«Δρινιανέ» είπε ο Κασπιανός, «άκου τι σκέφτηκα: να ξεγράψουμε τη βάρκα, να πάμε στην άλλη μεριά του κόλπου, και να κάνουμε σινιάλο στον Ταξιδιώτη της Αυγής να μας μαζέψει από κει».
«Είναι ξέβαθα τα νερά, αφέντη» είπε ο Δρινιανός.
«Να πάμε κολυμπώντας» είπε η Λούσυ.
«Μεγαλειότατοί μου» πετάχτηκε ο Ριπιτσιπιτσίπ, «ακούστε με. Είναι κουτό να νομίζουμε πως θ’ αποφύγουμε έναν αόρατο εχθρό παίζοντας κρυφτούλι. Αν τα πλάσματα αυτά θέλουν να δώσουν μάχη, σίγουρα θα περάσει το δικό τους. Κι όπως και να ’ναι, προτιμώ να τους αντιμετωπίσω καταπρόσωπο, παρά να με πιάσουν απ’ την ουρά».
«Νομίζω πως ο Ριπ έχει δίκιο αυτή τη φορά» είπε ο Έντμουντ.
«Κι ύστερα» είπε η Λούσυ, «αν ο Ράινς και οι άλλοι στον Ταξιδιώτη της Αυγής μας δουν να πολεμάμε στην ακτή, όλο και κάτι θα κάνουν!».
«Δε θα μας δουν να πολεμάμε, αφού δε θα βλέπουν τον εχθρό» είπε ο Ευστάθιος. «Θα νομίζουν πως κουνάμε τα σπαθιά μας στον αέρα.»
Έπεσε μια αμήχανη σιωπή.
«Λοιπόν» είπε στο τέλος ο Κασπιανός, «δε μένει άλλη λύση. Πρέπει να κατεβούμε να τους αντιμετωπίσουμε. Δώστε τα χέρια. Λούσυ, το τόξο σου έτοιμο. Βγάλτε τα σπαθιά σας οι άλλοι. Πάμε. Μπορεί και να δεχτούν διαπραγματεύσεις».
Ήταν τόσο παράξενα σιωπηλό το χορτάρι και τα πελώρια δέντρα τόσο γαλήνια, καθώς προχωρούσαν με βήμα προς την ακτή. Κι όταν έφτασαν κι είδαν τη βάρκα εκεί που την είχαν αφήσει, και την απάτητη αμμουδιά όπου δε φαινόταν κανείς, πολλοί σκέφτηκαν πως η Λούσυ μπορεί να τα ’χε βγάλει απ’ το νου της όσα τους είπε. Μα πριν πατήσουν στην αμμουδιά, μια Φωνή ακούστηκε απ’ το πουθενά:
«Ως εδώ, αφέντες μου. Ως εδώ και μη παρέκει, που λέει ο λόγος. Σταθείτε να σας μιλήσουμε πρώτα. Είμαστε πενήντα νομάτοι, κι οι περισσότεροι κρατάμε όπλα.»
«Ακούστε τον, ακούστε τον» είπε η χορωδία. «Μιλάει ο Αρχηγός. Ακούστε τον και πιστέψτε τον. Αυτά που λέει είναι αλήθεια.»
«Εγώ δε βλέπω ούτε νομάτους ούτε πολεμιστές» είπε ο Ριπιτσιπιτσίπ.
«Σωστά. Πολύ σωστά» είπε η Φωνή του Αρχηγού. «Ορθώς δε μας βλέπετε. Και ξέρετε γιατί δε μας βλέπετε; Διότι είμαστε αόρατοι.»
«Μπράβο, Αρχηγέ! Πες τους τα!» πετάχτηκαν οι Άλλες Φωνές. «Φαρσί τα λες, Αρχηγέ. Τους αποστόμωσες.»
