«Λιγάκι» είπε η Λούσυ. «Τι ώρα είναι;»
«Έλα» είπε ο Μάγος. «Κάθε ώρα μπορεί να ’ναι γρήγορα για τον Ασλάν, αλλά στο σπίτι μου η ώρα της πείνας είναι μία το μεσημέρι.»
Μπρος ο Μάγος, πίσω η Λούσυ, προχώρησαν και μπήκαν σε μια πόρτα. Η Λούσυ βρέθηκε σ’ ένα όμορφο δωμάτιο, γεμάτο φως και λουλούδια. Το τραπέζι σ’ εκείνο το δωμάτιο ήταν γυμνό, αλλά επειδή ήταν μαγικό τραπέζι, με μια λέξη του γέροντα γέμισε τραπεζομάντιλα, ασημικά, πιατικά, ποτήρια και φαγιά.
«Ελπίζω να σου αρέσουν» είπε ο Μάγος. «Προσπάθησα να σου φτιάξω κάτι που να θυμίζει περισσότερο τον τόπο σου –αλλιώτικο απ’ αυτά που τρως τον τελευταίο καιρό...»
«Μα είναι καταπληκτικά!» είπε η Λούσυ, γιατί ο Μάγος είχε «φτιάξει» μια ομελέτα της ώρας, κρύο αρνάκι, μπιζέλια, παγωτό φράουλα, λεμονάδα, κι ένα φλιτζάνι ζεστή σοκολάτα για μετά. Ο Μάγος έφαγε σκέτο ψωμί κι ήπιε το κρασάκι του, κι επειδή δεν ήταν καθόλου τρομερός, σε λίγο κουβέντιαζε με τη Λούσυ σαν παλιός καλός φίλος.
«Θ’ αργήσει να πιάσει το ξόρκι;» ρώτησε η Λούσυ. «Θέλω να δω τα Χαζούλικα.»
«Το ξόρκι έχει πιάσει, μα τα Χαζούλικα πρέπει να κοιμούνται. Πάντα ξαπλώνουν για μεσημέρι.»
«Και τώρα που είναι ορατά, δε θα τα κάνεις όπως πριν; Θα τ’ αφήσεις άσκημα;»
«Κοίταξε... Το ζήτημα είναι κάπως λεπτό...» απάντησε ο Μάγος. «Η αλήθεια είναι πως, πριν, μόνο στα δικά τους μάτια ήταν ωραία. Λένε πως τ’ ασκήμυνα, αλλά δε συμφωνώ. Πολλοί θα πίστευαν πως η αλλαγή έγινε προς το καλύτερο.»
«Και... δε μου λες... Μήπως είναι και λίγο φαντασμένα;»
«Αν είναι, λέει! Και προπαντός ο Αρχηγός τους. Αυτός ξεσηκώνει και τα υπόλοιπα. Ό,τι και να τους πει, συμφωνούν.»
«Το πρόσεξα» είπε η Λούσυ.
«Ξέρεις, χωρίς τον Αρχηγό μπορεί να τα κουμαντάριζα ευκολότερα... Ίσως αν τον μεταμόρφωνα... Ή αν έκανα μάγια στα Χαζούλικα να μην τον πιστεύουν πια... Α, όχι, δε μ’ αρέσει αυτή η λύση. Καλύτερα να θαυμάζουν τον Αρχηγό, παρά να μη θαυμάζουν κανέναν.»
«Δηλαδή, εσένα δε σε θαυμάζουν;» απόρησε η Λούσυ.
