Πλησίασε αργά το αναλόγιο κι άγγιξε το βιβλίο, κι αμέσως ένιωσε τα δάχτυλά της να μουδιάζουν, λες και το ξώφυλλο ήταν ηλεκτρισμένο. Προσπάθησε να το ανοίξει. Το βιβλίο δεν άνοιγε. Δεν έφταιγαν όμως τα μάγια, μα δυο σιδερένια θηλυκωτήρια. Όταν η Λούσυ τα ξεκούμπωσε, χωρίς δυσκολία, το βιβλίο άνοιξε μόνο του, και... Τι παράξενο!
Δεν ήταν τυπωμένο βιβλίο, αλλά χειρόγραφο. Τα γράμματά του ήταν καθαρά και συμμετρικά, με μακριές παχιές ουρές που ανηφόριζαν και κατηφόριζαν –πελώρια γράμματα, που τα διάβαζες πιο εύκολα απ’ τα τυπωμένα, και τόσο όμορφα, που η Λούσυ έμεινε να τα χαζεύει, και για κάμποση ώρα ξέχασε πως έπρεπε να ψάξει. Το χαρτί ήταν λείο και κρουστό, και μύριζε πολύ ωραία. Γύρω απ’ τα κεφαλαία γράμματα, αρχή αρχή σε κάθε ξόρκι, είχε ζωγραφιές. Το ίδιο και στα περιθώρια της σελίδας.
Το βιβλίο δεν είχε πρωτοσέλιδα ούτε τίτλο. Άρχιζε αμέσως με ξόρκια. Τα πρώτα δεν ήταν και τίποτα σπουδαίο: συνταγές για τις μυρμηγκιές («πλύνε τα χέρια σου με αστροφεγγιά μέσα σε ασημένια λεκάνη»), για τον πονόδοντο και τις κράμπες, κι ένα ξόρκι για να διώχνεις τις μέλισσες. Όμως ο ζωγραφιστός άνθρωπος με το πονεμένο δόντι ήταν τόσο ζωντανός, που αν τον κοιτούσες πολύ, σ’ έπιανε πονόδοντος, και οι χρυσές μέλισσες που ήταν ζωγραφισμένες γύρω γύρω στο τέταρτο ξόρκι, έμοιαζαν να πετάνε.
Η Λούσυ δεν έλεγε να ξεκολλήσει απ’ την πρώτη σελίδα. Όταν κατάφερε επιτέλους να τη γυρίσει, διαπίστωσε πως κι η επόμενη είχε μεγάλο ενδιαφέρον. «Πρέπει να συνεχίσω» ψιθύρισε, και φυλλομέτρησε καμιά τριανταριά σελίδες. Αν μπορούσε να τις μάθει απέξω, θα ’ξερε να βρίσκει θαμμένους θησαυρούς, να θυμάται ξεχασμένα πράγματα και να ξεχνάει αυτά που έπρεπε να ξεχαστούν, να μαντεύει αν κάποιος έλεγε την αλήθεια, να φέρνει και να σταματάει ανέμους, ομίχλη, χιόνια και βροχές, να κοιμίζει ανθρώπους με μάγια, ή να τους φορτώνει γαϊδουρινά κεφάλια (όπως στο Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας). Και με κάθε σελίδα που γυρνούσε, οι εικόνες γίνονταν πιο όμορφες και πιο ζωντανές.
