Выбрать главу

Εκείνη τη στιγμή, άκουσε μαλακά και βαριά πατήματα να πλησιάζουν στο διάδρομο. Και, βέβαια, θυμήθηκε τι είχαν πει οι Φωνές για το Μάγο που κυκλοφορούσε ξιπόλητος και αθόρυβος σαν γάτα. Κι επειδή είναι πάντα καλύτερα να βλέπεις, αντί να αισθάνεσαι απλώς κάτι πίσω απ’ την πλάτη σου, η Λούσυ γύρισε.

Και τότε το πρόσωπό της φωτίστηκε, και για μια στιγμή (χωρίς ποτέ η ίδια να το μάθει) έγινε πεντάμορφη σαν την άλλη Λούσυ, της εικόνας, κι όρμησε πνίγοντας μια κραυγή χαράς και με τα χέρια απλωμένα. Στην πόρτα στεκόταν ο Ασλάν, το Λιοντάρι, ο μεγαλύτερος απ’ όλους τους Μεγάλους Βασιλιάδες. Κι ήταν χειροπιαστός κι αληθινός και ζεστός, και την άφησε να τον φιλήσει και να χωθεί στην αστραφτερή του χαίτη. Κι απ’ το βαθύ ήχο που αφουγκράστηκε μέσα του, και που έμοιαζε λίγο σαν τη βουή του σεισμού, η Λούσυ τόλμησε να υποθέσει πως ο Ασλάν γουργούριζε.

«Αχ, Ασλάν» είπε, «τι καλά που ήρθες!»

«Εδώ ήμουν πάντα» είπε το Λιοντάρι, «αλλά εσύ μ’ έκανες ορατό».

«Ασλάν!» τον μάλωσε η Λούσυ, «μη με κοροϊδεύεις. Μπορώ να κάνω τίποτα εγώ για να γίνεις ορατός εσύ;»

«Κι όμως, το ’κανες» είπε ο Ασλάν. «Λες πως δεν πρέπει να συμμορφώνομαι με τους δικούς μου κανόνες;»

Σώπασε λίγο, κι έπειτα ξαναμίλησε.

«Παιδί μου» είπε, «νομίζω πως κρυφάκουγες».

«Κρυφάκουγα; Εγώ;»

«Ναι, τις δυο συμμαθήτριές σου που μιλούσαν για σένα.»

«Α, αυτό; Μα δε σκέφτηκα πως ήταν κακό. Τα μάγια το ’καναν.»

«Είτε με μάγια κατασκοπεύεις, είτε χωρίς μάγια, το ίδιο είναι. Κι ύστερα, δεν έκρινες σωστά τη φίλη σου. Μπορεί να ’χει. αδύνατο χαρακτήρα, αλλά σ’ αγαπάει. Απλώς, φοβήθηκε λίγο το άλλο κορίτσι, και είπε πράγματα που δεν τα εννοεί.»

«Όμως εγώ νομίζω πως δε θα ξεχάσω εύκολα τι είπε...»

«Το ξέρω.»

«Και τώρα; Τα ’κανα μούσκεμα, ε; Δηλαδή... δηλαδή, θα ’ταν ακόμα φίλη μου αν δεν είχα κρυφακούσει... θα ’ταν πολύ καλή μου φίλη, ίσως για όλη μου τη ζωή, και πια...»

«Παιδί μου» είπε ο Ασλάν, «σου εξήγησα κι άλλοτε πως κανένας δεν έμαθε ούτε θα μάθει ποτέ τι θα γινόταν».

«Ναι, Ασλάν, μου το εξήγησες» είπε η Λούσυ. «Με συγχωρείς... Όμως, σε παρακαλώ...»

«Ναι, μικρή μου.»

«Θα ξαναδιαβάσω ποτέ εκείνη την ιστορία; Την ιστορία που δεν μπορώ να θυμηθώ; Ασλάν, θα μου την πεις εσύ; Αχ, σε παρακαλώ, σε παρακαλώ...»

«Και βέβαια θα σου την πω. Θα σου τη λέω χρόνια και χρόνια... Μα τώρα, έλα. Πρέπει να γνωρίσεις τον οικοδεσπότη.»