«Μη μιλάς, Ριπ» ψιθύρισε ο Κασπιανός, και πρόσθεσε φωναχτά: «Τι θέλετε από μας, αόρατοι άνθρωποι; Τι σας φταίξαμε και γίνατε εχθροί μας;»
«Θέλουμε κάτι που μόνο το κοριτσάκι το μπορεί» είπε η Φωνή του Αρχηγού. (Και η χορωδία συμπλήρωσε πως το ίδιο ακριβώς ετοιμαζόταν να πει κι αυτή.)
«Κοριτσάκι; Ποιο κοριτσάκι;» είπε ο Ριπιτσιπιτσίπ. «Η Κυρία από δω είναι Βασίλισσα.»
«Εμείς δεν ξέρουμε από βασίλισσες» είπε η Φωνή του Αρχηγού. («Ούτε κι εμείς, ούτε κι εμείς ξέρουμε» πρόσθεσε η χορωδία.) «Θέλουμε όμως κάτι που το μπορεί.»
«Τι πράγμα;» είπε η Λούσυ.
«Αν είναι κάτι που απειλεί την τιμή ή την ασφάλεια της Μεγαλειοτάτης» είπε ο Ριπιτσιπιτσίπ, «θα δείτε πόσους σκοτώνουμε πριν πεθάνουμε».
«Ακούστε» είπε η φωνή του Αρχηγού, «είναι μεγάλη ιστορία. Δεν καθόμαστε καλύτερα;»
Η πρότασή του συνάντησε θερμότατη υποδοχή από τις Άλλες Φωνές, μα οι Ναρνιανοί προτίμησαν να μείνουν όρθιοι.
«Ακούστε λοιπόν» είπε η Φωνή του Αρχηγού. «Τούτο το νησί είναι ιδιόκτητος ιδιοκτησία ενός μεγάλου μάγου, προ αμνημονεύτων χρόνων. Και όλοι εμείς είμαστε υπηρέτες του –δηλαδή, τι είμαστε, τρόπος του λέγειν, γιατί δεν είμαστε πια. Τέλος, για να μην τα πολυλογώ και σας ζαλίζω, ο μάγος που σας έλεγα, ξέρετε ποιος, μας είπε να κάνουμε κάτι που δε μας άρεσε. Και γιατί δε μας άρεσε, θα μου πείτε; Διότι δε θέλαμε, θα σας πω. Και λοιπόν, ο μάγος που σας έλεγα, ξέρετε ποιος, έγινε πυρ και μανία. Διότι πρέπει να σας πω ότι το νησί είναι ιδιόκτητος ιδιοκτησία του και ήταν μαθημένος να γίνεται το δικό του, διότι έτσι είναι. Και είχε πέρα για πέρα δίκιο, ξέρετε. Λοιπόν, πού είχαμε μείνει; Α, μάλιστα, και τότε ο μάγος ανέβηκε πάνω (γιατί πρέπει να ξέρετε πως όλα τα μαγικά του τα είχε πάνω, κι όλοι εμείς μέναμε από κάτω), κι ανεβαίνει πάνω, το λοιπόν, και μας κάνει μάγια. Και μας κάνει άσκημους με τα μάγια. Κι αν μας βλέπατε τώρα με τα μάτια σας, που αν θέλετε τη γνώμη μου, δηλαδή, να φχαριστάτε το τυχερό σας αστέρι που δε μας βλέπετε, τέλος πάντων, δε θα πιστεύατε πώς ήμαστε πριν μας ασκημήνει με τα μάγια. Μωρέ, με τίποτα δε θα το πιστεύατε, κι αλήθεια λέω. Και γίναμε το λοιπόν τόσο άσκημοι, που δεν αντέχαμε να βλέπουμε ο ένας τα μούτρα τ’ αλλουνού. Και λέμε τότε, τι να κάνουμε, τι να κάνουμε... Κι ακούστε τώρα τι κάναμε, θα σας το πω αμέσως και χωρίς πολλά. Περιμέναμε να κοιμηθεί για μεσημέρι ο μάγος που σας έλεγα, ξέρετε