«Όοοχι» είπε ο Αρχηγός. «Λέει πως ήμαστε πολύ ωραίοι πριν ασκημύνουμε!»
«Σωστά, Αρχηγέ, πολύ σωστά!» απάντησε η χορωδία. «Αυτό ακριβώς είπε. Το ακούσαμε με τ’ αυτιά μας.»
«Δεν είπα έτσι!» ούρλιαξε η Λούσυ. «Εγώ είπα πως είσαστε πολύ ωραίοι τώρα!»
«Έτσι είπε, έτσι είπε» φώναξε ο Αρχηγός. «Είπε πως ήμαστε ωραίοι τότε!»
«Ακούστε τους! Ακούστε τους!» αλάλαξαν τα Μονόποδα. «Ακούστε τι ωραία τα ταιριάξανε! Ακούστε πώς συμφωνάνε! Γεια στο στόμα τους!»
«Μα λέμε το αντίθετο!» φώναξε η Λούσυ χτυπώντας το πόδι της κάτω.
«Και βέβαια, και βέβαια λέτε το αντίθετο» απάντησαν τα Μονόποδα. «Γεια στο στόμα σας! Πέστε τα, χρυσόστομοι!»
«Εσείς τρελαίνετε και γάιδαρο» είπε η Λούσυ, εγκαταλείποντας την προσπάθεια. Όμως τα Μονόποδα ήταν ευχαριστημένα, κι η συζήτηση , σε γενικές γραμμές, έδειχνε να έχει πάει καλά.
Εκείνο το βράδυ έγινε και κάτι άλλο που ικανοποίησε αφάνταστα τα Μονόποδα. Ο Κασπιανός κι οι Ναρνιανοί κατέβηκαν στην ακτή, για να ειδοποιήσουν τον Ράινς και τους άλλους που είχαν μείνει στον Ταξιδιώτη της Αυγής και ανησυχούσαν τρομερά. Και βέβαια τα Μονόποδα τους ακολούθησαν χοροπηδώντας σαν τόπια, κι όλο συμφωνούσαν χορωδιακά με τα πάντα, ώσπου κάποια στιγμή ο Ευστάθιος είπε: «Αχ, αυτός ο Μάγος! Καλύτερα να τους έκανε άφωνους παρά αόρατους!» (Αυτή την κουβέντα τη μετάνιωσε πικρά, γιατί βρέθηκε αναγκασμένος να τους εξηγήσει πως άφωνο είναι κάτι που δεν έχει φωνή, και μόλο που μάλλιασε η γλώσσα του, τα Μονόποδα δεν εννοούσαν να καταλάβουν, και στο τέλος, προς μεγάλη του αγανάκτηση, του φώναξαν κατάμουτρα: «Α, δεν τα λέει σαν τον Αρχηγό. Τι να γίνει, μικρέ μου, θα μεγαλώσεις και θα μάθεις. Άκου πώς μιλάει ο Αρχηγός. Άκου και πάρε παράδειγμα. Ο Αρχηγός έχει λέγειν!») Κι όταν έφτασαν στην ακτή, ο Ριπιτσιπιτσίπ κατέβασε μια καταπληκτική ιδέα. Είπε να του φέρουν απ’ το πλοίο το βαρκάκι του, κι έπειτα το πήρε κι έκανε μια βόλτα στα ρηχά, και τα Μονόποδα έδειξαν μεγάλο ενδιαφέρον. Τότε ο Ποντικός φώναξε: «Αξιότιμα και συνετά Μονόποδα, εσείς δεν έχετε ανάγκη από βάρκες. Το ποδαράκι σας γίνεται πρώτης τάξεως βάρκα –πηδήξτε μαλακά στο νερό, και θα δείτε».
Ο Αρχηγός τραβήχτηκε και προειδοποίησε τους υπόλοιπους πως το νερό είναι πολύ βρεμένο πράμα –όμως κάνα δυο νεαρά Μονόποδα είχαν προλάβει κιόλας να βουτήξουν, κι ύστερα ξεθάρρεψαν κι άλλα, και σε λίγο όλα βρίσκονταν στο νερό. Ο Ποντικός είχε δίκιο: η πελώρια πατούσα των Μονόποδων έγινε σπουδαίο βαρκάκι. Κι όταν ο Ριπιτσιπιτσίπ τους έδειξε πώς να φτιάξουν κουπιά, τα Μονόποδα άρχισαν να κόβουν βόλτες στο νερό, γύρω απ’ τον Ταξιδιώτη της Αυγής, κι αν τα ’βλεπες από μακριά, θα ’λεγες πως είναι ολόκληρος στόλος από μικροσκοπικά κανό, μ’ έναν χοντρό νάνο όρθιο στο καθένα. Κι έκαναν αγώνες ταχύτητας, κι απ’ το καράβι τούς έστειλαν κρασί για έπαθλο, κι οι ναύτες είχαν κρεμαστεί στην κουπαστή και γελούσαν ώσπου τους έπιασε πονόκοιλος.
