Выбрать главу

Κι έτσι ταξίδεψαν άλλες τρεις μέρες, και μόνο θάλασσα έβλεπαν και ουρανό. Την τέταρτη μέρα ο άνεμος γύρισε, έγινε βοριάς, κι η θάλασσα άρχισε να φουσκώνει. Ως το απόγευμα είχε φουρτουνιάσει για καλά. Και τότε, είδαν ξηρά στ’ αριστερά τους.

«Αφέντη, με την άδειά σου» είπε ο Δρινιανός, «λέω να ζητήσουμε καταφύγιο σ’ αυτή τη χώρα. Θα μπούμε με τα κουπιά στο λιμάνι της ώσπου να καλμάρει ο καιρός». Ο Κασπιανός συμφώνησε, μα καθώς είχαν να παλέψουν τον άνεμο με τα κουπιά, τους βρήκε το σκοτάδι πριν κατεβούν στη στεριά. Με το τελευταίο φως έμπαιναν σ’ ένα φυσικό λιμάνι κι έριχναν άγκυρα. Κανένας δε βγήκε στην ακτή εκείνη τη νύχτα, κι όταν ξημέρωσε, είδαν πως βρίσκονταν σ’ έναν καταπράσινο κόλπο που γύρω γύρω τον έκλειναν βράχια. Ο τόπος ήταν έρημος. Τα βράχια ανηφόριζαν ψηλά, σχηματίζοντας άγριες ράχες και κορφές, και πάνω απ’ τις κορφές ο βοριάς κυνηγούσε τα σύννεφα που έτρεχαν σαν τρελά. Κατέβασαν λοιπόν τη βάρκα, φορτωμένη με τα βαρέλια του νερού που είχαν αδειάσει.

«Δρινιανέ, από πού λες να πάρουμε νερό;» φώναξε ο Κασπιανός που καθόταν στην πλώρη της βάρκας. «Βλέπω δύο ρυάκια που χύνονται στον κόλπο.»

«Το ίδιο κάνει, αφέντη» απάντησε ο Δρινιανός. «Αλλά, τώρα που το λες, μου φαίνεται πιο κοντά το δεξί –το ανατολικό.»

«Θα βρέξει» είπε η Λούσυ.

«Πολύ νωρίς το κατάλαβες» είπε ο Έντμουντ, που είχε φάει κιόλας την πρώτη χοντρή στάλα. «Εγώ λοιπόν λέω να πάμε στο άλλο ρυάκι, που έχει και δέντρα για να προστατευτούμε.»

«Σωστά» συμφώνησε ο Ευστάθιος. «Δεν έχει νόημα να μουσκέψουμε παραπάνω.»

Όμως ο Δρινιανός κρατούσε το τιμόνι στριμμένο δεξιά, σαν κάτι κουρασμένους οδηγούς στο αυτοκίνητο, που τους λες πως έκαναν λάθος στο δρόμο και δεν κόβουν ταχύτητα.

«Δρινιανέ!» φώναξε ο Κασπιανός. «Δυτικά πάμε. Στρίψε!»

«Όπως αγαπάτε, Μεγαλειότατε» είπε κοφτά ο Δρινιανός.

Από χτες, με τη φουρτούνα, ήταν πολύ κουρασμένος και δεν ήθελε συμβουλές από στεριανούς. Άλλαξε όμως πορεία –κι αυτό, όπως αποδείχτηκε σε λίγο, τους έσωσε απ’ του χάρου τα δόντια.

Ώσπου να γεμίσουν τα βαρέλια στο ποταμάκι, η βροχή σταμάτησε, κι ο Κασπιανός, ο Ευστάθιος, τα Πηβενσόπουλα κι ο Ριπιτσιπιτσίπ αποφάσισαν ν’ ανέβουν στην κορφή του λόφου για να δουν τι φαίνεται από κάτω. Ήταν δύσκολη η ανάβαση στ’ άγρια χόρτα και στα βρύα, και δεν είδαν ψυχή πουθενά, μόνο κάτι γλάρους. Απ’ την κορφή, διαπίστωσαν πως το νησί ήταν μια σταλιά, καμιά εκατοστή στρέμματα το πολύ, κι η θάλασσα έμοιαζε απέραντη κι έρημη τώρα που δεν την έβλεπαν απ’ το κατάστρωμα του Ταξιδιώτη της Αυγής.

«Είμαστε για δέσιμο» ψιθύρισε στη Λούσυ ο Ευστάθιος, καρφώνοντας τα μάτια του στον ανατολικό ορίζοντα. «Τραβάμε στα τυφλά, χωρίς να ξέρουμε πού πάμε.» Το είπε όμως μηχανικά, κι όχι με κακία όπως παλιότερα.

Έκανε κρύο εκεί στην κορφή, και δεν ήταν να μείνουν πολύ, γιατί το βοριαδάκι έτσουζε.

«Να μη γυρίσουμε απ’ τον ίδιο δρόμο» είπε η Λούσυ. «Πάμε ράχη ράχη, να κατεβούμε απ’ το άλλο ποτάμι, εκείνο που έλεγε ο Δρινιανός.»

Όλοι συμφώνησαν, και σ’ ένα τέταρτο της ώρας βρίσκονταν στις πηγές του δεύτερου ποταμού. Το θέαμα τούς ξάφνιασε, γιατί δεν ήταν καθόλου συνηθισμένο: μια βαθιά ορεινή λιμνούλα και γύρω γύρω βράχια, που άνοιγαν σ’ ένα σημείο, απ’ τη μεριά της θάλασσας, σχηματίζοντας ένα στενό κανάλι απ’ όπου κυλούσε το νερό. Ήταν απάγκια εδώ, κι οι οδοιπόροι κάθισαν χάμω, στα βρύα, να ξαποστάσουν.

Για την ακρίβεια, δεν κάθισαν όλοι: ο Έντμουντ έκανε να καθίσει και πετάχτηκε πάνω.

«Πόπο, σουβλερές πέτρες έχει αυτό το νησί» είπε ψαχουλεύοντας μέσα στα βρύα. «Πού ’ν’ τηνε, η παλιόπετρα;... Α, να τη... Την έπιασα... Μπα! Δεν είναι πέτρα. Σα λαβή σπαθιού μοιάζει. Τι λαβή λέω; Ολόκληρο σπαθί είναι –ή μάλλον ό,τι απόμεινε απ’ τη σκουριά. Μα την πίστη μου, πρέπει να βρίσκεται αιώνες εδώ!»

«Σαν ναρνιανό μου φαίνεται το σπαθί» είπε ο Κασπιανός, καθώς έσκυβαν όλοι να δουν.

«Κι εγώ κάπου κάθομαι» είπε η Λούσυ. «Σε κάτι σκληρό.» Απ’ ό,τι αποδείχτηκε, ήταν τ’ απομεινάρια ενός αλυσιδωτού θώρακα. Κι έτσι, όλοι έπεσαν στα τέσσερα κι άρχισαν να ψάχνουν δεξιά κι αριστερά, μέσα στα βρύα. Οι έρευνες έφεραν στο φως, με τη σειρά, ένα κράνος, ένα μαχαίρι και κάμποσα νομίσματα –όχι μισοφέγγαρα της Καλορμίνας, αλλά γνήσια «Δέντρα» και «Λιοντάρια» της Νάρνια, σαν κι αυτά που κυκλοφορούν κάθε μέρα στις αγορές του Φράγματος των Καστόρων ή της Βερούνα.