Κι έτσι έφτασε σε μια σελίδα με ζωγραφιές τόσο εκθαμβωτικές, που το μάτι σάστιζε και δεν πρόσεχε πως υπήρχαν και γράμματα. Η Λούσυ πρόλαβε μόνο να δει τις πρώτες λέξεις, που έλεγαν: Ξόρκι αλάθητο και μαγικό, που όποια το προσφέρει, αποκτά καλλονή εξώκοσμη. Η Λούσυ κόλλησε τη μύτη της στη σελίδα και περιεργάστηκε τις ζωγραφιές. Από μακριά, της είχαν φανεί στριμωγμένες και μπερδεμένες, μα τώρα έβλεπε μερικές που ξεχώριζαν καθαρά. Στην πρώτη, ένα κορίτσι στεκόταν μπροστά σ’ ένα αναλόγιο. Το κορίτσι διάβαζε ένα πελώριο βιβλίο, κι ήταν ντυμένο ακριβώς όπως η Λούσυ. Στην επόμενη εικόνα, η Λούσυ (γιατί αυτή ήταν το ζωγραφιστό κορίτσι) ήταν πολύ σοβαρή κι είχε ανοίξει το στόμα της: κάτι τραγουδούσε ή διάβαζε φωναχτά. Στην τρίτη εικόνα το κορίτσι είχε αποκτήσει «καλλονή εξώκοσμη» –και μόλο που οι ζωγραφιές ήταν τόσο μικρές στην αρχή, τώρα, εντελώς ανεξήγητα, η ζωγραφιστή Λούσυ φαινόταν μεγάλη, σαν την αληθινή. Τα δυο κορίτσια κοιτάχτηκαν στα μάτια, κι η αληθινή Λούσυ αναγκάστηκε να χαμηλώσει τα δικά της, γιατί η ομορφιά της άλλης Λούσυ τη θάμπωσε. Πρόλαβε όμως να ξεχωρίσει στο πεντάμορφο πρόσωπο της ζωγραφιάς κάποια ομοιότητα με το δικό της. Κι έπειτα οι εικόνες πύκνωσαν κι άρχισαν να συνωστίζονται με τρομαχτική ταχύτητα. Η Λούσυ είδε τον εαυτό της στο θρόνο, να παρακολουθεί μια μεγάλη κονταρομαχία στην Καλορμίνα. Όλοι οι βασιλιάδες του κόσμου αγωνίζονταν να κερδίσουν το χέρι της. Και παρακάτω οι κονταρομαχίες έγιναν πόλεμοι, κι η Νάρνια, η Αρχελάνδη, το Τέλμαρ, η Καλορμίνα, η Γκάλμα κι η Τερεβινθία ερημώθηκαν καθώς βασιλιάδες και δούκες και μεγάλοι λόρδοι πολεμούσαν λυσσασμένα για το χατίρι της. Μετά, όλα άλλαξαν. Η Λούσυ, πάντα «καλλονή εξώκοσμη», βρισκόταν πάλι στην Αγγλία, κι η Σούζαν (που ήταν ως τότε η ωραία της οικογένεια) είχε γυρίσει απ’ την Αμερική. Η Σούζαν της ζωγραφιάς ήταν ίδια κι απαράλλαχτη με την αληθινή, μόνο λίγο πιο άχρωμη, και με έκφραση ξινισμένη. Η Σούζαν ζήλευε τρομερά την εκθαμβωτική καλλονή της Λούσυ, μα δεν είχε σημασία, γιατί κανένας πια δεν είχε μάτια για τη Σούζαν.
«Εγώ θα το πω το ξόρκι» σκέφτηκε η Λούσυ. «Θα το πω, και δε με νοιάζει καθόλου.» Το τελευταίο δε με νοιάζει καθόλου το πρόφερε φωναχτά, γιατί κάτι μέσα της της έλεγε πως δεν πρέπει.
Όμως, ξανακοιτάζοντας τις πρώτες λέξεις της σελίδας, εκεί, ανάμεσα στα γράμματα, που λίγο πριν δεν υπήρχε τίποτ’ άλλο –θα ’παιρνε όρκο– είδε άξαφνα το πελώριο πρόσωπο ενός λιονταριού. Ήταν ο Ασλάν και την κοιτούσε κατάματα. Το λιοντάρι ήταν ζωγραφισμένο με τόσο αστραφτερό χρυσαφί χρώμα, που της Λούσυ της φάνηκε πως ξεκολλούσε απ’ τη σελίδα κι ερχόταν προς το μέρος της. Κι αργότερα που το ξαναθυμόταν, πάλι το ίδιο θα ’λεγε: η ζωγραφιά είχε σαλέψει. Η όψη του Λιονταριού δεν άφηνε περιθώρια για παρεξήγηση. Το Λιοντάρι βρυχιόταν κι έδειχνε τα δόντια του. Κι η Λούσυ, κατατρομαγμένη, βιάστηκε να γυρίσει σελίδα.