάλι πήγα να μπω στη στέρνα.