Σε λίγο, έφτασαν σ’ ένα μακρύ, ολόισιο μονοπάτι στρωμένο με άμμο, όπου δε φύτρωνε χορτάρι, κι είχε δέντρα δεξιά κι αριστερά. Και στην άλλη άκρη του μονοπατιού είδαν ένα σπίτι –μακρόστενο, μουντό και σιωπηλό στον ήλιο του απογεύματος.
Και μόλις μπήκαν στο μονοπάτι, η Λούσυ ένιωσε ένα πετραδάκι να την κόβει μέσα στο παπούτσι της και κάθισε κάτω να το βγάλει. Το φρόνιμο, μια και βρίσκονταν σε άγνωστο τόπο, θα ’ταν ίσως να φωνάξει στους άλλους να την περιμένουν –μα δεν τους φώναξε. Έμεινε πίσω αθόρυβα, κάθισε κι έβγαλε το παπούτσι της. Το κορδόνι ήταν κομπιασμένο.
Ώσπου να λύσει τον κόμπο, οι υπόλοιποι είχαν ξεμακρύνει, κι ώσπου να βγάλει το πετραδάκι και να ξαναφορέσει το παπούτσι, δεν τους άκουγε πια. Τότε όμως άκουσε κάτι άλλο, που δεν ερχόταν απ’ το μέρος του σπιτιού.
Ήταν κάτι παράξενοι γδούποι, λες και δεκάδες γεροί εργάτες χτυπούσαν δυνατά το χώμα με πελώριες ξύλινες βαριές. Οι γδούποι ήταν γρήγοροι κι ολοένα πλησίαζαν, κι η Λούσυ, που είχε καθίσει με την πλάτη σ’ ένα δέντρο, δεν πρόλαβε ούτε να τρέξει ούτε να σκαρφαλώσει. Έμεινε λοιπόν ακίνητη, ζουληγμένη στον κορμό του, παρακαλώντας μέσα της να μην τη δουν.
Μπουμ, μπουμ, μπουμ... Ό,τι κι αν ήταν, έπρεπε να ’χει ζυγώσει πολύ, γιατί το χώμα έτρεμε. Πάλι δεν είδε τίποτα, κι έτσι σκέφτηκε πως αυτό –ή αυτά;– θα βρισκόταν πίσω της. Μα το επόμενο μπουμ ακούστηκε στο μονοπάτι, ίσια μπροστά της. Ήταν σίγουρα στο μονοπάτι, το κατάλαβε απ’ την άμμο που σηκώθηκε σαν να την είχε χτυπήσει κάτι δυνατά. Ούτε και τώρα είδε τι την είχε χτυπήσει. Κι έπειτα, όλοι οι γδούποι συγκεντρώθηκαν σε μιαν απόσταση γύρω στα πέντε μέτρα απ’ τη Λούσυ, κι άξαφνα σταμάτησαν. Τότε ακούστηκε η φωνή.
Ήταν τρομερή η Φωνή, γιατί πάλι δε φάνηκε κανείς. Όλος αυτός ο τόπος, που έμοιαζε με πάρκο, ήταν έρημος όπως την πρώτη στιγμή που κατέβηκαν απ’ το καράβι. Κι ωστόσο εκεί, λίγα μέτρα μπροστά της, μια Φωνή μίλησε. Και να τι είπε:
«Σύντροφοι, να η ευκαιρία.»
Κι αμέσως ένα σωρό Φωνές απάντησαν χορωδιακά: «Ακούστε τον. Ακούστε τον. Λέει, να η ευκαιρία. Μπράβο, Αρχηγέ, γεια στο στόμα σου!».
«Ακούστε» είπε η πρώτη Φωνή. «Να κατεβούμε στην ακτή και να τους κόψουμε το δρόμο για το καράβι. Στα όπλα, σύντροφοι. Κι αν δοκιμάσουν να μπουν στη θάλασσα, απάνω τους!»
«Μπράβο, πες τα, χρυσόστομε!» φώναξαν οι άλλες Φωνές. «Σπουδαίο σχέδιο, Αρχηγέ. Μπράβο, Αρχηγέ. Πιο καλό σχέδιο δεν μπορούσες να βρεις.»
