»Και τότε ξανάγινε το ίδιο πράγμα ακριβώς. Κι είπα μέσα μου, αμάν πια, πόσα πουκάμισα πρέπει ν’ αλλάξω; Γιατί δεν έβλεπα την ώρα να βρέξω το πόδι μου. Κι έτσι γδάρθηκα και τρίτη φορά, έβγαλα και τρίτο πετσί, όπως τ’ άλλα δυο, και το πέταξα. Μα, όταν κοιτάχτηκα στο νερό, κατάλαβα πως δεν είχε γίνει τίποτα.
»Τότε είπε το λιοντάρι –αλλά δεν ξέρω αν μίλησε— “Στάσου να σε γδύσω εγώ”. Φοβήθηκα τα νύχια του, τ’ ομολογώ, μα ήμουν απελπισμένος. Κι έτσι ξάπλωσα τ’ ανάσκελα και το άφησα.
»Το πρώτο του δάκρυ ήταν τόσο βαθύ, που μου φάνηκε πως μπήκε στην καρδιά μου. Κι όταν άρχισε να μου τραβάει το δέρμα, με πόνεσε τόσο φριχτά, όσο τίποτα στη ζωή μου. Μόνο ένα μ’ έκανε ν’ αντέξω: η χαρά που ένιωθα καθώς το δέρμα ξεφλούδιζε –ξέρεις, όπως ξύνεις καμιά φορά τις ξεραμένες πληγές, και πονάει, αλλά σ’ αρέσει που βλέπεις το δέρμα και καθαρίζει.»
«Καταλαβαίνω πολύ καλά τι εννοείς» είπε ο Έντμουντ.
«Κι έτσι, μου ’βγαλε το απαίσιο δέρμα –όπως νόμιζα πως το ’βγαλα μόνος μου τις άλλες τρεις φορές, μόνο που τότε δεν πονούσα– και το ’δα πεταμένο στα χόρτα, πιο μαύρο και πιο χοντρό και πιο άγριο απ’ τ’ άλλα δυο. Κι εγώ ήμουν απαλός και λείος σαν ξεφλουδισμένο μήλο, και μικρότερος από πρώτα. Και τότε το λιοντάρι μ’ έπιασε –και βόγκηξα, γιατί ήμουν πολύ ευαίσθητος χωρίς δέρμα– και μ’ έριξε στο νερό. Μ’ έτσουξε πολύ, αλλά για μια στιγμή. Το νερό ήταν υπέροχο, και σε λίγο άρχισα να κολυμπάω και να πλατσουρίζω, κι ανακάλυψα πως το χέρι μου δε με πονούσε πια. Και τότε κατάλαβα γιατί: είχα ξαναγίνει παιδί. Λοιπόν, θα σου πω κάτι, και μη με περάσεις για ανόητο: καμάρωνα τα χέρια μου. Ξέρω πως δεν έχω ποντίκια κι είμαι πολύ αγύμναστος μπροστά στον Κασπιανό, αλλά δε χόρταινα να τα κοιτάζω...
»Και σε λίγο το λιοντάρι μ’ έβγαλε απ’ το νερό και μ’ έντυσε...»
«Πώς σ’ έντυσε; Με τα πόδια του;»
«Δεν το καλοθυμάμαι... Κάπως έτσι πρέπει να ’γινε. Και μου φόρεσε καινούρια ρούχα, αυτά που βλέπεις. Κι άξαφνα, σε μια στιγμή βρέθηκα πάλι εδώ. Γι’ αυτό λέω πως μάλλον στον ύπνο μου θα το ’δα...»
«Δεν το είδες στον ύπνο σου» είπε ο Έντμουντ.
«Πού το ξέρεις;»
«Πρώτον και κύριον, φοράς τα ρούχα του λιονταριού. Κι ύστερα, δεν είσαι πια δράκος.»
«Δηλαδή, τι λες να ’γινε;» ρώτησε ο Ευστάθιος.
«Μου φαίνεται πως γνώρισες τον Ασλάν» είπε ο Έντμουντ.
«Τον Ασλάν! Τ’ άκουγα πολλές φορές αυτό το όνομα στον Ταξιδιώτη της Αυγής, και κάθε φορά... Δεν ξέρω... Μου φαινόταν μισητό. Μα τότε όλα τα μισούσα. Και, με την ευκαιρία, θέλω να σου ζητήσω συγνώμη. Σας φέρθηκα γαϊδουρινά...»
