Το φίδι δε χίμηξε. Έσκυψε το κεφάλι του πάνω απ’ το καράβι, κι ήρθε ίσα με την κορφή του καταρτιού. Κι έπειτα, γέρνοντας λίγο λίγο, έφτασε πάνω απ’ το κάσαρο, κι όλο ξεδιπλωνόταν, ώσπου το κεφάλι του ζύγωσε τα δεξιά μπαλόνια. Και τότε το κεφάλι άρχισε να κατεβαίνει πιο γρήγορα –μα δε σημάδευε το κατάστρωμα με τους ναύτες. Βούλιαξε μέσα στο νερό, και το καράβι βρέθηκε κάτω απ’ την κουλούρα του τεράστιου ερπετού, κι η κουλούρα άρχισε να σφίγγει και να στενεύει. Απ’ τη δεξιά μεριά, το Φίδι της Θάλασσας κόντευε κιόλας ν’ αγγίξει την κουπαστή του Ταξιδιώτη της Αυγής.
Τότε ο Ευστάθιος (που είχε δείξει καλή διαγωγή ως τη μέρα που υποτροπίασε απ’ τη βροχή και το σκάκι) έκανε την πρώτη ηρωική του πράξη. Κι όπως βαστούσε το σπαθί που του ’χε δανείσει ο Κασπιανός, βλέποντας το σώμα του ερπετού να πλησιάζει από τα δεξιά, πήδηξε πάνω στην κουπαστή κι άρχισε να το χτυπάει μ’ όλη του τη δύναμη. Η αλήθεια είναι πως δέν κέρδισε τίποτα –μόνο που κομμάτιασε το δεύτερο καλό σπαθί του Κασπιανού– αλλά γι’ αρχάριος δεν τα ’χε καταφέρει κι άσχημα.
Θα τον ακολουθούσαν κι άλλοι, μα πάνω στην ώρα τους πρόλαβε ο Ριπιτσιπιτσίπ: «Κάτω τα σπαθιά! Σπρώξτε!» Κι ήταν τόσο παράξενη αυτή η κουβέντα για το στόμα του Ποντικού, που ακόμη και μέσα στον τρόμο εκείνης της στιγμής, όλα τα μάτια γύρισαν και τον κοίταξαν. Κι όταν ο Ποντικός πήδηξε πάνω στο κάσαρο, κι ακούμπησε τη χνουδωτή του πλάτη στην πελώρια ράχη του ερπετού, που ήταν γλιστερή και γεμάτη λέπια, κι άρχισε να σπρώχνει μ’ όλη του τη δύναμη, πολλοί κατάλαβαν τι ακριβώς εννοούσε, κι όρμησαν στις δυο πλευρές του πλοίου να κάνουν το ίδιο. Κι όταν, την επομένη στιγμή, το Φίδι της Θάλασσας έβγαλε το κεφάλι του απ’ την αριστερή μεριά του Ταξιδιώτη της Αυγής, αυτή τη φορά με την πλάτη του στραμμένη προς το μέρος τους, το κατάλαβαν κι οι υπόλοιποι.
Το τέρας είχε κουλουριαστεί γύρω απ’ τον Ταξιδιώτη της Αυγής κι άρχιζε να σφίγγει τον κλοιό του. Κι όταν τον έσφιγγε γερά, τότε, κρατς! το καράβι θα γινόταν σπιρτόξυλα, και το τέρας θα τους μάζευε με την ησυχία του έναν έναν από τα κύματα. Μοναδική τους ευκαιρία ήταν να σπρώξουν την κουλούρα του φιδιού, ώσπου να γλιστρήσει και να βγει απ’ την πρύμνη –ή (για να το πούμε διαφορετικά) να σπρώξουν το πλοίο για να βγει απ’ τον κλοιό του τέρατος.
