Την άλλη μέρα, ο Κοριάκιν τους διόρθωσε με μαγικά την πρύμνη του Ταξιδιώτη της Αυγής, που όπως θα θυμάστε την είχε σπάσει το φίδι της Θάλασσας, και τους φόρτωσε με χρήσιμα δώρα. Ακολούθησαν φιλικοί αποχεραιτισμοί, κι όταν το πλοίο ξεκίνησε, στις δύο το μεσημέρι, τα Χαζουλόποδα με τα πόδια-βαρκάκια τούς συνόδεψαν ως την έξοδο του λιμανιού, κι εκεί στάθηκαν και φώναζαν ζήτω, ώσπου το πλοίο χάθηκε στον ορίζοντα.
12
Το σκοτεινό νησί
Κι έτσι, τέλειωσε κι αυτή η περιπέτεια. Δώδεκα μέρες αρμένιζε νοτιοανατολικά ο Ταξιδιώτης της Αυγής, μ’ ένα απαλό αεράκι στα πανιά του. Κι ο ουρανός ήταν πάντα καθαρός, και το αεράκι ζεστό, αλλά δεν είδαν πουλί ούτε ψάρι –μόνο κάτι φάλαινες που τους προσπέρασαν από τα δεξιά– κι ο Ριπιτσιπιτσίπ με τη Λούσυ βαρέθηκαν να παίζουν σκάκι. Ώσπου, τη δέκατη τρίτη μέρα, κοιτώντας από το καμπούνι, ο Έντμουντ είδε στ’ αριστερά τους κάτι που έμοιαζε με πελώριο μαύρο βουνό φυτρωμένο στη θάλασσα.
Άλλαξαν λοιπόν πορεία και τράβηξαν προς το άγνωστο νησί, με τα κουπιά τώρα, γιατί ο άνεμος φυσούσε αντίθετα και δεν τους βόλευε. Το σκοτάδι τους πρόλαβε πριν φτάσουν στο νησί, και συνέχισαν να τραβούν κουπί όλη νύχτα. Το άλλο πρωί ξημέρωσε με άπνοια και γλυκό καιρό. Ίσια μπροστά τους ξεχώριζε ένα σκοτεινός όγκος, πιο κοντινός και πιο μεγάλος από χτες, μα τόσο θαμπός, που άλλοι είπαν πως είναι ακόμη μακριά, κι άλλοι πως έρχεται ομίχλη.
Κατά τις εννιά το ίδιο πρωί, χωρίς να καλοκαταλάβουν πώς, βρέθηκαν πολύ κοντά στο νησί –και τότε είδαν πως δεν ήταν στεριά, ούτε καν συνηθισμένη ομίχλη, αλλά Σκοτάδι. Τώρα, πώς να σας το περιγράψω; Φανταστείτε πως κοιτάτε το στόμιο ενός τούνελ, και πως το τούνελ είναι μακρύ, με πολλές στροφές, και δε βλέπετε φως απ’ την άλλη άκρη του. Κάπως έτσι. Δυο τρία μέτρα μπροστά σας είναι οι ράγες, οι τραβέρσες και τα χαλίκια, λουσμένα στο φως της ημέρα, κι έπειτα λίγο μισόφωτο, κι αμέσως έπειτα, χωρίς διαχωριστική γραμμή, όλα χάνονται σ’ ένα λείο, συμπαγές σκοτάδι. Έτσι ήταν κι εδώ. Λίγα μέτρα μπροστά απ’ την πρύμνη, έβλεπαν το αστραφτερό γαλαζοπράσινο κύμα να φουσκώνει. Αμέσως μετά, το νερό ξεθώριαζε γκριζωπό, σαν να ’ταν αργά το σούρουπο. Κι αμέσως μετά βασίλευε απόλυτο σκοτάδι, λες κι άρχιζε μια νύχτα αφέγγαρη, δίχως αστέρια.
Ο Κασπιανός φώναξε του λοστρόμου να σταματήσει το καράβι, κι όλοι, εκτός απ’ τους κωπηλάτες της βάρδιας, έτρεξαν μπροστά να κοιτάξουν. Μα όσο επίμονα κι αν κοίταξαν, δεν κατάφεραν να ξεχωρίσουν τίποτα. Πίσω τους είχαν ήλιο και θάλασσα, και μπροστά τους Σκοτάδι.
«Θα μπούμε;» ρώτησε στο τέλος ο Κασπιανός.
«Αν θες τη συμβουλή μου, όχι» είπε ο Δρινιανός.
«Καλά λέει ο καπετάνιος» πετάχτηκαν μερικοί ναύτες.
«Σωστά» είπε ο Έντμουντ.
Η Λούσυ κι ο Ευστάθιος δε μίλησαν, αλλά η απόφαση αυτή τους έβρισκε απόλυτα σύμφωνους. Άξαφνα, η καθαρή φωνούλα του Ριπιτσιπιτσίπ έσκισε τη σιωπή:
«Και γιατί όχι;» είπε ο Ποντικός. «Θέλω να μου εξηγήσει κάποιος γιατί όχι!»
Κανένας δεν είχε όρεξη για εξηγήσεις, κι ο Ριπιτσιπιτσίπ συνέχισε:
«Αν είχα να κάνω με χωρικούς ή με δούλους, θα υπέθετα πως η απόφασή σας υπαγορεύεται μόνο από δειλία. Όμως, πού ξανακούστηκε στη Νάρνια, τόσοι ευγενείς και γαλαζοαίματοι στο άνθος της νιότης τους, να το βάζουν στα πόδια γιατί φοβούνται το σκοτάδι;»
«Και να βουτήξουμε στη μαυρίλα, τι θα βγει;» ρώτησε ο Δρινιανός.
«Τι θα βγει;» είπε ο Ριπιτσιπιτσίπ. «Τι περιμένεις να βγει, καπετάνιε; Αν θες να βγει κάτι για την κοιλιά μας ή για την τσέπη μας, ομολογώ πως δε θα βγει απολύτως τίποτα. Απ’ όσο ξέρω, δεν πήραμε τις θάλασσες για να βγάλουμε κάτι, αλλά μόνο για τη δόξα και την περιπέτεια. Εδώ μπροστά μας υπάρχει μια περιπέτεια, ίσως ανήκουστη, κι αν την αποφύγουμε, η δόξα μας πάει χαμένη.»