Το ρολόι σήμανε τρεις.
Και τότε, έγινε κάτι πολύ παράξενο. Όλα τα «μανιτάρια» αναποδογύρισαν. Τα μπογαλάκια έγιναν κορμιά και κεφάλια, και τα κοτσάνια ποδαράκια. Μα, κάθε σώμα δεν είχε δυο πόδια. Είχε μόνο ένα χοντρό πόδι από κάτω, ακριβώς στο κέντρο (κι όχι στο πλάι, όπως το πόδι ενός ανάπηρου, ας πούμε), και στην άκρη του μια πελώρια πατούσα, με χοντρά δαχτυλάκια, ανασηκωμένα, έτσι που κάθε πατούσα, έμοιαζε με μικρό κανό. Κι η Λούσυ κατάλαβε αμέσως γιατί της φάνηκαν για μανιτάρια. Τα ανθρωπάκια ήταν ξαπλωμένα ανάσκελα, με το μοναδικό τους πόδι σηκωμένο στον αέρα και την πελώρια πατούσα τεντωμένη από πάνω τους. Αργότερα έμαθε πως έτσι αναπαύονταν, γιατί το πόδι τους τα προστάτευε απ’ τη βροχή και τον ήλιο, και τα Μονόποδα βολεύονταν περίφημα κάτω απ’ την πατούσα τους, σαν να ’ταν αντίσκηνο!
«Αχ, τι αστεία που είναι, τα χρυσά μου!» φώναξε η Λούσυ σκασμένη στα γέλια. «Εσύ τα ’κανες έτσι;»
«Ναι, ναι, από Χαζούλικα τα έκανα Μονόποδα» είπε ο Μάγος. Γελούσε κι αυτός με την καρδιά του, τόσο, που τα μάτια του δάκρυσαν. «Κοίτα όμως» πρόσθεσε.
Και πραγματικά, το θέαμα άξιζε τον κόπο. Τα μονόποδα ανθρωπάκια δεν μπορούσαν να τρέξουν ούτε να περπατήσουν όπως εμείς, κι έτσι προχωρούσαν πηδώντας, σαν ψύλλοι ή βατράχια. Και τι πήδους που έκαναν! Θα έλεγες πως το κάθε ποδαράκι ήταν φτιαγμένο από ελατήρια. Κι όπως προσγειώνονταν πάλι με φόρα, ακουγόταν ο περίεργος γδούπος που είχε τρομάξει τη Λούσυ την προηγούμενη μέρα. Τώρα τα ανθρωπάκια πηδούσαν δεξιά κι αριστερά και φώναζαν το ’να στ’ άλλο: «Κοιτάξτε! Κοιτάξτε! Δεν είμαστε πια αόρατοι!»
«Δεν είμαστε πια αόρατοι!» φώναξε ένα ανθρωπάκι με κόκκινο σκουφί –αυτός πρέπει να ’ταν ο Αρχηγός. «Κι εγώ ένα έχω να σας πω: όποιος δεν είναι αόρατος, φαίνεται!»
«Μπράβο, Αρχηγέ, γεια στο στόμα σου!» φώναξαν τα Μονόποδα. «Εδώ είναι η ουσία. Είσαι τετραπέρατος. Αρχηγέ! Μυαλό ξουράφι! Πες τα, χρυσόστομε!»
«Τον έπιασε στον ύπνο το γέρο! Τον έπιασε το κοριτσάκι» είπε ο Αρχηγός. «Πάλι του τη φέραμε του γέρου!»
«Αυτό θα λέγαμε κι εμείς» απάντησε η χορωδία. «Σήμερα είσαι παντοδύναμος, Αρχηγέ! Είσαι μεγάλος, Αρχηγέ! Απάνω του!»
«Μα πώς τολμούν να μιλάνε έτσι για σένα;» είπε η Λούσυ. «Χτες νόμιζα πως σε τρέμουν. Δε φαντάζονται πως μπορεί να τ’ ακούς;»
«Αυτό είναι το περίεργο με τα Χαζούλικα» είπε ο Μάγος. «Τη μια νομίζουν πως είμαι παντοδύναμος κι επικίνδυνος και παρακολουθώ τα πάντα, και την άλλη προσπαθούν να με ξεγελάσουν με κόλπα που δεν τα χάφτει ούτε μωρό. Ας είναι καλά, τα καημένα!»