«Με ψυχή, σύντροφοι, με ψυχή» είπε η πρώτη Φωνή. «Εμπρός!».
«Μπράβο, Αρχηγέ» είπαν οι άλλοι. «Δεν υπάρχει καλύτερη διαταγή. Αυτό θα λέγαμε κι εμείς. Εμπρός!»
Κι αμέσως ξανάρχισαν οι γδούποι –πολύ δυνατά στην αρχή– κι έπειτα έσβησαν και χάθηκαν προς το μέρος της θάλασσας.
Η Λούσυ κατάλαβε πως δεν ήταν καιρός ν’ αναρωτηθεί το παραμικρό. Μόλις έσβησαν οι γδούποι, όρμησε στο μονοπάτι μ’ όλη τη δύναμη των ποδιών της. Έπρεπε να προλάβει τους άλλους. Έπρεπε να τους ειδοποιήσει, έστω και με κίνδυνο της ζωής της.
Στο μεταξύ, οι υπόλοιποι είχαν φτάσει στο σπίτι, ένα χαμηλό κτίσμα, δίπατο, φτιαγμένο από ωραία κιτρινωπή πέτρα. Είχε ένα σωρό παράθυρα, κι ήταν μισοντυμένο με κισσό. Όλα ήταν τόσο σιωπηλά, που ο Ευστάθιος είπε: «Σαν ακατοίκητο μοιάζει». Ο Κασπιανός όμως του ’δειξε αμίλητος μια στήλη καπνού που ανέβαινε απ’ την καμινάδα.
Βρήκαν τη φαρδιά αυλόπορτα ανοιχτή, την πέρασαν, και μπήκαν σε μια πλακόστρωτη αυλή. Και μόνο τότε κατάλαβαν πως κάτι δεν πήγαινε καλά σ’ εκείνο το νησί. Στη μέση της αυλής ήταν μια βρύση με τρόμπα, και κάτω απ’ τη βρύση ένας κουβάς. Ως εδώ, το πράγμα ήταν κανονικό –όμως το χερούλι της τρόμπας ανεβοκατέβαινε μόνο του, χωρίς να το αγγίζει κανείς.
«Κάτι μαγικό μου μυρίζει» είπε ο Κασπιανός.
«Μπα, μηχανή είναι» είπε ο Ευστάθιος. «Επιτέλους, φτάσαμε σε πολιτισμένο τόπο.»
Πάνω στην ώρα η Λούσυ, ξαναμμένη και λαχανιασμένη, μπήκε τρέχοντας στην αυλή και προσπάθησε να τους εξηγήσει ψιθυριστά όσα είχε κρυφακούσει.
Κι όταν οι άλλοι κατάλαβαν μέσες άκρες τι είχε συμβεί, δε χάρηκαν καθόλου –ακόμα κι οι πιο γενναίοι.
«Αόρατοι εχθροί...» μουρμούρισε ο Κασπιανός. «Θα μας αποκόψουν απ’ το καράβι. Δύσκολα τα βλέπω.»
«Και δεν ξέρεις καθόλου σαν τι μοιάζουν;» ρώτησε τη Λούσυ ο Έντμουντ.
«Πού να ξέρω αφού δεν τους είδα;»
«Και τα βήματα; Σου φάνηκαν ανθρώπινα;»
«Μα δεν άκουσα ήχο ποδιών. Μόνο τις φωνές τους, και κάτι φοβερούς γδούπους, σαν να χτυπούσαν σφυριά.»
«Ποιος ξέρει;» είπε ο Ριπιτσιπιτσίπ. «Μπορεί να γίνονται ορατοί μόλις τρυπηθούν με σπαθί.»
«Σε λίγο θα το μάθουμε, θέλοντας και μη» είπε ο Κασπιανός. «Πάμε να φύγουμε από δω. Κάποιος αόρατος είναι στη βρύση και μας ακούει.»
Βγήκαν λοιπόν και ξαναπήραν το μονοπάτι για να κρυφτούν στα δέντρα. «Όχι πως κερδίζουμε τίποτα» είπε ο Ευστάθιος. «Κρυβόμαστε από πλάσματα που δε τα βλέπουμε, αλλά μπορεί να είναι παντού –ακόμα και δίπλα μας!»