11

Κι έγιναν τόσο ευτυχισμένα τα Χαζουλόποδα!

Η Λούσυ ακολούθησε το μεγάλο Λιοντάρι, κι όπως έβγαιναν στο διάδρομο, είδε να ’ρχεται προς το μέρος τους ένας ξιπόλητος γέρος με κόκκινο χιτώνα. Τ’ άσπρα του μαλλιά ήταν στεφανωμένα με φύλλα βελανιδιάς, η γενειάδα του του ’φτανε ως τη ζώνη, και στηριζόταν σ’ ένα ραβδί με περίπλοκα σκαλίσματα. Βλέποντας τον Ασλάν, ο γέρος υποκλίθηκε βαθιά και είπε:

«Αφέντη, καλωσόρισες στον πιο ταπεινό απ’ τους οίκους σου.»

«Τι νέα, Κοριάκιν», είπε ο Ασλάν. «Ακόμα δε βαρέθηκες να κυβερνάς τους ηλίθιους υπηκόους που σου ’δωσα;»

«Όχι» είπε ο Μάγος. «Είναι πολύ κουτοί, αλλά αγαθοί, και μάλλον άρχισα να τους συμπαθώ. Βέβαια, μερικές φορές χάνω την υπομονή μου, και δε βλέπω την ώρα που θα τους κυβερνώ πια μόνο με τη σοφία κι όχι με χοντροκομμένα μαγικά.»

«Κάθε πράγμα στον καιρό του, Κοριάκιν» είπε ο Ασλάν.

«Ναι, Αφέντη, κάθε πράγμα στον καιρό του» συμφώνησε ο Μάγος. «Τι λες; Θα τους φανερωθείς αυτή τη φορά;»

«Α, όχι» είπε το Λιοντάρι πνίγοντας ένα μουγκρητό –γέλιο της φάνηκε της Λούσυ. «Όχι, γιατί θα πάρουν τέτοια τρομάρα, που θα χάσουν και το λιγοστό μυαλό που έχουν. Πολλά αστέρια θα γεράσουν και θα κατέβουν να ξεκουραστούν στα νησιά ώσπου να ωριμάσει ο λαός σου για κάτι τέτοιο. Κι ύστερα, απόψε πριν δύσει ο ήλιος, πρέπει να πάω στον Καλοβολίκ, το Νάνο, που περιμένει στο Κάιρ Πάραβελ κι ανησυχεί για τον αφέντη του τον Κασπιανό. Πρέπει να του πω τα νέα σας, Λούσυ, αλλά μη λυπάσαι. Θ’ ανταμώσουμε πολύ γρήγορα.»

«Αχ, Ασλάν» είπε η Λούσυ, «πόσο γρήγορα;»

«Για μένα κάθε στιγμή είναι γρήγορα» είπε ο Ασλάν –κι έγινε άφαντος. Η Λούσυ έμεινε μόνη με το Μάγο.

«Πάει» είπε ο Μάγος. «Πάντα έτσι φεύγει, δεν τον κρατάς με τίποτα, γιατί ο Ασλάν δεν είναι ήμερο λιοντάρι. Αλλά, δε μου ’πες, πώς σου φάνηκε το βιβλίο μου;»

«Μερικές σελίδες μου άρεσαν πολύ, πάρα πολύ» απάντησε η Λούσυ. «Και... Αλήθεια, το ’ξερες πως ήμουν μέσα και το διάβαζα;»

«Και βέβαια το ’ξερα. Όταν τιμώρησα τις προάλες, τα Χαζούλικα, ήξερα πως θα ’ρθεις να λύσεις τα μάγια. Μόνο τη μέρα δεν είχα προβλέψει ακριβώς, και το πρωί με τσάκωσες στο ύπνο. Βλέπεις μ’ είχαν κάνει κι εμένα αόρατο, κι όταν γίνομαι αόρατος με πιάνει μια νύστα.... Αααα! –σε καλό μου τέτοιο χασμουρητό! Λοιπόν, μικρή μου, δεν πεινάς;»