Выбрать главу

«Φτάνει!» φώναξε η Λούσυ. «Είναι τρομερό».

«Φτηνά τη γλιτώσαμε» είπε ο Έντμουντ.

«Πολύ φτηνά» είπε ο Ριπιτσιπιτσίπ. «Για φαντάσου να βούταγε κατά λάθος στο νερό κανένα δάχτυλο, κανένα πόδι, καμιά φαβορίτα... ή καμιά ουρά...»

«Σταθείτε να κάνουμε μια δοκιμή» είπε ο Κασπιανός. Έσκυψε, ξερίζωσε μια τούφα βρύα, κι έπειτα, με μεγάλη προσοχή, γονάτισε στην όχθη της λίμνης και βούτηξε μέσα τα βρύα. Αυτό που ξανάβγαλε απ’ το νερό, ήταν ένα πιστό αντίγραφο των βρύων, καμωμένο από ατόφιο χρυσάφι, βαρύ και μαλακό σαν μολύβι.

«Ο βασιλιάς που θ’ αποκτήσει τούτο το νησί» είπε αργά ο Κασπιανός, και το πρόσωπό του κοκκίνισε, «θα είναι ο πλουσιότερος του κόσμου. Στο εξής, αυτό το νησί θ’ ανήκει στη Νάρνια και θα το λέμε Νησί του Χρυσόνερου. Σας εξορκίζω όμως να το κρατήσετε μυστικό. Κανείς δεν πρέπει να το μάθει, ούτε του Δρινιανού να το μαρτυρήσετε –αλλιώς σας περιμένει ο θάνατος. Μ’ ακούσατε;»

«Σε ποιον μιλάς έτσι;» είπε ο Έντμουντ. «Εγώ δεν είμαι υποτελής σου. Κι αν κάποιος είναι υποτελής εδώ πέρα, αυτός είσαι εσύ. Εγώ είμαι ένας απ’ τους τέσσερις πανάρχαιους ηγεμόνες της Νάρνια, κι έχεις ορκιστεί πίστη και αφοσίωση στον αδερφό μου, το Μεγάλο Βασιλιά!»

«Ώστε έτσι, ε;» φώναξε ο Κασπιανός, αγγίζοντας τη λαβή του σπαθιού του.

«Σταματήστε κι οι δυο!» μπήκε στη μέση η Λούσυ. «Εσείς τ’ αγόρια είσαστε ανυπόφορα ώρες ώρες. Όλο νεύρα και φιγούρα, σαν τα κοκοράκια, και –Άααα!» η φωνή της έσβησε σ’ έναν ψίθυρο. Γύρισαν τότε όλοι και είδαν αυτό που έβλεπε η Λούσυ.

Από πάνω τους, στην γκρίζα κορυφή –γκρίζα, γιατί τα βρύα δεν είχαν ανθίσει ακόμη– αθόρυβο και αστραφτερό σαν ηλιόλουστο, μόλο που ο ήλιος είχε κρυφτεί στα σύννεφα, περνούσε αργά αργά το μεγαλύτερο λιοντάρι που αντίκρισαν ποτέ μάτια ανθρώπου. Αργότερα, περιγράφοντας τη σκηνή, η Λούσυ είπε: «Ήταν πελώριο σαν ελέφαντας», αν και μιαν άλλη φορά είπε μόνο: «Ήταν ίσαμ’ ένα άλογο». Όμως το μέγεθος του δεν ήταν το πιο σημαντικό. Κανένας δεν τόλμησε να ρωτήσει τι ήταν. Ήξεραν πως είχαν δει τον Ασλάν.

Και κανείς δεν κατάλαβε ποτέ πώς έφυγε και πού πήγε. Μόνο κοιτάχτηκαν, σαν να ’χαν ξυπνήσει εκείνη τη στιγμή.

«Τι λέγαμε;» είπε ο Κασπιανός. «Μου φαίνεται πως έγινα γελοίος.»