«Εμένα;» γέλασε ο Μάγος; «Αστειεύεσαι;»
«Και γιατί τα ασκήμυνες τα Χαζούλικα; Θέλω να πω, γιατί τ’ άλλαξες και τώρα νομίζουν πως ασκήμυναν;»
«Γιατί δε μ’ ακούνε. Δουλειά τους είναι να φροντίζουν το περιβόλι και να μαγειρεύουν –όχι για μένα, όπως φαντάζονται, μα για να τρώνε αυτά... Ε λοιπόν, όλα με το ζόρι τα κάνουν. Στάσου να δεις. Το περιβόλι, όπως ξέρεις, χρειάζεται νερό. Πάνω στο λόφο, μισό μίλι στην ανηφόρα, έχει μια πηγή, κι απ’ την πηγή κυλάει ένα ποταμάκι που περνάει δίπλα απ’ το περιβόλι. Τους είπα λοιπόν να παίρνουν νερό απ’ το ποταμάκι, αντί ν’ ανεβοκατεβαίνουν στην πηγή φορτωμένα κουβάδες δυο και τρεις φορές τη μέρα και να ξεθεώνονται –χώρια που έχυναν το μισό νερό στο δρόμο. Το είπα μία, το είπα δύο, δεν εννοούσαν να το χωνέψουν, και στο τέλος σταύρωσαν τα χέρια και δήλωσαν πως δεν ξαναφέρνουν νερό.»
«Μα τόσο χαζά είναι;» ρώτησε η Λούσυ.
Ο Μάγος αναστέναξε. «Αν σου πω τι σκαρφίζονται κάθε τόσο, δε θα με πιστέψεις. Πριν από μερικούς μήνες, αποφάσισαν να πλένουν τα πιάτα και τα μαχαιροπίρουνα πριν απ’ το φαγητό, για να μην έχουν να τα πλύνουν μετά! Μια μέρα τά τσάκωσα να φυτεύουν βραστές πατάτες, για να γλιτώσουν το μαγείρεμα. Και κάποτε που μπήκε η γάτα στο γαλακτοκομείο, έτρεξαν είκοσι μαζί να βγάλουν έξω το γάλα, και κανένα τους δε σκέφτηκε να βγάλει έξω τη γάτα. Όμως, βλέπω πως τελείωσες το φαγητό σου. Τι λες, πάμε να δεις τα Χαζούλικα, τώρα που ξανάγιναν ορατά;»
Πέρασαν έτσι σ’ ένα άλλο δωμάτιο, γεμάτο γυαλιστερά όργανα που η Λούσυ δεν τα ’χε ξαναδεί. Είχε Αστρολάβους, Χρονοσκόπια, Ποιησόμετρα, Χορίαμβους, Θεοδόλιχους και Πλανητάρια –κι όταν πλησίσαν στο παράθυρο, ο Μάγος είπε: «Κοίτα. Να τα, τα Χαζούλικα».
«Δε βλέπω τίποτα» είπε η Λούσυ. «Μόνο κάτι μανιτάρια.»
Τά «μανιτάρια» που του ’δειχνε ήταν σπαρμένα πάνω στο χορτάρι του κήπου, κι έμοιαζαν μεγαλύτερα απ’ τα συνηθισμένα. Το κοτσάνι τους ήταν γύρω στο ένα μέτρο, κι άλλο ένα μέτρο ήταν η διάμετρος της ομπρελίτσας τους. Η Λούσυ κοίταξε καλύτερα, και πρόσεξε πως τα κοτσάνια δεν κατέληγαν στη μέση της κάθε ομπρελίτσα, αλλά στην άκρη της, και τα μανιτάρια δεν ισορροπούσαν καλά. Κι ύστερα, στη ρίζα κάθε κοτσανιού, ξεχώριζε πάνω στα χόρτα κάτι σαν μπογαλάκι. Κι όσο τα κοιτούσε η Λούσυ, τόσο λιγότερο έμοιαζαν με μανιτάρια. Οι ομπρελίτσες τους δεν ήταν ολοστρόγγυλες, όπως της είχε φανεί στην αρχή. Μάλλον προς το μακρουλό έφερναν, και στη μια τους άκρη φάρδαιναν περισσότερο. Κι είχε ένα σωρό «μανιτάρια» στον κήπο, καμιά πενηνταριά και βάλε.