«Και τώρα, θα τα ξανακάνεις όπως ήταν;» ρώτησε η Λούσυ. «Λες να τα πειράζει αν μείνουν έτσι; Αχ, μακάρι να μην τα πειράζει. Εμένα μου φαίνονται πολύ ευτυχισμένα. Κοίτα πώς χοροπηδούν! Αλλά, δε μου ’πες: πώς ήταν πριν;»
«Κοινοί νάνοι» απάντησε ο Μάγος, «μα όχι νόστιμοι σαν τους Ναρνιανούς».
«Θα ’ναι κρίμα να τ’ αλλάξεις πάλι» είπε η Λούσυ. «Είναι τόσο αστεία, τα πουλάκια μου! Εμένα μ’ αρέσουν πολύ. Θα βγει τίποτα αν τους πω πόσο μ’ αρέσουν;»
«Όλο και κάτι θα βγει –φτάνει να καταλάβουν τι τους λες.»
«Ε, τότε, πάμε.»
«Άσε με μένα. Μόνη σου θα τα καταφέρεις καλύτερα.»
«Ευχαριστώ πολύ για το τραπέζι» είπε η Λούσυ, και ξεκίνησε με φόρα. Κατέβηκε φουλαριστή τις σκάλες, που τις είχε ανέβει αργά, γεμάτη αγωνία εκείνο το πρωί, και στο τελευταίο σκαλί έπεσε πάνω στον Έντμουντ. Ήταν κι οι άλλοι εκεί, την περίμεναν, κι η Λούσυ ένιωσε φριχτές τύψεις βλέποντας τα ανήσυχα πρόσωπά τους: τόση ώρα τους είχε ξεχάσει!
«Όλα εντάξει» τους φώναξε βιαστικά, «όλα εντάξει. Ο Μάγος είναι καλός και –και είδα τον Ασλάν!»
Και χωρίς άλλη κουβέντα, όρμησε στον κήπο. Έξω, η γη έτρεμε από τα σάλτα των Χαζούλικων κι ο αέρας αντηχούσε απ’ τις φωνές τους. Κι όταν είδαν τη Λούσυ, ο σαματάς έφτασε στο απροχώρητο.
«Να το! Να το!» φώναζαν. «Ζήτω το κοριτσάκι! Ωραία του την έφερε του γέρου. Ωραία του την έφερε!»
«Λυπούμαστε όμως αφάνταστα που δε θα σου δώσουμε τη χαρά να μας δεις όπως ήμαστε πριν ασκημύνουμε» είπε ο Αρχηγός. «Αν μας έβλεπες όπως ήμαστε πριν, θα ’τριβες τα μάτια σου, η αλήθεια να λέγεται, κι η αλήθεια είναι πως τώρα είμαστε τρομερά άσκημοι, πρέπει να το παραδεχτώ...»
«Και βέβαια είμαστε άσκημοι, Αργηγέ! Είμαστε, πώς δεν είμαστε!» επανέλαβαν οι υπόλοιποι πηδώντας στον αέρα σαν μπαλονάκια. «Γεια στο στόμα σου, Αρχηγέ! Πες μας κι άλλα!»
«Μα εγώ δε σας βρίσκω καθόλου άσκημους» ούρλιαξε η Λούσυ για ν’ ακουστεί μέσα στο χαλασμό. «Εγώ νομίζω πως είσαστε πολύ ωραίοι.»
«Ακούτε, Ακούτε;» φώναξαν τα Μονόποδα. «Γεια στο στόμα σου, δεσποινιδούλα, καλά τα λες! Είμαστε ωραίοι, πολύ ωραίοι, πιο ωραίοι δε γίνεται.» Είχαν αλλάξει γνώμη στο άψε σβήσε, χωρίς να το προσέξουν.