Ο Ρύνελφος έφερε αχνιστό κρασί με μπαχαρικά σε μια καράφα και τέσσερα ασημένια κύπελλα. Ήταν ένα κι ένα. Με την πρώτη γουλιά, ο Έντμουντ και η Λούσυ ένιωσαν μια υπέροχη ζέστα να τους πλημμυρίζει απ’ την κορφή ως τα νύχια. Όμως ο Ευστάθιος στραβομουτσούνιασε, έφτυσε το κρασί, κι άρχισε πάλι να ξερνάει και να κλαίει, και στο τέλος ρώτησε τον Κασπιανό μήπως του βρίσκονταν Παιδικές Πολυβιταμίνες και μεταλλικό νερό, και πάντως καλό θα ήταν να τον κατεβάσουν στον επόμενο σταθμό!
«Ωραίο συνταξιδιώτη μας έφερες, αδερφέ μου» ψιθύρισε ο Κασπιανός στον Έντμουντ κρυφογελώντας.
Μα πριν αποσώσει τα λόγια του, ο Ευστάθιος πάτησε κάτι φοβερές στριγκλιές.
«Ιιι! Ααα! Τι ’ν’ αυτό; Πάρτε το από δω! Φρίκη! Φρίκη!»
Κι αυτή τη φορά, είχε ίσως λίγο δίκιο. Γιατί, αλήθεια, κάτι πολύ παράξενο έβγαινε απ’ την καμπίνα της πρύμνης και τους πλησίαζε αργά αργά. Με την πρώτη ματιά θα το ’λεγες ποντίκι, και ποντίκι ήταν βέβαια –μόνο που αυτό εδώ το Ποντίκι στεκόταν στα πισινά του πόδια κι είχε μπόι γύρω στο μισό μέτρο. Μια λεπτή χρυσή ταινία του τύλιγε το κεφάλι, περνώντας κάτω απ’ τ’ αυτιά, κι απ’ την ταινία κρεμόταν ένα κατακόκκινο φτερό. (Και καθώς ο Ποντικός είχε σχεδόν μαύρη γούνα, το κόκκινο και το χρυσό τού πήγαιναν μούρλια.) Το αριστερό του χεράκι ακουμπούσε στη λαβή ενός σπαθιού, που ξεπερνούσε σε μάκρος την ουρά του. Κρατούσε τέλεια την ισορροπία του πάνω στο πλοίο που σκαμπανέβαζε, και προχωρούσε επίσημα κι αρχοντικά. Η Λούσυ κι ο Έντμουντ τον αναγνώρισαν αμέσως –ήταν ο Ριπιτσιπιτσίπ, ο Αρχηγός των Ποντικών, το πιο γενναίο απ’ όλα τα γενναία Ζώα Που Μιλούν, γιατί είχε κερδίσει αθάνατη δόξα στη Δεύτερη Μάχη της Βερούνα. Της Λούσυ της ήρθε –όπως πάντα, εξάλλου– να πάρει αγκαλιά τον Ριπιτσιπιτσίπ και να τον χαϊδέψει. Ήξερε όμως πως της ήταν απαγορευμένο, γιατί οι διαχύσεις ήταν μεγάλη προσβολή για τον Ποντικό. Έτσι, γονάτισε απλώς κι έσκυψε να του μιλήσει.
Κι ο Ριπιτσιπιτσίπ έβγαλε μπρος το δεξί του ποδαράκι, έσυρε πίσω το αριστερό του, έκανε μια άψογη υπόκλιση και της φίλησε το χέρι. Έπειτα ανασηκώθηκε, έστριψε τις φαβορίτες του, και είπε με την τσιριχτή, τραγουδιστή φωνούλα του:
«Τα ταπεινά μου σέβη στη Μεγαλειότητα σας. Και στον Βασιλέα Εδμόνδο παρομοίως». (Στο σημείο αυτό έκανε και δεύτερη υπόκλιση.) «Η παρουσία σας θα λαμπρύνει την ένδοξη αυτή εκστρατεία!»
«Πάρτε το από δω!» τσίριξε πάλι ο Ευστάθιος κλαψουρίζοντας. «Τα σιχαίνομαι τα ποντίκια! Και περισσότερο απ’ όλα σιχαίνομαι τα γυμνασμένα ζώα! Είναι ηλίθια! Είναι χυδαία! Είναι... είναι... είναι σαχλά!»
Ο Ριπιτσιπιτσίπ κάρφωσε τα μάτια του στον Ευστάθιο, τον περιεργάστηκε περιφρονητικά, κι έπειτα γύρισε στη Λούσυ: «Εάν αντιλαμβάνομαι ορθώς, το αγενέστατο τούτο άτομο τελεί υπό την προστασίαν της Μεγαλειότητος σας. Διότι αν δεν τελούσε...»
Εκείνη τη στιγμή, η Λούσυ και ο Έντμουντ φταρνίστηκαν ταυτόχρονα.
«Μα τι ανόητος που είμαι!» είπε ο Κασπιανός. «Είστε βρεγμένοι ως το κόκαλο, κι εγώ σας αφήνω εδώ πάνω στο κατάστρωμα! Ελάτε, πρέπει να κατε-βείτε ν’ αλλάξετε. Λουκία, η καμπίνα μου είναι στη διάθεσή σου. Μόνο που φοβάμαι πως δε θα βρούμε γυναικεία ρούχα στο πλοίο. Θα βολευτείς με δικά μου. Εμπρός, Ριπιτσιπιτσίπ, οδήγησε τους σαν άξιος Ποντικός!»
«Προς χάριν μιας Κυρίας» είπε ο Ριπιτσιπιτσίπ, «ακόμη και οι λόγοι τιμής μπορεί να περιμένουν. Τουλάχιστον προς το παρόν...» και κοίταξε με νόημα τον Ευστάθιο. Όμως ο Κασπιανός είχε ήδη προχωρήσει, και σε λίγα λεπτά η Λούσυ περνούσε μια πόρτα κι έμπαινε στην καμπίνα της πρύμνης. Α, ήταν υπέροχη καμπίνα! Είχε τρία τετράγωνα παράθυρα που έβλεπαν στα γαλάζια, ταραγμένα νερά που άφηνε πίσω του το πλοίο. Χαμηλοί πάγκοι με μαξιλαράκια έκλειναν τις τρεις πλευρές του τραπεζιού, και μια ασημένια λάμπα κρεμόταν από το ταβάνι (δουλειά των Νάνων, το καταλάβαινες αμέσως από τα πλούσια και περίτεχνα σκαλίσματα). Στον μπροστινό τοίχο, πάνω απ’ την πόρτα, η Λούσυ είδε μια χρυσή εικόνα του Λιονταριού, του, Ασλάν. Όλ’ αυτά τα πρόλαβε με μια ματιά, γιατί ο Κασπιανός άνοιγε κιόλας μια πορτούλα στα δεξιά κι έλεγε: «Λουκία, το διαμέρισμά σου. Περίμενε μόνο να πάρω στεγνά ρούχα και για μένα» πρόσθεσε ψάχνοντας στην ντουλάπα, «και θα σ’ αφήσω ν’ αλλάξεις με την ησυχία σου. Αν θες, πέτα τα βρεγμένα σου έξω απ’ την πόρτα, για να τα πάρουν να τα στεγνώσουν στο αμπάρι».