«Φαίνεται πως μόνο αυτά απόμειναν από κάποιον Λόρδο» είπε ο Έντμουντ.
«Κι εγώ το ίδιο σκεφτόμουνα» είπε ο Κασπιανός. «Ποιος να ’ταν, άραγε; Πάνω στο μαχαίρι δεν έχει κανένα διακριτικό. Ποιος ξέρει πώς πέθανε...»
«... και πώς θα εκδικηθούμε το θάνατό του» πρόσθεσε ο Ριπιτσιπιτσίπ.
Ο Έντμουντ, ο μόνος απ’ την παρέα που είχε διαβάσει αστυνομικές ιστορίες, έβαλε το μυαλό του να δουλέψει πυρετωδώς.
«Ακούστε» είπε στο τέλος. «Κάτι δεν πάει καλά εδώ. Ο Λόρδος αποκλείεται να σκοτώθηκε σε μάχη.»
«Πώς το ξέρεις;» ρώτησε ο Κασπιανός.
«Βλέπετε πουθενά κόκαλα;» είπε ο Έντμουντ. «Αν υπήρχε εχθρός, θα ’παιρνε την πανοπλία και θ’ άφηνε το πτώμα. Πού ξανακούστηκε αντίπαλος να νικάει στη μάχη και να παίρνει το πτώμα αφήνοντας την πανοπλία;»
«Κι αν τον σκότωσε κανένα θηρίο;» πετάχτηκε η Λούσυ.
«Πρέπει να ’ταν πολύ έξυπνο θηρίο» είπε ο Έντμουντ, «για να μπορέσει να του βγάλει κοτζάμ θώρακα».
«Κι αν ήταν δράκος;» είπε ο Κασπιανός.
«Α, αυτό αποκλείεται» είπε ο Ευστάθιος. «Οι δράκοι δεν τα καταφέρνουν με τις πανοπλίες. Το λέω εκ πείρας!»
«Κι εγώ λέω να τα μαζεύουμε και να φεύγουμε» είπε η Λούσυ. Απ’ τη στιγμή που άκουσε τον Έντμουντ να μιλάει για κόκαλα, δεν τη χωρούσε ο τόπος.
«Σύμφωνοι» είπε ο Κασπιανός και σηκώθηκε. «Όσο γι’ αυτά, δεν αξίζει τον κόπο να τα πάρουμε μαζί μας.»
Κατηφόρισαν λοιπόν από το άνοιγμα των βράχων, πλάι στο νερό. Κι αν η μέρα ήταν ζεστή, όλοι θα ’θελαν να πιουν, και μερικοί θα ’μπαιναν σίγουρα στον πειρασμό να κολυμπήσουν. Αφού και τώρα, μ’ όλη την ψύχρα, ο Ευστάθιος έσκυψε –αλλά πάνω που ετοιμαζόταν να μαζέψει νερό στις χούφτες του, ο Ριπιτσιπιτσίπ κι η Λούσυ φώναξαν μ’ ένα στόμα: «Κοιτάξτε!» Ο Ευστάθιος ξέχασε το νερό και κοίταξε.
Ο πάτος της λιμνούλας ήταν φτιαγμένος από μεγάλες γκριζογάλανες πέτρες, κι όπως το νερό ήταν πεντακάθαρο, είδε ξαπλωμένο στον πάτο ένα ομοίωμα ανθρώπου σε φυσικό μέγεθος. Σαν χρυσό έμοιαζε το ομοίωμα. Ήταν πεσμένο μπρούμυτα, με τα χέρια σηκωμένα ψηλά. Εκείνη τη στιγμή, τα σύννεφα άνοιξαν και βγήκε ο ήλιος. Το χρυσό ομοίωμα αστραποβόλησε απ’ την κορφή ως τα νύχια, κι η Λούσυ σκέφτηκε πως πρώτη φορά στη ζωή της έβλεπε τόσο ωραίο άγαλμα.
«Μάλιστα!» σφύριξε θαυμαστικά ο Κασπιανός. «Αυτό το θέαμα άξιζε τον κόπο. Θα μπορέσουμε άραγε να το βγάλουμε έξω;»
«Αφέντη, να βουτήξουμε» είπε ο Ριπιτσιπιτσίπ.
«Άδικος κόπος» είπε ο Έντμουντ. «Αν είναι αληθινό χρυσάφι και συμπαγές, θα ’ναι ασήκωτο. Η λίμνη πρέπει να ’χει πέντ’ έξι μέτρα βάθος. Μα, για σταθείτε. Έχω μαζί μου ένα κυνηγετικό ακόντιο. Για να δούμε ως πού φτάνει. Κασπιανέ, πιάσε με απ’ το χέρι να σκύψω.» Ο Κασπιανός τον έπιασε, κι ο Έντμουντ έγειρε μπροστά και βούτηξε το ακόντιο στα νερά.
Μα τη στιγμή που το ακόντιο είχε βουλιάξει ως τη μέση, η Λούσυ είπε: «Δεν είναι χρυσό το άγαλμα. Το φως φταίει. Κοίτα το ακόντιό σου!»
«Ε! Τι έπαθες;» φώναξαν τότε κάμποσοι μαζί –γιατί ο Έντμουντ είχε αφήσει άξαφνα το ακόντιο.
«Δεν μπορούσα να το κρατήσω» είπε λαχανιασμένος ο Έντμουντ. «Ξαφνικά, μου φάνηκε πολύ βαρύ.»
«Κοιτάξτε! Πήγε στον πάτο» είπε ο Κασπιανός. «Είχε δίκιο η Λούσυ. Είναι ίδιο με το άγαλμα τώρα.»
Μα ο Έντμουντ, που είχε κάποιο πρόβλημα με τις μπότες του –γιατί είχε σκύψει και τις κοιτούσε καλά καλά– σηκώθηκε απότομα και φώναξε, τόσο δυνατά, που τον άκουσαν όλοι:
«Πίσω! Μην αγγίζετε το νερό! Όλοι πίσω!»
Υπάκουσαν και τον κοίταξαν απορημένοι.
«Κοιτάξτε!» είπε ο Έντμουντ. «Κοιτάξτε τις μπότες μου στις μύτες!»
«Κιτρίνισαν λίγο» είπε ο Ευστάθιος.
«Είναι χρυσές. Καθαρό χρυσάφι» τον έκοψε ο Έντμουντ. «Κοίτα! Πιάσ’ τες! Δεν είναι πια δέρμα, και τις νιώθω βαριές σαν μολύβι.»
«Μα τον Ασλάν!» είπε ο Κασπιανός. «Θες να πεις πως...»
«Ναι, αυτό θέλω να πω» έκανε ο Έντμουντ. «Το νερό μεταμορφώνει τα πράγματα σε χρυσάφι. Και το ακόντιο το ’κανε χρυσάφι, γι’ αυτό έγινε τόσο βαρύ. Κι όπως μου ’γλειφε τα πόδια (πάλι καλά που δεν ήμουν ξιπόλητος) έκανε και τις μπότες μου χρυσάφι. Κι αυτός ο φουκαράς στον πάτο –καταλάβατε;»
«Δεν είναι άγαλμα» είπε σιγανά η Λούσυ.
«Όχι. Τώρα ξεκαθαρίζουν όλα. Βρέθηκε εδώ μια ζεστή μέρα. Γδύθηκε στην κορφή του λόφου –εκεί που είχαμε καθίσει. Τα ρούχα του σάπισαν ή τα πήραν τα πουλιά για να φτιάξουν φωλιές. Η πανοπλία του είναι ακόμα εκεί. Έπειτα έκανε μια βουτιά και...»