ποιος, να μην το ξαναλέω, κι έπειτα ανεβήκαμε πάνω σιγά σιγά, να βρούμε το μαγικό του βιβλίο, μήπως κάνουμε τίποτα και ξεασκημήνουμε. Κι όλοι μας τρέμαμε κι ήμαστε μουσκίδι στον ιδρώτα, άλλο να σας λέω κι άλλο να το βλέπετε, και τέλος πάντων έτσι ήτανε. Κι αν θέτε το πιστεύετε, στο χέρι σας είναι, πάντως εγώ σας βεβαιώνω πως δε βρήκαμε ούτε μισό ξόρκι που να διώχνει την ασκήμια, κι όλο περνούσε η ώρα και φοβόμαστε μήπως ξυπνήσει ο γερο-αφέντης μας –αφού, να φανταστείτε, ποτάμι έτρεχε ο ιδρώτας από πάνω μου, η αλήθεια να λέγεται– και τέλος πάντων, να μην τα πολυλογώ και σας κουράζω, καλώς καμωμένο, κακώς καμωμένο, δεν ξέρω, ακούστε και θα κρίνετε, στο τέλος πετυχαίνουμε ένα ξόρκι που κάνει τους ανθρώπους αόρατους. Και λέμε, κάλλιο αόρατοι παρά άσκημοι. Και γιατί το ’παμε, θα μου πείτε; Διότι έτσι μας άρεσε καλύτερα, και παραπέρα δεν έχει. Και λοιπόν, το κοριτσάκι μου, που ήτανε σχεδόν μια ηλικία με το δικό σας, κι ήτανε νοστιμούλικο το τσαμένο πριν ασκημήνει, γιατί τώρα –τέλος πάντων, μην τα πολυλογώ και σας κουράζω, τι έλεγα λοιπόν; Α, μάλιστα, το κοριτσάκι μου διαβάζει φωναχτά το ξόρκι, γιατί το ξόρκι αυτό πρέπει να το διαβάσει κοριτσάκι, αν δεν το διαβάσει ο ίδιος ο μάγος, με καταλαβαίνετε, ειδαλλιώς το ξόρκι δεν πιάνει. Και γιατί δεν πιάνει; Θα μου πείτε. Διότι έτσι, θα σας πω, και παραπέρα δεν έχει. Μας διαβάζει το λοιπόν η Κλίπσι μου , το ξόρκι, γιατί πρέπει, να σας πω ότι διαβάζει πολύ ωραία, το πουλάκι μου, κι αμέσως γίναμε όλοι αόρατοι, όπως σας βλέπω και με βλέπετε. Και σας βεβαιώνω, ήτανε μεγάλη ανακούφιση που δε βλέπαμε πια ο ένας τα μούτρα τ’ αλλουνού. Μεγάλη ανακούφιση ήτανε –τουλάχιστον στην αρχή. Αλλά, για να μην τα πολυλογώ και σας κουράζω, βαρεθήκαμε να ’μαστε αόρατοι. Χώρια το άλλο, που δε λογαριάσαμε απ’ τα πριν πως κι ο μάγος που σας έλεγα, ξέρετε ποιος, θα γινόταν κι αυτός αόρατος. Κι από τότε δεν τον ξανάδαμε ποτέ το μάγο που σας έλεγα, και δεν ξέρουμε αν έφυγε ή πέθανε, ή μήπως κάθεται κει πάνω κι είναι αόρατος, και μετά κατεβαίνει κι είναι πάλι αόρατος, και σας το λέω και να με πιστέψετε, στήνουμε αυτί, αφουγκραζόμαστε, και πάλι τίποτα, διότι ο μάγος που σας έλεγα, ξέρετε ποιος, όλο ξιπόλητος τριγυρνούσε κι ήταν αθόρυβος σαν τη γάτα, σαν μεγαλούτσικη γάτα, για την ακρίβεια, και για να σας το πω μια και καλή, αφέντες μου, μας έχουνε σπάσει τα νεύρα.»