«Δεν πειράζει» είπε ο Έντμουντ. «Μεταξύ μας, την πρώτη μου φορά στη Νάρνια εγώ φέρθηκα χειρότερα. Δεν ήμουν απλώς γαϊδούρι, αλλά και προδότης.»
«Φτάνει, μη συνεχίσεις» τον έκοψε ο Ευστάθιος. «Μα πες μου, ποιος είναι ο Ασλάν; Τον ξέρεις;»
«Αυτός με ξέρει» είπε ο Έντμουντ. «Είναι το Μεγάλο Λιοντάρι, γιος του Αυτοκράτορα Πέρα απ’ τη Θάλασσα, σωτήρας δικός μου και της Νάρνια. Όλοι τον έχουμε δει, αλλά πιο συχνά τον βλέπει η Λούσυ. Ξέρεις, ίσως κοντεύουμε να φτάσουμε στη Χώρα του Ασλάν.»
Έμειναν για λίγο σιωπηλοί. Το τελευταίο λαμπρό αστέρι είχε σβήσει, και μόλο που από κει δε φαινόταν η ανατολή, γιατί την έκρυβαν τα βουνά στα δεξιά, κατάλαβαν πως έβγαινε ο ήλιος, γιατί ο ουρανός ψηλά κι ο κόλπος μπροστά τους έγιναν σαν τριαντάφυλλο. Έπειτα ένα πουλί, ένας παπαγάλος, τιτίβισε στο δάσος πίσω τους, κάτι σάλεψε ανάμεσα στα δέντρα, κι αμέσως αντήχησε το κέρας του Κασπιανού. Ο καταυλισμός είχε ξυπνήσει.
Οι σύντροφοί τους κάθονταν γύρω απ’ τη φωτιά, κι έκαναν μεγάλες χαρές βλέποντας τον Έντμουντ να τους φέρνει τον Ευστάθιο, κι όλοι άκουσαν τώρα το πρώτο μισό της ιστορίας του. Μερικοί αναρωτήθηκαν μήπως ο άλλος δράκος είχε σκοτώσει το Λόρδο Οκτεσιανό, χρόνια πριν, ή μήπως ο ίδιος ο Οκτεσιανός είχε μεταμορφωθεί σε δράκο. Τά πετράδια που είχε χώσει στις τσέπες του ο Ευστάθιος, είχαν γίνει άφαντα, μαζί με τα παλιά του ρούχα. Κανείς τους όμως δεν είχε όρεξη να γυρίσει στην κοιλάδα για να πάρει θησαυρούς –και λιγότερο απ’ όλους ο Ευστάθιος.
Σε λίγες μέρες, ο Ταξιδιώτης της Αυγής, φρεσκοβαμμένος και ανεφοδιασμένος, με ολοκαίνουριο κατάρτι, ήταν έτοιμος να σαλπάρει. Πριν ανεβούν στο κατάρτι, ο Κασπιανός έβαλε να χαράξουν σ’ ένα λείο βράχο αντικριστά στον κόλπο τα λόγια:
ΝΗΣΙ ΤΟΥ ΔΡΑΚΟΥ
ΑΝΑΚΑΛΥΦΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΣΠΙΑΝΟ ΤΟΝ ΔΕΚΑΤΟ ΤΗΣ ΝΑΡΝΙΑ Κ.ΛΠ.
ΚΑΤΑ ΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΕΤΟΣ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΤΟΥ.
ΕΔΩ ΕΝΔΕΧΟΜΕΝΩΣ ΒΡΗΚΕ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ Ο ΛΟΡΔΟΣ ΟΚΤΕΣΙΑΝΟΣ.
Θα ’ταν ωραία, και σχεδόν αλήθεια, αν λέγαμε πως «από τότε ο Ευστάθιος έγινε άλλος άνθρωπος». Για την ακρίβεια όμως, δεν έγινε: απλώς, άρχισε ν’ αλλάζει, γιατί είχε και μερικές υποτροπές. Μερικές φορές μάλιστα, γινόταν ανυπόφορος –αλλά καλύτερα να μη σας μιλήσω γι’ αυτές. Σημασία έχει πως ο Ευστάθιος είχε αρχίσει να γιατρεύεται.