«Ο βρομοπίνακάς σας φταίει!» τσίριξε ο Ευστάθιος. «Κομματάκια θα τον κάνω!» Και τότε έγιναν κάμποσα πράγματα μαζί. Ο Ευστάθιος όρμησε στον πίνακα, πυρ και μανία, κι ο Έντμουντ, που ήξερε από μαγικά, του φώναξε να μην κάνει βλακείες. Η Λούσυ τον άρπαξε απ’ το χέρι, κι ένιωσε κάτι να την τραβάει μπροστά. Και πάνω στο μπέρδεμα και την πάλη, έγινε και κάτι ακόμη: τα τρία παιδιά μίκρυναν ή ο πίνακας μεγάλωσε. Κι ο Ευστάθιος, που είχε πηδήξει για να τον ξεκρεμάσει απ’ τον τοίχο, βρέθηκε όρθιος πάνω στην κορνίζα! Μπροστά του δεν είχε πια το γυαλί, αλλά τη θάλασσα, τον άνεμο και τα κύματα που υψώνονταν αφρίζοντας ως την κορνίζα, λες κι έσπαγαν πάνω σε βράχια. Ο Ευστάθιος ένιωσε το κεφάλι του να γυρίζει, κι αρπάχτηκε πανικόβλητος απ’ τους άλλους δυο που, άγνωστο πώς, είχαν βρεθεί κι αυτοί πάνω στην κορνίζα, με τον Ευστάθιο στη μέση. Όμως, τη στιγμή που ξανάβρισκαν την ισορροπία τους με κάμποσες στριγκλιές και το σχετικό σπρωξίδι, ένα θεόρατο γαλανό κύμα βούτηξε ίσια καταπάνω τους, τους άρπαξε και τους πήρε μαζί του στη θάλασσα. Η απελπισμένη κραυγή του Ευστάθιου έληξε άδοξα καθώς το στόμα του γέμιζε νερό.
Η Λούσυ ευχαρίστησε την καλή της τύχη: Είχε μάθει κολύμπι από πέρσι το καλοκαίρι. Η αλήθεια είναι πως οι απλωτές της παραήταν γρήγορες, και το νερό πολύ πιο κρύο απ’ ό,τι φαινόταν στη ζωγραφιά. Όμως η Λούσυ είχε βγάλει τα παπούτσια της με δυο κλοτσιές –γιατί έτσι πρέπει να κάνει όποιος πέφτει στη θάλασσα με τα ρούχα– και κρατούσε το κεφάλι της έξω απ’ τα κύματα, με το στόμα κλειστό και τα μάτια ορθάνοιχτα. Το κύμα τούς είχε φέρει πολύ κοντά στο καράβι. Η Λούσυ έβλεπε το καταπράσινο πλευρό του να ορθώνεται δίπλα της, ψηλό σαν κάστρο. Ένα σωρό κεφάλια έσκυβαν απ’ το κατάστρωμα. Και τότε –όπως θα περίμενε κανείς– ο Ευστάθιος αρπάχτηκε από πάνω της πανικόβλητος, και βούλιαξαν κι οι δυο στα νερά.
Καθώς ξανάβγαιναν στον αφρό, η Λούσυ είδε μια λευκοντυμένη σιλουέτα να βουτάει απ’ το πλοίο. Ο Έντμουντ την είχε φτάσει, κολυμπώντας γενναία, και κρατούσε τα χέρια του Ευστάθιου που ούρλιαζε για ζωή και για θάνατο. Κάποιος την έπιασε απ’ την άλλη μεριά –κάποιος που κάτι της θύμιζε αμυδρά. Απ’ το καράβι ακούγονταν φωνές και φασαρία, κεφάλια έσκυβαν κοντά κοντά στην κουπαστή, τώρα τους πετούσαν σκοινιά. Ο Έντμουντ κι ο ξένος της έδεσαν ένα σκοινί στη μέση. Κι έπειτα, για ένα διάστημα, δεν έγινε τίποτα. Της Λούσυ της φάνηκε αιώνας αυτό το διάστημα, γιατί τό πρόσωπό της είχε μελανιάσει και τα δόντια της χτυπούσαν σαν τρελά. Στην πραγματικότητα, δεν πέρασαν ούτε δυο λεπτά, γιατί οι άνθρωποι στο κατάστρωμα περίμεναν την κατάλληλη στιγμή για να την τραβήξουν, χωρίς να χτυπήσει στο πλευρό του καραβιού. Και μόλο που πρόσεξαν πολύ, κι έκαναν ό,τι καλύτερο μπορούσαν, η Λούσυ είχε κιόλας μια μεγάλη μελανιά στο γόνατο, όταν, τρέμοντας και στάζοντας, πάτησε επιτέλους στο κατάστρωμα. Δεύτερον τράβηξαν τον Έντμουντ και τρίτο τον Ευστάθιο, σε κακό χάλι. Τελευταίος ανέβηκε ο ξένος –ένα αγόρι με χρυσά μαλλιά, λίγο μεγαλύτερο απ’ τη Λούσυ.
