Το βραχιόλι του Λόρδου Οκτεσιανού είχε αλλόκοτη τύχη. Ο Ευστάθιος δεν το ’θελε με τίποτα. Το πρόσφερε στον Κασπιανό, κι ο Κασπιανός το ’δωσε στη Λούσυ, μα ούτε εκείνη το ’θελε. «Λοιπόν, όποιος το πιάσει, το κρατάει» είπε ο Κασπιανός, κι όπως στέκονταν όλοι και κοιτούσαν την επιγραφή, πέταξε το βραχιόλι ψηλά, στον αέρα. Και το βραχιόλι, αστράφτοντας στον ήλιο, έκανε μια μεγάλη τροχιά και, σαν κρίκος σε παιχνίδι του λούνα παρκ, πέτυχε το στόχο του και κρεμάστηκε σε μια προεξοχή του βράχου. Και να ’θελαν, δε θα μπορούσαν να το φτάσουν, ούτε από κάτω ούτε από πάνω. Και το βραχιόλι κρέμεται ακόμα εκεί, απ’ όσο ξέρω, και θα κρέμεται ως τη συντέλεια του κόσμου.
8
Απ’ του χάρον τα δόντια
Όλοι ήταν χαρούμενοι καθώς ο Ταξιδιώτης της Αυγής απομακρυνόταν από το Νησί του Δράκου. Βγαίνοντας απ’ τον κόλπο, συνάντησαν ούριο άνεμο και νωρίς το άλλο πρωί έφτασαν στην άγνωστη ξηρά που είχαν δει απ’ τη ράχη του Ευστάθιου, τότε που ήταν ακόμη δράκος και τους έκανε βόλτες πάνω απ’ τα βουνά. Ήταν ένα πεδινό, καταπράσινο νησί, κατοικημένο μόνο από κουνέλια και κατσίκια, μα από τα ερείπια, που ήταν άλλοτε πέτρινες καλύβες, κι από τις μαυρισμένες μεριές όπου άναβαν κάποτε φωτιές, έβγαλαν το συμπέρασμα πως το νησί είχε κι ανθρώπους ίσαμε λίγο καιρό πριν. Βρήκαν ακόμη κόκαλα και σπασμένα όπλα.
«Αυτό είναι δουλειά πειρατών» είπε ο Κασπιανός.
«Ή του δράκου» συμπλήρωσε ο Έντμουντ.
Στην αμμουδιά βρήκαν και μια βάρκα από δέρματα ζώων τεντωμένα πάνω σ’ έναν καλαμένιο σκελετό. Η βάρκα ήταν πολύ μικρή, ούτε ενάμισι μέτρο μάκρος, κι είχε ένα μικρούτσικο κουπί πλαγιασμένο μέσα της. Σκέφτηκαν τότε πως η βάρκα ήταν φτιαγμένη για παιδί ή πως οι κάτοικοι της χώρας ήταν Νάνοι. Ο Ριπιτσιπιτσίπ αποφάσισε να την πάρει, αφού ήταν στα μέτρα του, κι έτσι ανέβασαν τη βάρκα στο πλοίο. Αυτή τη χώρα τη βάφτισαν Καμένο Νησί, κι έκαναν πάλι πανιά πριν απ’ το μεσημέρι.