Τα Χαζούλικα ήταν ενθουσιασμένα με το καινούριο τους όνομα, τό «Μονόποδα», που το έβρισκαν πολύ επιβλητικό, αν και ούτε μια φορά δεν το πρόφεραν σωστά. «Τώρα ξέρουμε τι είμαστε» ούρλιαζαν, «είμαστε Ποδόμονα, Νομόποδα, Δομόπονα! Να, εδώ το ’χαμε να το πούμε πρώτοι! Απ’ το στόμα μάς το πήρες!» Κι επειδή ως τότε τα ’λεγαν Χαζούλικα, δέν άργησαν να μπερδέψουν το καινούριο όνομα με το παλιό, κι έφτιαξαν ένα τρίτο όνομα: Χαζουλόποδα. Κι ίσως έτσι να λέγονται πια, ως τη συντέλεια του κόσμου.
Εκείνο το βράδυ, οι Ναρνιανοί δείπνησαν στο πάνω πάτωμα, με το Μάγο, κι η Λούσυ πρόσεξε πως τώρα που δε φοβόταν, όλο το πάνω πάτωμα ήταν διαφορετικό. Τα μυστηριώδη σύμβολα στις πόρτες ήταν πάντα μυστηριώδη, αλλά έμοιαζαν να κρύβουν κάποιο χαρούμενο νόημα. Ακόμα κι ο Γενειοφόρος Καθρέφτης φαινόταν πια αστείος και δεν την τρόμαζε. Στο τραπέζι, καθένας βρήκε μπροστά του με τρόπο μαγικό ό,τι λαχταρούσε να φάει και να πιει. Κι όταν απόφαγαν, ο Μάγος τούς έκανε ένα ωραιότατο και πολύ χρήσιμο κόλπο. Ακούμπησε πάνω στο τραπέζι δυο λευκές περγαμηνές, κι είπε του Δρινιανού να του περιγράψει με κάθε λεπτομέρεια το ταξίδι τους, απ’ την αρχή ως εκείνη τη μέρα. Κι όπως μιλούσε ο Δρινιανός, όλα όσα περιέγραφε χαράζονταν πάνω στις περγαμηνές με ωραίες, καθαρές γραμμές, και στο τέλος οι περγαμηνές έγιναν δυο υπέροχοι χάρτες, που έδειχναν τον Ανατολικό Ωκεανό, με την Γκάλμα, την Τερεβινθία, τα Εφτά Νησιά, τα Νησιά της Μοναξιάς, το Νησί του Δράκου, το Καμένο Νησί, το Θανατόνερο, και τη Χώρα των Χαζούλικων, όλα στο σωστό τους μέγεθος και στη σωστή τους θέση. Ήταν οι πρώτοι χάρτες που φτιάχτηκαν σ’ αυτές τις θάλασσες, και καλύτεροι απ’ τους άλλους που έγιναν αργότερα, χωρίς μάγια. Γιατί στους χάρτες αυτούς οι πόλεις και τα βουνά φαίνονταν με την πρώτη ματιά όπως και στους συνηθισμένους χάρτες, μα όταν ο Μάγος τούς έδωσε ένα μεγεθυντικό φακό, διαπίστωσαν πως είχαν μπροστά τους τέλεια αντίγραφα των αληθινών, κι είδαν το κάστρο και το σκλαβοπάζαρο και τους δρόμους του Στενολίμανου, όλα πεντακάθαρα αν και λίγο μακρινά, σαν να κοιτάζεις απ’ την ανάποδη μεριά του τηλεσκοπίου. Το μόνο μειονέκτημα ήταν πως το περίγραμμα στα περισσότερα νησιά έμεινε λειψό, γιατί ο χάρτης έδειχνε μόνο ό,τι είδε ο Δρινιανός με τα μάτια του. Κι όταν τέλειωσαν οι χάρτες, ο Μάγος κράτησε τον έναν και τον άλλο τον χάρισε στον Κασπιανό, και θα τον δείτε να κρέμεται ακόμα στην Αίθουσα των Οργάνων, στο Κάιρ Πάραβελ. Ο Μάγος δεν είχε να τους πει τίποτα για τις στεριές και για τις θάλασσες που βρίσκονταν στα βάθη της Ανατολής. Τους έδωσε όμως μια πολύτιμη πληροφορία: εφτά χρόνια πριν, είχε περάσει από κει ένα ναρνιανό καράβι, με το Λόρδο Ρεβιλιανό, το Λόρδο Αργκόζ, το Λόρδο Μάβραμορν και το Λόρδο Ρουπ. Κι έτσι κατάλαβαν πως ο χρυσός άνθρωπος του Θανατόνερου ήταν ο Λόρδος Ρέστιμαρ.