Βέβαια, μόνος του ο Ριπιτσιπιτσίπ δε θα ’βγαζε τίποτα, χώρια που πιο εύκολα θα σήκωνε ολόκληρη μητρόπολη! Είχε λυγίσει κιόλας απ’ την προσπάθεια ως τη στιγμή που οι άλλοι τον παραμέρισαν. Σε λίγο όλο το πλήρωμα, εκτός από τη Λούσυ και το Ποντίκι (που ήταν μισολιπόθυμο), είχε παραταχθεί σε δυο σειρές στο κάσαρο, καθένας με το στήθος του κολλημένο στην πλάτη του μπροστινού του, έτσι που το βάρος όλης της σειράς να πέφτει στον τελευταίο, κι έσπρωχναν για ζωή και για θάνατο. Για μερικά ανατριχιαστικά δευτερόλεπτα (που τους φάνηκαν ώρες) τίποτα δεν έγινε. Οι κλειδώσεις τους έτριζαν, ο ιδρώτας κυλούσε ποτάμι, η ανάσα τους έβγαινε σαν αγκομαχητό. Κι έπειτα ένιωσαν το πλοίο να κινείται, κι είδαν πως η κουλούρα του ερπετού είχε απομακρυνθεί λίγο απ’ το κατάρτι. Τώρα όμως ήταν μικρότερη. Είχε φτάσει η κρίσιμη στιγμή: θα κατάφερναν να την περάσουν απ’ την πρύμνη, ή μήπως είχε προλάβει να σφίξει; Ναι, η κουλούρα ερχόταν πια ίσα ίσα, το Φίδι ακουμπούσε κιόλας στα πλαϊνά της πρύμνης. Καμιά δεκαριά ναύτες σκαρφάλωσαν στο παραπέτο. Τώρα ήταν πιο βολικά. Το σώμα του Φιδιού της Θάλασσας είχε χαμηλώσει πολύ, τόσο, που έφτανε να κάνουν σειρά κατά μήκος της πρύμνης και να σπρώχνουν πλάι πλάι. Οι ελπίδες τους είχαν αρχίσει να αναπτερώνονται –όταν όλοι σκέφτηκαν πως το ανάγλυφο της πρύμνης, η ουρά του δράκοντα, ανέβαινε πολύ ψηλά, και καμιά δύναμη δε θα μπορούσε να περάσει την κουλούρα του ερπετού από πάνω της.
«Ένα τσεκούρι» φώναξε βραχνά ο Κασπιανός, «και σπρώξτε!» Η Λούσυ που ήξερε καλά πού φύλαγαν το καθετί, τον άκουσε από κει που στεκόταν στο κατάστρωμα, χωρίς ν’ αφήνει απ’ τα μάτια της την κουλούρα του τέρατος. Μέσα σε δευτερόλεπτα κατέβηκε στο αμπάρι, πήρε το τσεκούρι, κι ανέβαινε ολοταχώς την ανεμόσκαλα. Μα την ώρα που έφτανε στην μπουκαπόρτα, ακούστηκε ένας μεγάλος κρότος, σαν να γκρεμιζόταν θεόρατο δέντρο, και το πλοίο τραμπαλίστηκε και τινάχτηκε μπροστά. Γιατί εκείνην ακριβώς τη στιγμή το Φίδι της Θάλασσας υποχώρησε στην πίεση, ή ίσως έκανε την κουταμάρα να σφίξει κι άλλο τον κλοιό του, κι η σκαλιστή ουρά του δράκου ξεκόλλησε. Το πλοίο ήταν ελεύθερο.
Ήταν όλοι τόσο ξεθεωμένοι, που δεν πρόσεξαν αυτό που είδε η Λούσυ. Λίγα μέτρα πίσω τους, η κουλούρα του ερπετού μίκρυνε απότομα και βούλιαξε σ’ ένα σύννεφο από μπουρμπουλήθρες. Η Λούσυ είπε αργότερα (μα έτσι κι αλλιώς ήταν τόσο αναστατωμένη εκείνη τη στιγμή, που μπορεί και να το φαντάστηκε) πως στο πρόσωπο του τέρατος είχε ζωγραφιστεί μια ηλίθια ικανοποίηση. Γιατί το Φίδι, που ήταν πολύ χαζό, αντί να κυνηγήσει το πλοίο, έστριψε το κεφάλι του κι άρχισε να ψάχνει το κορμί του, λες και περίμενε να βρει τα συντρίμμια του Ταξιδιώτη της Αυγής. Όμως ο Ταξιδιώτης της Αυγής ξεμάκραινε ολοταχώς, μ’ έναν δροσερό ζέφυρο στα πανιά του, κι οι ναύτες του, ξαπλωμένοι στο κατάστρωμα, ξεφυσούσαν ακόμα λαχανιασμένοι. Κι όταν ξαναβρήκαν τη μιλιά τους, έβαλαν τα γέλια, κι αργότερα, που ανέβασαν και λίγο ρούμι απ’ το αμπάρι, ακούστηκαν κάνα δυο ζητωκραυγές, κι όλοι είχαν να λένε για την ανδραγαθία του Ευστάθιου (κι ας ήταν ανώφελη) και για το θάρρος του Ριπιτσιπιτσίπ.