«Κα... Κασπιανέ!» ψέλλισε η Λούσυ προσπαθώντας να πάρει ανάσα. Γιατί ο Κασπιανός ήταν. Ο Κασπιανός, ο Βασιλιάς της Νάρνια, που τον είχαν βοηθήσει ν’ ανέβει στο θρόνο την τελευταία φορά που... Κι ο Έντμουντ τον αναγνώρισε αμέσως. Έδωσαν τα χέρια κι οι τρεις κι αγκαλιάστηκαν κι έκαναν χαρές μεγάλες.
«Ο φίλος σας, ποιος είναι;» ρώτησε στο τέλος ο Κασπιανός χαμογελώντας ευγενικά στον Ευστάθιο. Όμως ο Ευστάθιος έκλαιγε του καλού καιρού –πράγμα μάλλον ασυνήθιστο για αγόρι της ηλικίας του που δεν είχε πάθει τίποτα χειρότερο από μια γερή ψυχρολουσία– και μέσα στ’ αναφιλητά του ούρλιαζε: «Θέλω να φύγω! Θέλω να γυρίσω πίσω! Δε μ’ αρέσει εδώ πέρα, σας λέω!»
«Να φύγεις;» είπε ο Κασπιανός. «Και να πας πού;»
Ο Ευστάθιος όρμησε στην κουπαστή, ελπίζοντας να διακρίνει πέρα απ’ τα κύματα την κορνίζα, και στο βάθος το δωματιάκι της Λούσυ. Όμως πέρα απ’ τα κύματα είχε μόνο κύματα, στεφανωμένα με αφρούς, κι από πάνω έναν ανοιχτογάλανο ουρανό.
Θάλασσα και ουρανός απλώνονταν ως πέρα στον ορίζοντα, κι ο Ευστάθιος –με το δίκιο του– ένιωσε την καρδιά του να βουλιάζει, κι άρχισε να ξερνάει.
«Ρύνελφε!» φώναξε ο Κασπιανός σ’ ένα ναύτη. «Φέρε κρασί με μπαχαρικά για τις Μεγαλειότητές τους. Μετά από τέτοια βουτιά, χρειάζονται κάτι θερμαντικό.» Οι «Μεγαλειότητες» ήταν ο Έντμουντ και η Λούσυ, γιατί μαζί με τον Πήτερ και τη Σούζαν είχαν βασιλέψει στη Νάρνια πολύ πριν απ’ τον Κασπιανό. Πρέπει όμως να σας ξαναθυμίσω πως ο ναρνιανός χρόνος κυλάει αλλιώτικα απ’ τον δικό μας και πολύ ιδιότροπα. Αν μείνετε εκατό χρόνια στη Νάρνια, θα γυρίσετε στον κόσμο μας την ίδια μέρα και την ίδια ώρα που είχατε φύγει. Κι αν πάλι μείνετε εδώ μια βδομάδα και ξαναγυρίσετε μετά στη Νάρνια, μπορεί ν’ ανακαλύψετε ότι πέρασαν χίλια ναρνιανά χρόνια ή μόνο μια μέρα ή ούτε λεπτό. Κι αυτό δεν το ξέρετε ποτέ. Το μαθαίνετε μόνο όταν φτάσετε εκεί. Έτσι, την περασμένη φορά που είχαν γυρίσει στη Νάρνια τα τέσσερα παιδιά, οι Ναρνιανοί τα είδαν περίπου όπως θα ’βλεπαν σήμερα οι Άγγλοι το Βασιλιά Αρθούρο –που πολλοί πίστευαν πως κάποτε θα ξαναγυρίσει, και μακάρι να το κάνει μια ώρα αρχύτερα.