«Αφέντη» είπε ο Ριπιτσιπιτσίπ, «ο τόπος είναι καταραμένος. Να γυρίσουμε αμέσως στο καράβι. Κι αν είχα την τιμή να δώσω εγώ όνομα στο νησί, θα το ’λεγα Νησί του Θανατόνερου».

«Πολύ ωραίο όνομα, Ριπ» είπε ο Κασπιανός, «αν και, τώρα που το ξανασκέφτομαι, δεν ξέρω γιατί μ’ αρέσει. Κοιτάξτε, ο καιρός έχει καλμάρει, ο Δρινιανός θα θέλει να ξεκινήσουμε. Έχουμε να του πούμε σπουδαία νέα».

Στην πραγματικότητα, δεν είχαν να του πουν και πολλά. Η ανάμνηση του τελευταίου περιστατικού είχε αρχίσει να σβήνει.

«Οι Μεγαλειότητές τους ήτανε σαν μαγεμένες όταν ανέβηκαν στο πλοίο» είπε ο Δρινιανός στον Ράινς λίγες ώρες αργότερα, όταν ο Ταξιδιώτης της Αυγής είχε κάνει πανιά και το Νησί του Θανατόνερου χανόταν πίσω τους στον ορίζοντα. «Κάτι έγινε σ’ εκείνο τον τόπο. Το μόνο που κατάλαβα, ήταν πως βρήκαν το πτώμα ενός από τους Λόρδους που γυρεύουμε.»

«Μακάρι, καπετάνιε μου» απάντησε ο Ράινς. «Δηλαδή, ως τώρα τρεις. Μας μένουν άλλοι τέσσερις. Όπως πάμε, μπορεί να δούμε το σπιτάκι μας την Πρωτοχρονιά. Πάλι καλά, κι άρχισε να μου σώνεται ο ταμπάκος. Καληνύχτα, αφέντη.»

9

Το νησί με τις φωνές

Κι οι άνεμοι, που ως τότε φυσούσαν απ’ τα βορειοδυτικά, άρχισαν να φυσούν από τη δύση, και κάθε πρωί που έβγαινε ο ήλιος απ’ τη θάλασσα, η σκαλισμένη πλώρη του Ταξιδιώτη της Αυγής τον σημάδευε στο κέντρο του. Μερικοί είπαν πως ο ήλιος φαινόταν μεγαλύτερος από δω παρά απ’ τη Νάρνια, μα οι άλλοι δε συμφώνησαν. Κι αρμένιζαν, όλο αρμένιζαν, μ’ ένα απαλό και σταθερό αεράκι, κι ούτε ψάρι ούτε γλάρο είδαν, ούτε καράβι ούτε ακτή. Κι άρχισαν πάλι να σώνονται οι προμήθειες κι ένα σαράκι τους έτρωγε την καρδιά, πως ίσως είχαν μπει στη θάλασσα που δεν έχει τέλος. Όμως, όταν ξημέρωσε η μέρα που λογάριαζαν να σταματήσουν το ταξίδι στ’ ανατολικά, ίσια μπροστά, ανάμεσα στον Ταξιδιώτη της Αυγής και στην ανατολή, φάνηκε μια χαμηλή στεριά, σαν συννεφάκι.

Ήταν απόγευμα όταν άραξαν σ’ έναν πλατύ κόλπο και κατέβηκαν στην ξηρά. Αυτός εδώ ο τόπος ήταν αλλιώτικος απ’ όσους είχαν συναντήσει ως τότε. Γιατί μόλις πέρασαν την αμμουδιά, που ήταν βουβή, έρημη και ακατοίκητη, βρέθηκαν σ’ έναν απέραντο ίσιωμα με χορτάρι κοντοκουρεμένο κι απαλό, σαν περιβόλι μιας μεγάλης έπαυλης, που το φροντίζουν δέκα κηπουροί. Τα δέντρα φύτρωναν αραιά αραιά, και δεν έβλεπες ούτε σπασμένα κλαδιά ούτε φύλλα πεσμένα στο χώμα. Δεν ακουγόταν τίποτα, εκτός απ’ το κουκούρισμα των περιστεριών.