Άλλες πέντε μέρες αρμένιζαν, με άνεμο νότιο-νοτιοανατολικό, κι ούτε ξηρά είδαν μπροστά τους ούτε ψάρι ούτε γλάρο. Κι έπειτα ήρθε μια μέρα με βροχή, δυνατή βροχή ως το απόγευμα. Ο Ευστάθιος έχασε δυο παρτίδες σκάκι από τον Ριπιτσιπιτσίπ κι άρχισε να ξαναβρίσκει τον παλιό κακό εαυτό του, κι ο Έντμουντ ευχήθηκε να ’ταν στην Αμερική μαζί με τη Σούζαν. Και τότε η Λούσυ κοίταξε απ’ τα παράθυρα της πρύμνης, κι έβαλε μια φωνή:
«Η βροχή σταμάτησε. Και... Μπα! Τι ’ν’ αυτό;»
Έτρεξαν όλοι μαζί στο κάσαρο, κι εκεί ανακάλυψαν πως δεν έβρεχε πια, κι ο Δρινιανός, που είχε βάρδια, κοιτούσε κάτι που είχε ξεφυτρώσει πίσω τους. Δεν ήταν ένα «κάτι», αλλά πολλά: σαν λεία, στρογγυλά βραχάκια στη σειρά, καμιά δεκαριά μέτρα το ’να απ’ τ’ άλλο.
«Δεν είναι βράχια αυτά, αποκλείεται» είπε ο Δρινιανός. «Πριν από πέντε λεπτά δεν ήταν εκεί.»
«Κοιτάξτε! Το ένα βουλιάζει» είπε η Λούσυ.
«Κι άλλο ένα ξεφυτρώνει!» είπε ο Έντμουντ.
«Και πλησιάζει» πρόσθεσε ο Ευστάθιος.
«Να πάρει η οργή!» μούγκρισε ο Κασπιανός. «Έρχονται καταπάνω μας.»
«Τρέχουν πιο γρήγορα απ’ το καράβι μας, αφέντη» είπε ο Δρινιανός. «Σε μισό λεπτό θα μας φτάσουν.»
Κράτησαν όλοι την ανάσα τους, γιατί ποτέ δεν είναι ευχάριστο να σε καταδιώκει ένα άγνωστο «κάτι», είτε στη θάλασσα είτε στην ξηρά. Όμως η συνέχεια ήταν πιο ζοφερή απ’ τα κακά τους προαισθήματα. Άξαφνα, λίγα μέτρα στ’ αριστερά τους, ένα τρομερό κεφάλι αναδύθηκε απ’ τα κύματα. Ήταν πράσινο και πορφυρό, με μαβιά μπαλώματα και όστρακα κολλημένα τόπους τόπους. Σαν κεφάλι αλόγου έμοιαζε, μόνο που δεν είχε αυτιά. Τα μάτια του ήταν πελώρια, φτιαγμένα για να βλέπουν στα σκοτεινά βάθη του ωκεανού, και το ορθάνοιχτο στόμα του ήταν γεμάτο σειρές ψαρίσια, σουβλερά δόντια. Το κεφάλι στηριζόταν σε κάτι που τους φάνηκε σαν λαιμός, μα καθώς έβγαινε λίγο λίγο απ’ τα κύματα, διαπίστωσαν πως δεν ήταν λαιμός, αλλά το σώμα του, και πως είχαν μπροστά τους κάτι που όλοι το ’ξεραν και κανείς δεν το ’χε δει με τα μάτια του –το πελώριο Φίδι της Θάλασσας. Οι κουλούρες της τεράστιας ουράς του ξεμύτιζαν απ’ τα νερά κι απλώνονταν ως πέρα, μακριά. Τώρα το κεφάλι του είχε σηκωθεί ψηλά, πιο ψηλά κι από το μεσιανό κατάρτι.
Άρπαξαν όλοι τα όπλα τους, μα ήταν ανώφελο γιατί το τέρας ήταν μακριά και δεν το ’φταναν. «Ρίξτε του!» ούρλιαξε ο αρχιτοξότης. Μερικοί τον υπάκουσαν. Όμως τα βέλη γλιστρούσαν πάνω στο δέρμα του Φιδιού της Θάλασσας, σαν να χτυπούσαν σε σίδερο. Για μια τρομερή στιγμή στάθηκαν όλοι ασάλευτοι, κοιτώντας τα μάτια και το στόμα του Φιδιού, χωρίς να ξέρουν πού θα χιμήξει.